Dark Mode Light Mode

“Άχραντος Χρόνος”, κείμενο του Άγγελου Τσανάκα

Είχα να τον δω απ’ όταν ήταν δέκα χρονώ, πιτσιρικάκι. Τον είδα, δεν τον γνώρισα. Που να τον γνωρίσω. Άντρας ολόκληρος. Ψηλός γαλανομάτης, καστανοκοκκινόξανθος, με κοντοκουρεμένο μαλλί καρφάκια και ένα ανεπαίσθητο μουσάκι. Γνήσιος απόγονος της οικογένειας Χατζηαγγέλου της Νέβεσκας. Περασμένα τριάντα θα ήταν ή καλύτερα πες λίγο πριν τα σαράντα. Σίγουρα θα κόντευε να κλείσει την τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Οι κρόταφοί του άρχισαν να γκριζάρουν και δύο μεγάλες ρυτίδες άρχιζαν να χαράζουν απ’ άκρη σ’ άκρη το μέτωπό του. Αυτό, αυτό με τα μαλλιά να παραδίδονται στο χρώμα της αγνότητας και της γαλήνης το είχε το σόι μας και φαίνεται το κληρονόμησε και ο Βασίλης. Αν και η συγγένειά μας ήταν μακρινή τα γονίδια εκτέλεσαν άψογα το έργο τους. Αυτά τα γονίδια, τα καταραμένα γονίδια, αλλά συνάμα και τα ευλογημένα. Καταραμένα γιατί αυτοάνοσο για αυτοάνοσο δεν έμεινε ακληρονόμητο απ’ τη μεριά μου και ευλογημένα γιατί αυτά ως φαίνεται ευθύνονται για την είσοδό μου στον θαυμαστό κόσμο των αριθμών. Ο πατέρας μου με το δάχτυλο στον αέρα και κοιτώντας προς τον ουρανό έκανε πολλαπλασιασμούς με τετραψήφιους αριθμούς. Με μύησε και μένα.

Στο Μπεζεστένι με πήγαν τα βήματά μου. Τα πόδια μου, εντολή από την κοιλιακή επικράτεια δια μέσω του εγκεφάλου πήραν, και ειδικότερα, από την στομαχική κοιλότητα, η οποία βασανίζονταν και διαμαρτύρονταν αδειανή επί οκτάωρον. Με ένα καφέ απ’ το πρωί ήμουν και κόντευε απομεσήμερο. Είχα περπατήσει όλη την πόλη. Από δρόμο σε δρόμο και από σοκάκι σε σοκάκι. Το απόγευμα θα πήγαινα στο Χιονοχώρι. Για μια ακόμα φορά.

Κάθισα στον “Βλάχο”.

Την πρώτη γουλιά από τη δεύτερη ρετσίνα έπινα και έφερα στα χείλη μου ένα ακόμα καυτό σουτζουκάκι.

“Άγγελε!”

“………..”

“Ο Άγγελος δεν είσαι;”

“Ας πούμε, κατ’ευφημισμόν που λένε, εσύ;”

“Δεν με γνώρισες ε; Εεεεε εντάξει πέρασαν χρόνια, πολλά”.

“Για πες”.

“Ο Βασίλης είμαι…”

“………..”

“Ο Βασιλάκης…”

“………..”

“Θείε…”

Σκέφτηκα προς στιγμήν ότι άρχισε τις επισκέψεις του στη μνήμη μου ο νευρολόγος/ψυχίατρος, Alois Alzheimer αλλά αμέσως το μυαλό μου στροφάρισε και με ένα tete a’ queue σαν του Leclerc, επανήλθε στην προτεραία κατάσταση. Δούλεψε μάλλον και το οινόπνευμα.

Ο Βασιλάκης ήταν γιος του τριτοξαδέρφου μου, του Αλέξανδρου.

“Ρε Βασιλάκη, ρε Βασιλάκη…. πόσα χρόνια ρε Βασίλη; Άντρας έγινες”.

Εδώ ήταν που βάλαμε κάτω τους αριθμούς και τις μνήμες. Και ήταν εύκολο για μας με τους αριθμούς γιατί και ο Βασιλάκης Μαθηματικός ήταν όπως μου είπε. Νάτα πάλι τα γονίδια. Παρόλο που ο Αλέξανδρος ήταν μακρινός ξάδερφός μου ήμασταν κοντά και πολύ αγαπημένοι και τον Βασιλάκη τον είχα σαν παιδί μου. Κάποια στιγμή όμως τα έφερε έτσι η ζωή και χωριστήκαμε. Ο Αλέξανδρος βρέθηκε στα πατρογονικά μας χώματα, στις Σέρρες, κι εγώ έμεινα στην πόλη που μεγάλωσα. Και χαθήκαμε. Έτσι όπως γίνεται πολλές φορές στη ζωή δίχως να το καταλάβουμε. Έτσι απλά. Δάκρυσα.

Τελευταία φορά που τον είδα ήταν κάποια πρωτοχρονιά που μου είπε τα κάλαντα. Παιδάκι δέκα χρονώ ήταν.

“Πότε ήταν ρε Βασίλη;”

“Να σου πω”, χαμογέλασε, “δεκαχίλιαρο μου έδωσες. Αυτό με τον Ασκληπιό. Όταν πρωτοβγήκε ήταν”.

Βάλαμε κάτω τα ιντερνέτια, 1995 πρωτοκυκλοφόρησε ο Ασκληπιός.

Δέκα χρονώ που ήταν τότε κι άλλα 27, νάτα τα χρόνια του. Καλά τα είχα υπολογίσει. Κι εγώ τότε, στην τωρινή του ηλικία ήμουν.

Κάθισε και τα ήπιαμε παρέα. Ήπιαμε και είπαμε. Και ξαναήπιαμε κι είπαμε κι άλλα, κι άλλα. Η ηλικιακή μας διαφορά εξανεμίστηκε. Άνοιξαν οι καρδιές μας, τεμαχίστηκαν και σκόρπισαν έξω μικρές καρδούλες. Γίναμε παιδιά. Και ξαναδάκρυσα. Ναι έτσι έγινε.

Το πετυχαίνει αυτό ετούτος ο χρυσός αγιασμός….

Θα ξαναβρεθούμε είπαμε…

Δεν ξέρω….

Η ζωή μας….

Προηγούμενο άρθρο

Το μέτρο της μάσκας θα το άρει το καλοκαίρι ...

Επόμενο άρθρο

Συνάντηση του Θόδωρου Μουριάδη με το προεδρείο του Δημοτικού Συμβουλίου Νεολαίας Καβάλας (φωτογραφίες)