Ένας τρομακτικός θόρυβος, η γη τρέμει κάτω απ΄ τα πόδια μου, ένα σύννεφο σκόνης σκεπάζει τα πάντα. Ησυχία… Ξαφνικά ακούω να φωνάζουν βοήθεια. Άνθρωποι κάτασπροι σαν φαντάσματα ξεπροβάλλουν παραπατώντας μέσα απ΄ το σύννεφο.
Τεράστιες φλόγες ξεπηδάνε από τα γύρω σπίτια.
Φοβάμαι, θέλω να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου. Όμως μπερδεύομαι, παίρνω λάθος δρόμο, χαλάσματα τριγύρω, δεν είναι αυτή η γειτονιά μου. Δεν μπορώ να καταλάβω που βρίσκομαι. Το πρωί που έφυγα για το σχολείο όλα ήταν διαφορετικά.
Πρέπει να βρω τη μαμά μου αυτή ξέρει. Κάποιος στο δρόμο μου φωνάζει, τρέξε, κρύψου… Τρομοκρατημένος τον ακολουθώ, τρέχω μαζί του, δεν ξέρω γιατί και για που, μόνο τρέχω…Περνάω μπροστά απ΄ το σχολείο μου, το βλέπω να φλέγεται. Νιώθω πως κάτι πολύ κακό έχει γίνει, θυμάμαι τους φίλους μου, βουρκώνω…
Κρύβομαι μαζί με άλλους σ΄ ένα υπόγειο. Ακούω παιδιά να κλαίνε και να φωνάζουν, ξεχωρίζω μια λέξη, μαμά… Τρέμοντας λουφάζω σε μια γωνιά, δεν μπορώ να καταλάβω ποιος με κυνηγάει, ποιος θέλει το κακό μου, ένα παιδί είμαι.
Ακούω για κάποιους που ήρθαν από μακριά, εχθρούς τους λένε οι μεγαλύτεροι. Δεν έχω δει ποτέ εχθρούς, δεν ξέρω πως μοιάζουν. Είμαι σίγουρος όμως πως δεν έχουν μάνες, αδέλφια, φίλους, όπως εγώ…
Λένε μάλιστα πως δεν είναι καν άνθρωποι, πως είναι θηρία. Κλείνω τα αυτιά μου, δεν μπορώ να ακούω αυτά τα φοβερά πράγματα. Σταμάτησε να τρέμει η γη, βγαίνω απ΄ το υπόγειο. Κάποιοι τρέχουν στο δρόμο, στις αγκαλιές τους κρατάνε παιδιά.
Φωνάζουν, κλαίνε, δεν είχα δει μεγάλους να κλαίνε, πάγωσα από φόβο. Δεν ξέρω τι να κάνω, νομίζω πως είναι όνειρο πως θα ξυπνήσω και όλα θα είναι όπως πριν.
Ένας γείτονας με αναγνωρίζει, σκύβει μου ψιθυρίζει, η γειτονιά μας δεν υπάρχει πια, τα σπίτια μας γκρεμίστηκαν… Θυμήθηκα τότε την δασκάλα που μας έλεγε πως τα παιδιά είμαστε το μέλλον του κόσμου.
Πως πρέπει να ονειρευόμαστε και να ελπίζουμε σ΄ ένα ευτυχισμένο αύριο. Πως τα παιδικά δάκρυα δεν τα συγχωρεί ούτε ο Θεός.
Εγώ όμως ψάχνω ακόμα τη μαμά μου…
Κλαίω ασταμάτητα, ψεύτες όλοι σας…