Τι απόλαυσα το βράδυ της Παρασκευής στο «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» του Γιάννη Κακλέα; Τη θεϊκή ερμηνεία του χαρισματικού Βασίλη Χαραλαμπόπουλου και την έξοχη μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. Μαζί μ’ εμένα τα απόλαυσαν και χιλιάδες ακόμη θεατές αφού τα βράχια του αρχαίου θεάτρου των Φιλίππων κυριολεκτικά πολιορκήθηκαν από νωρίς, με αποτέλεσμα να επιστρατευθούν ακόμη και πλαστικές καρέκλες προκειμένου να βολευτούν άπαντες.
Τι μου προξένησε εντύπωση από την απόδοση των υπολοίπων συντελεστών; Η τεράστια διαφορά τους από τον πρώτο σε τόσο κραυγαλέο σημείο ώστε άνετα μπορώ να αποφανθώ ότι δεν κατάφεραν να αγγίξουν ούτε καν τη σκόνη του. Τι με εξέπληξε κατά τη διάρκεια των περίπου ενενήντα λεπτών της παράστασης; Το γεγονός ότι ένα έργο γραμμένο το 1897 που αρχίζει ως κωμωδία, καταλήγει σε μια πικρή τραγωδία που αν δεν προσέξεις ίσως και να σου φέρει αβίαστα δάκρυα στα μάτια.
Η υπόθεση του Σιρανό είναι μια άτυχη ιστορία αγάπης ενός δύσμορφου μεν αλλά προικισμένου νοητικά και ψυχικά ιππότη με την εξαδέλφη του δεσποσύνη Ρωξάνη. Το λαϊκό και φαντασμαγορικό θέαμα που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Κακλέας θριάμβευσε ήδη επί δύο σεζόν στην Αθήνα, έστω και με διαφοροποιήσεις στη σύνθεση του θιάσου και πραγματοποιεί καλοκαιρινή περιοδεία, που υποψιάζομαι ότι σαρώνει τα ταμεία. Με μια ικανοποιητική σκηνοθετική ισορροπία μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας η παράσταση προσφέρει απλόχερα σε γενναίες δόσεις γλύκα και πίκρα.
ΕΜΜΕΤΡΗ ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΘΟΣ ΣΚΗΝΙΚΟ
Ο έμμετρος ομοιοκαταληκτικός λόγος της παράστασης, μεταφραζόμενος από τη Λουϊζα Μητσάκου, αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη που αφενός πέρασε εύκολα στο κοινό κι αφετέρου «ξεκούρασε» το μυαλό από δύσκολα κείμενα απαιτητικών μεταφράσεων. Ο πολυπρόσωπος θίασος όμως κυριολεκτικά «ξεφούσκωνε» όταν ο Σιρανό απουσίαζε από τη σκηνή. Κάποιες στιγμές ίσως και να κούρασε με τα χορευτικά περάσματά του. Κι όμως αρκούσε η εμφάνιση του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου για να σβηστούν μονομιάς κάθε αντίρρηση και κούραση.
Τα κουστούμια εποχής της Εύας Νάθενα ήταν απόλυτα ταιριαστά με την εξέλιξη της ιπποτικής ιστορίας. Σοβαρές ήταν όμως οι ενστάσεις μου για το μεγαλόπρεπο σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη που προφανώς κατασκευάστηκε αποκλειστικά για κλειστό χώρο. Τόσο στενόχωρο και πνιγμένο, με σκαλωσιές – μπαλκόνια να πλαισιώνουν το κεντρικό τμήμα του σκηνικού ώστε προκάλεσε σοβαρότατα προβλήματα στους θεατές των πλαϊνών διαζωμάτων. Τα επί ξύλινης σκηνής τεκταινόμενα μπορούσαν να παρακολουθήσουν άνετα μόνο οι καθήμενοι του κεντρικού κομματιού του θεάτρου κι όλοι εμείς οι υπόλοιποι μόνο να φανταζόμασταν μπορούσαμε για το τι συνέβαινε. Μπορεί το ντόπιο κοινό να μην απόλαυσε επί της σκηνής προσωπικά την Ευανθία Ρεμπούτσικα, ωστόσο μια χαρά τα κατάφερε με το βιολί της και η Βασιλική Μαζαράκη.
ΕΝΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ… ΣΚΕΤΗ ΖΑΧΑΡΗ!
Απέμεινα με την απορία για το εάν η υστέρηση του υπολοίπου θιάσου ήταν σκηνοθετική οδηγία, ή εάν τελικά ο έτσι κι αλλιώς έξοχος Βασίλης Χαραλαμπόπουλος επέτρεψε στο ταλέντο του και στο συναίσθημά του να ξεχυθούν ως τεράστιο κύμα προς το κοινό, αδύναμος να αντιληφθεί τα έτη φωτός που χώριζαν εκείνον από τους άλλους. Δυσκολεύομαι να εντοπίσω εύστοχα επίθετα προκειμένου να περιγράψω εύγλωττα την απόδοση του Βασίλη. Ολοκληρωμένος, πληθωρικός, καθηλωτικός, μαγευτικός, αεικίνητος, συναρπαστικός, γλυκόπικρος, μεστός, χαρισματικός, ερωτικός παρέδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας με κάθε ίνα του σώματός του, με κάθε έκφραση του προσώπου του και με κάθε λέξη του. Για ενενήντα λεπτά ο Βασίλης ήταν πράγματι ο Σιρανό, ένα πλάσμα με ευφράδεια, λυρισμό, εξυπνάδα, αυτοσαρκασμό, γενναιοδωρία, αντίληψη της φιλίας και κατανόηση της δυσμορφίας.
«Φόρεσε» τόσο πειστικά το ρόλο του, βίωσε τόσο έντονα τα συναισθήματά του ήρωά του, ξεπέρασε εκπληκτικά το πρόβλημα άρθρωσης που του προκαλούσε η τεράστια ψεύτικη μύτη του, ώστε δημιούργησε ένα Σιρανό – σημείο αναφοράς για τους επόμενους τολμηρούς που θα αναλάβουν το ρίσκο ενσάρκωσης του ίδιου χαρακτήρα. Το μέγεθος του θριάμβου του καταγράφηκε στο τέλος της παράστασης με το παραληρηματικό χειροκρότημα των θεατών που δεν είχε τελειωμό.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ… ΤΟ ΧΑΟΣ!
Άχρωμοι και αδύναμοι, οι άλλοι δύο αντρικοί ρόλοι του έργου, με το Γιώργο Παπαγεωργίου (Κριστιάν) και τον Κώστα Μπερικόπουλο (Ντε Γκις) να δίνουν μια άνιση μάχη και να ξέρουν ότι είναι εκ των προτέρων χαμένη εις βάρος τους. Η 42χρονη Δήμητρα Ματσούκα απείχε κατ’ εμέ από την ιδανική εικόνα της τρυφερής παρθένας την οποία λάτρεψε σιωπηλά κι ανομολόγητα μέχρι το τέλος της ζωής του ο τρυφερός ιππότης με την «προικισμένη» μύτη. Η ηθοποιός δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη μανιέρα που έχει οικοδομήσει σε τηλεοπτικό και κινηματογραφικό επίπεδο, εκείνη της σεξοβόμβας που περιφέρεται μέσα στα στενά της κοστούμια λες και βαδίζει σε πασαρέλα κατά την εξέλιξης μιας επιδείξεως μόδας.
Με τη γνωστή στομφώδη εκφορά του λόγου της απείχε από οποιαδήποτε μορφή συναισθήματος, εκτός ίσως από κάποια ψήγματα που κατάφερε να επιστρατεύσει στις τελευταίες συγκινητικές στιγμές. Όταν η Ρωξάνη αντιλήφθηκε ποιος ήταν τελικά εκείνος που της έγραφε τα εξαίσια ερωτικά γράμματα και όταν κατανόησε ότι εκείνος που είχε αγαπήσει ακούσια για το πνεύμα του, ξεψυχούσε ανήμπορος μπροστά της.
Κρίμα, γιατί κατά το παρελθόν έτυχε σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις να σχηματίσω θετική άποψη για την ερμηνεία της Δήμητρας Ματσούκα. Τόσο στην πρωτοποριακή παράσταση «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα» που είχα παρακολουθήσει στην Αθήνα όσο και στη σύγχρονη παράσταση «Χρυσές Δουλειές» που είχε φιλοξενηθεί προ έξι περίπου ετών από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας στο θέατρο «Αντιγόνη Βαλάκου».
ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΩ, ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΑΣ, ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΑ… ΔΙΑΡΚΩΣ!
Το όνομα του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου στάθηκε το «βαρύ χαρτί» της παράστασης και ο «κράχτης» που προσέλκυσε κόσμο και κοσμάκη στους Φιλίππους το βράδυ της Παρασκευής. 1.700 ήταν τα εισιτήρια πέραν των προσκλήσεων και των ελευθέρας που διανέμουν συνήθως οι θίασοι. Δεν αποκλείεται το πλήθος των θεατών το βράδυ του Σαββάτου, στη δεύτερη παράσταση, να ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Το κοινό πάντως, ήταν το «καθιερωμένο», το «τηλεοπτικό» που συρρέει στο θέατρο για τις κωμικές παραστάσεις. Ήταν το κοινό που χειροκροτεί διαρκώς τους ηθοποιούς είτε μπαίνουν στη σκηνή είτε βγαίνουν και χειροκροτεί μετά το τέλος κάθε μουσικού μοτίβου λες και βρίσκεται σε συναυλία.
Ήταν το κοινό που «καραδοκούσε» να χασκογελάσει σε κάθε χαριτωμένη ατάκα του πρωταγωνιστή και σε κάθε μορφασμό του, αλλά και το ανυπόμονο κοινό που πήδηξε άνευ σεβασμού από το βράχο λίγο πριν τη λήξη, ώστε να χειροκροτήσει όρθιο και να τρέξει τάχιστα στην έξοδο. Είτε για να προλάβει να αποχωρήσει πριν το κυκλοφοριακό κομφούζιο είτε για να πιει την μπύρα του μέχρι να καταλαγιάσει το πανδαιμόνιο των βιαστικών οδηγών. Έστω κι έτσι όμως, είναι χαρμόσυνο να αντικρίζει ένα κατάμεστο θέατρο και χαμογελαστά πρόσωπα που παρακολούθησαν τη μοναδική ετήσια παράσταση στους Φιλίππους, την οποία τους επέτρεψε το βαλάντιό τους.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
=