Επειδή την έχουν πέσει όλοι μαζί στη νεολαία χαρακτηρίζοντας την αλητήρια, θέλω να τους αφιερώσω δυό τρία ποιηματάκια:
-PAUL VERLAINE, «Οι Αλήτες»
Αυτοί δεν έχουν άλογα, τα πόδια καβαλλάνε,
ούτε και πλούτη, μα ‘χουνε χρυσάφινη ματιά”
κι όπου τους βγάνει η άκρηα, για ‘κείνη ξεκινάνε,
κουρελιασμένοι πάντοτε, μ’ αγριωπή θωριά.
———–
Με περιφρόνια οι γνωστικοί, συχνά τους δασκαλεύουν,
μ’ οίκτο για τους τρελούς αυτούς οι ανόητοι μιλούν.
Κορίτσια σαν τους βλέπουνε κι αυτά τους κοροϊδεύουν,
και τα παιδιά τους δείχνουνε τη γλώσσα και γελούν.
————-
Κι αυτοί, που τους οικτίρουνε και τους περιγελάνε,
καθώς τραβούν απαίσιοι, μοιραίοι, κωμικοί,
και φοβισμένοι τους κοιτάν, σάμπως, λες, να κοιτάνε
κάποιο όνειρο, στα σούρουπα, κακό, είναι γιατί
————
στις λίρες τις ψιλόφωνες σπασμωδικά σα βάζουν
το χέρι, που τις λευτεριές σκορπίζει στην καρδιά
κάποια τραγούδια αλλιώτικα μάς σιγαναστενάζουν,
τραγούδια ωραία, νοσταλγικά κι επαναστατικά.
————–
Και τέλος, γιατί δείχνουνε στα μάτια τα βαθιά των,
πως κλαίει πικρά, και πως γελά πειραχτικά πολύ,
ο έρωτας ο ασάλευτος των αιώνιων πραγμάτων,
ο έρωτας των αρχαίων νεκρών και των θεών μαζί!
————–
-Εμπρός λοιπόν! αδιάκοπα το δρόμο σας τραβάτε!
καταραμένοι, πλανήτες, τραβάτε θλιβεροί!
στα έρμα ακρογιάλια, στους γκρεμούς, όπου κι αν τριγυρνάτε,
για σας είν’ οι παράδεισοι του κόσμου σφαληχτοί.
——————
Η φύση με τον άνθρωπο τα δυνατά της βάνει
κι οι δυο για να χτυπήσουνε όσο μπορούν βαριά,
τη θεία, την περήφανη μελαγχολία που κάνει
σαν περπατάτε να ‘χετε το μέτωπο ψηλά.
—————
Κι έτσι από μιαν εκδίκηση για την τρελή αφοβιά σας,
που κλείτε τέτοιες λευτεριές κι ελπίδες στη ψυχή,
στ’ αναθεματισμένα αυτά κίτρινα μέτωπά σας,
τη λύσσα των στοιχείων της την ξαπολάει σκληρή.
———————
Τα Καλοκαίρια καίγουνε κι οι πάγοι του Χειμώνα,
παγώνουν ως το κόκκαλο, το κρέας σάς μαδούν,
και τρέμουν απ’ τον πυρετό, κεφάλια, χέρια, γόνα,
τα πόδια τα ξυπόλητα, που αγκάθια τα ξεσκούν.
————————
Όλα σάς διώχνουν άσπλαχνα και σάς βαρυολυπούνε
κι όταν για σας ο θάνατος θα ‘ρθει καμμιά φορά,
το μελανό σας κι άσαρκο κουφάρι κι αν το βρούνε,
θα το περιφρονήσουνε κι οι λύκοι στα βουνά.
-«…Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμότη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε κατά μπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες…»
(Ο. Ελύτης)
-«Πιστεύω εις έναν ποιητή εκτός ουρανού φυγάς θεόθεν και αλήτης»
(Ν. Καρούζος)
-«Ζούμε θα πει αλητεύουμε στους αμέτρητους ίμερους
αλητεύουμε στα σώματα των απέραντων γυναικών
αλητεύουμε στη μιλιά μας/αλητεύουμε στην πείνα
και την ακάλεστη δίψα»!
(Ν. Καρούζος)
-«…Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.»
(Μ. Αναγνωστάκης)
-«Όσες κι αν κτίζουν φυλακές
όσο κι αν ο κλοιός στενεύει
ο νους μας είναι αληταριό
κι όλο θα δραπετεύει»
(Θ. Παπακωνσταντίνου)
-«Κοιτάζω το κάτω ποίημα
Ένα χαρτί κόκκαλα και πείνα
Κοιτάζω το πάνω ποίημα
Και κάμω ό,τι και ο Θεός
Αλητεύω στα σύννεφα»
(Δ. Χαλαζωνίτης)
-ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ, «ΕΠΙΛΟΓΟΣ»
Αλήτη! Απόψε ειν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ενα παγκάκι Αλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που ‘κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν: σπίτι.
Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάζεις πέρα ως πέρα.
Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτεινής,
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχην εσπέρα.
Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος,
και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου,
Αλήτη! δε θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.
Αλήτη! Απόψε ειν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ενα παγκάκι, Αλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που ‘κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν : σπίτι.
( Από την ποιητική συλλογή του Τεύκρου Ανθία – μια από τις πιο σημαντικές- «Τα σφυρίγματα του Αλήτη», με οικουμενικά μηνύματα )
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας, πολλά φιλιά, Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος, ο ιταλιάνος