Είναι γνωστό ότι μετά το τέλος της Μικρασιατικής Καταστροφής και το ξεριζωμό του Ελληνισμού χτίστηκαν (και) στην πόλη μας τα ομοιόμορφα προσφυγικά σπίτια. Κυρίως στις περιοχές Χιλίων, Δεκαοχτώ, Προφήτη Ηλία και Πεντακοσίων.
Η ιστορία αυτών των συνοικιών είναι παράλληλη και πονεμένη. Γιατί δόθηκε στη μεγάλη γειτονιά των Χιλίων, η ονομασία αυτή; Γιατί απλά και αφάνταστα δύσκολα στην περιοχή αυτή έζησαν για περίπου 26-27 χρόνια χίλιες οικογένειες!
Φέρτε απλά στο νου σας την εικόνα την σπιτική που στη συγκινητική τους πλειοψηφία παραμένουν τα ίδια για περίπου 100 χρόνια! Σε κάθε σπίτι λοιπόν θυμάμαι σαν όνειρο, έμεναν 10 οικογένειες! Τέσσερις στους πάνω ορόφους, ισάριθμες από κάτω και δύο στα υπόγεια!
Δηλαδή δύο οικογένειες, κοινή κουζίνα, κοινή τουαλέτα και από ένα δωμάτιο για τον ύπνο! Αργότερα, προστέθηκαν στην περιοχή κάποιες κατοικίες όπου εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες προσφύγων που έμεναν για 30 χρόνια σε παράγκες!
Μια περιοχή από την εκκλησία της Μεταμόρφωσης μέχρι και το Πολυκλαδικό. Παραγκούπολη με άλλα λόγια και ζωή σε συνθήκες τρομερά δύσκολες. Χίλια λοιπόν και Παράγκες. Και όποιος δεν έζησε στις εποχές εκείνες δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει φτώχεια και καθημερινή -για πολλούς- εξαθλίωση.
Σκεφτείτε. Δύο οικογένειες, μια τουαλέτα, μια κουζίνα. Οι νοικοκυρές με βάρδια να ετοιμάσουν το φαγητό και σειρά για την -τούρκικη σε κατασκευή- τουαλέτα. Νεύρα, καβγάδες, αναγκαστικές συμφιλιώσεις κ.α.
Το 1952, η κατάσταση βελτιώθηκε σχετικά. Οι μισές οικογένειες έφυγαν σ΄άλλα σπίτια σε περιοχές της πόλης που φυσικά πλήρωσαν και οι υπόλοιπες συνέχισαν στα ίδια σπίτια με σχετική άνεση φυσικά.
Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου και κάθε πατέρας πλήρωσαν από 7.000 δραχμές. Δηλαδή η γιαγιά μου, πρώτη ιδιοκτήτρια του μισού αρχικά σπιτιού το πλήρωσε, ο πατέρας μου το ίδιο και αργότερα με το νόμο του Τρίτση -αν θυμάμαι καλά- ήταν η σειρά μου να πληρώσω για να ξαναγίνει αυτό με το νόμο «ΕΝΦΙΑ» των «Σαμαρο-Βενιζέλων».
Όχι βέβαια με την εφάπαξ διαδικασία αλλά κάθε χρόνο μέχρι και σήμερα. Στα χρόνια μας, κάποιοι μπόρεσαν σιγά-σιγά να φτιάξουν τα σπίτια. Αλλά όμως οι δικαιούχοι-κληρονόμοι δεν τα βρήκανε και τα σπίτια εγκαταλείφθηκαν και άρχισαν οι φθορές.
Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο άσχημη όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε τη φαεινή ιδέα να κηρύξει τα παλιά αυτά σπίτια, διατηρητέα. Ήταν τα χρόνια του αείμνηστου Λευτέρη Αθανασιάδη και μέχρι σήμερα στα σπίτια αυτά τα παραδοσιακά, κατά τα άλλα έγιναν δυο μόνο στην αρχή παρεμβάσεις.
Τα σπίτια αυτά βάφτηκαν ομοιόμορφα εξωτερικά. Οι αλουμινένιες υδρορροές αντικαταστάθηκαν από πλαστικές. Τι απέγινε το αλουμίνιο δεν έγινε γνωστό… Οι νέες όμως υδρορροές είναι για κλάματα.
Με το πρώτο χαλάζι τρύπησαν σε διάφορα σημεία με αποτέλεσμα να γεμίζουν με νερό μπαλκόνια και παράθυρα. Τρύπες εύκολα ορατές σε όποιον θέλει να δει το πρόβλημα. Έτσι αλήθεια συντηρεί η Ε.Ε. τα διατηρητέα;
Κάποτε οι λαϊκές και ανθρώπινες αυτές γειτονιές «γέμιζαν» από τα παιχνίδια των παιδιών. Σήμερα δεν περνάει παιδί ούτε για τα κάλαντα. Σήμερα τα σπίτια τα αγοράζουν ανά όροφο Αλβανοί με 20.000 € και μετά συνεργεία από τους ίδιους, έρχονται και διαμορφώνουν εσωτερικά τους χώρους που εξωτερικά παραμένουν οι ίδιοι.
Πιστεύω ότι μια έρευνα για την πορεία της υποτιθέμενης «παραδοσιακής» εικόνας, ίσως έδινε απαντήσεις σε κάποια ερωτήματα. Καλή η απόφαση της σχετικής διατήρησης με αυστηρά -λέγανε τότε- κριτήρια.
Όμως σε λίγα χρόνια οι φθορές στα ακατοίκητα σπίτια ίσως να είναι ανεπανόρθωτες. Αλήθεια, διαχρονικά οι πολιτικοί μας του πρώτου και του δευτέρου βαθμού, δε διαπίστωσαν τίποτε; Αυτό που τελικά μένει σ’ εμάς, παιδιά της τότε φτωχογειτονιάς είναι η χαρά του ατέλειωτου παιχνιδιού, ακόμα και μέσα στη νύχτα.
Το τόπι μέσα στους δρόμους, το κρυφτό και άλλα παιχνίδια στα στενά σοκάκια της γειτονιάς. Όσο για τους πιο μεγάλους, ο καφές των γυναικών στις αυλές των σπιτιών και το ούζο των πατεράδων μας με περιορισμένο μεζέ στο γνωστό -σ ‘ όλη την Καβάλα- καφενείο του «Σαμαρά».
Αλλοτινές εποχές που με το πέρασμα των χρόνων ξεχειλίζει η νοσταλγία τους…
Κώστας Κουγιουμτζόγλου