«Όταν είδα τον Moreno Avila να ρίχνει τη ριπή του πολυβόλου λίγα βήματα από το πίσω παράθυρο της Mercedes -λέει ο Juan Carlos-, σκέφτηκα ότι έγινε. Ότι ήταν νεκρός. Στην όπισθεν, το αυτοκίνητο του Πινοσέτ έπεσε πάνω στο τζιπ που υποτίθεται θα του εμπόδιζε τη διαφυγή. Η ρουκέτα Low, που εκτοξεύτηκε από την κορυφογραμμή του βουνού, είχε αναπηδήσει από την οροφή χωρίς να εκραγεί, σαν πέτρα. Αλλά ο Χουάν Μορένο, JuanMoreno έφτασε στο αυτοκίνητο και πυροβόλησε. Δέκα, είκοσι βολές στο θωρακισμένο τζάμι. Κάλεσα την απόσυρση της ομάδας μου και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς το Σαντιάγο. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και ήμασταν χαρούμενοι: ο Πινοσέτ είχε φύγει, δεν υπήρχε πλέον». Πριν από δεκαπέντε χρόνια. Έξι και μισή το απόγευμα της Κυριακής 7 Σεπτεμβρίου 1986.
Είκοσι παιδιά, το μεγαλύτερο δεν είναι τριάντα, το νεότερο δεκαεπτά, επιτίθενται στη στρατιωτική συνοδεία που συνοδεύει τον χιλιανό δικτάτορα στο ταξίδι της επιστροφής του, στο τέλος του σαββατοκύριακου, από την κατοικία του στις Άνδεις, el Melocoton, στην πρωτεύουσα. Σκοτώνουν πέντε άνδρες της συνοδείας, πυρπολούν τρία αυτοκίνητα και πυροβολούν τις δύο λευκές, πανομοιότυπες και θωρακισμένες Mercedes, στις οποίες βρίσκεται ο προσωπικός γιατρός του δικτάτορα και ο Πινοσέτ με τον εννιάχρονο ανιψιό του. Στο τέλος της μάχης οι επιτιθέμενοι είναι όλοι αβλαβείς. Έξι θα συλληφθούν ένα μήνα αργότερα. Τέσσερις θα σκοτωθούν, «εκτελέστηκαν» αργότερα από την Cni, την πολιτική αστυνομία. Άλλοι τέσσερις μόνο ταυτοποιήθηκαν. Για τους τελευταίους έξι όμως, ο Πινοσέτ δεν θα μπορέσει ποτέ να μάθει κάτι. Ένας από αυτούς είναι ο Χουάν Κάρλος. Ο οποίος σήμερα, λίγο πάνω από τα σαράντα, ζει στην Ευρώπη και εργάζεται ως προγραμματιστής. Γι’ αυτόν, στα αρχεία της αστυνομίας της Χιλής υπάρχει μια παλιά φωτογραφία, τόσο ξεθωριασμένη όσο και άχρηστη, και ένα διπλό επώνυμο εννέα γραμμάτων, Saa Gerber, που δεν είναι καθόλου δικό του.
Τώρα ο Juan Carlos περνάει ένα χέρι μέσα από τα μαλλιά του που τα φέρει ακόμα πολύ μακριά, πίνει μια γουλιά κρασί και διηγείται: «Αυτή ήταν πλέον η τρίτη προσπάθεια. Είχαμε ήδη αποπειραθεί να σκοτώσουμε τον Πινοσέτ δύο φορές. Δύο μάλλον αρκετά ερασιτεχνικές επιθέσεις, θα έλεγα. Στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς. Μια φορά στο Σαντιάγο και μια στο Valparaiso. Δύο μικρές βόμβες με τηλεχειριστήριο. Μετά στις αρχές του ’86 αρχίσαμε να σοβαρεύουμε…» Η πολιτική καμπή που κατέστησε δυνατό το σχέδιο απόπειρας δολοφονίας του Πινοσέτ ξεκινά έξι χρόνια νωρίτερα. Στην Εσσδ του 1980. Ο Λουίς Κορβαλάν, γενικός γραμματέας του Πκ στην εξορία, διαβάζει το κείμενο που εύχεται «όλες τις μορφές αγώνα για την ανατροπή της δικτατορίας». Έχει το πράσινο φως από τη Μόσχα και την υποστήριξη του Κάστρο. Κλείνει τον δρόμο προς τη συμμαχία με τη Χριστιανοδημοκρατία και τον ανοίγει στον ένοπλο αγώνα. Τρία χρόνια αργότερα γεννιέται το Fpmr, το Μέτωπο «Manuel Rodriguez», το οποίο θα γινόταν η ένοπλη πτέρυγα του κομμουνιστικού κόμματος. Όμως, στην πραγματικότητα, η ιστορία ξεκινά ακόμη νωρίτερα. Ξεκινά στην Αβάνα στη στρατιωτική τεχνική σχολή «Antonio Maceo» των ενόπλων δυνάμεων της Κούβας. Ήδη το 1975, δύο χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα, ο Φιντέλ Κάστρο πρότεινε σε δύο ηγέτες του Pc, την Gladys Marin και τoν Volodia Teitelboim, να εκπαιδεύσουν τους αξιωματικούς ενός μελλοντικού στρατού του λαού στο νησί. Στην αρχή οι δυο τους ήταν επιφυλακτικοί γιατί στα χρόνια του Αλιέντε η Κούβα υποστήριζε το Mir, την εξτρεμιστική ομάδα της «επαναστατικής αριστεράς». Μετά, σιγά σιγά, στους νεαρούς της κομμουνιστικής νεολαίας, της Jota, σε εξορία στην Ανατολική Ευρώπη προτείνεται να μεταφερθούν στην Κούβα. Χίλιοι; Δύο χιλιάδες; Ο αριθμός παρέμεινε μυστικός. Ούτε ο Roberto Ampuero, ο μόνος που, αφού τη βίωσε από κοντά, διηγήθηκε αυτή την ιστορία στο βιβλίο Nuestros años verdeolivo, Τα πράσινα λαδί χρόνια μας (Planeta, 1999), μπορεί να αναφέρει ένα συγκεκριμένο νούμερο.
Ο Fidel Castro έθεσε μόνο μία προϋπόθεση. Όλοι οι χιλιανοί που σπούδαζαν στη στρατιωτική σχολή έπρεπε επίσης να ταξινομηθούν ως αξιωματικοί του κουβανικού στρατού και να μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν σε μέτωπα εκτός της Χιλής. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν θάνατοι χιλιανών στην Αγκόλα, στην επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, μεταξύ των ανταρτών του Ελ Σαλβαδόρ. «Φυσικά – επιβεβαιώνει σήμερα ο Χουάν Κάρλος – οι περισσότεροι από τους αντάρτες κομάντο είχαν σπουδάσει στην Κούβα, ήταν ο δρόμος μας στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Εξορία στην Ανατολική Γερμανία, στρατιωτική σχολή στην Αβάνα, παράνομη επιστροφή στη Χιλή. Όχι όλοι. Άλλοι στην Κούβα σπούδασαν κινηματογράφο και θέατρο. Ωστόσο – συνεχίζει – οι δεσμοί μας με την Κούβα ήταν πάντα πολύ στενοί. Τα M16 και οι αμερικανικοί εκτοξευτές βλημάτων που χρησιμοποιήσαμε για την επίθεση ήταν υλικό που άρπαξαν οι βιετκόνγκ από τους πεζοναύτες. Οι βιετναμέζοι τα είχαν χαρίσει στην Κούβα και ο Φιντέλ σε εμάς». «Αλλά η ενέδρα ήταν μια εναλλακτική λύση, είχαμε σκεφτεί την επίθεση με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Όταν με κάλεσε ο José Valenzuela Levy, ο διοικητής που είχε επιφορτιστεί από το Frente να την οργανώσει, του πρότεινα την ιδέα του τούνελ.
Νοικιάσαμε ένα αρτοποιείο ακριβώς απέναντι από το δρόμο του Πινοσέτ επιστροφής στο Σαντιάγο. Ξεκινήσαμε το σκάψιμο στα τέλη ιουνίου 1986. Ένα μήνα αργότερα ήταν έτοιμο. Πενήντα μέτρα τούνελ κάτω από το δρόμο. Η συνοδεία σε εκείνο το σημείο κυλούσε γρήγορα αλλά δεν θα είχαν διαφυγή. Στο τέλος αναγκαστήκαμε να επιχειρήσουμε την ενέδρα μόνο διότι τα 400 κιλά εκρηκτικά που έστειλαν από την Κούβα δια θαλάσσης αναχαιτίστηκαν από τους στρατιωτικούς». Και η διαφυγή ήταν αρκετά τολμηρή. Το κομάντο χωρίστηκε σε τέσσερις ομάδες που αποχώρησαν χωριστά χωρίς να μιλήσουν μεταξύ τους. Οι περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένου του Χουάν Κάρλος, επέστρεψαν στο Σαντιάγο πεπεισμένοι ότι ο Πινοσέτ είχε εξολοθρευτεί.«Έξι ώρες αργότερα, όταν τον είδα στην τηλεόραση στη μία τα ξημερώματα, ο κόσμος κατέρρευσε πάνω μου. Είχε ένα δεμένο χέρι. Ήταν ολόκληρος, απλά με ένα χέρι φασκιωμένο». Οι επιζώντες αξιωματικοί της συνοδείας, οι οποίοι αντί να απαντήσουν στα πυρά προσπάθησαν να σώσουν τη ζωή τους πηδώντας στη χαράδρα, περιέγραψαν τους δράστες ως «rambomen», ψηλούς, ξανθούς και οπλισμένους μέχρι τα δόντια. Τόσο που οι στρατιωτικοί, αλλά και πολλοί Χιλιανοί, πείστηκαν ότι ήταν οι αμερικανοί, ηCia. Ο Πινοσέτ δεν ήταν διαφορετικός. Είπε ότι το πρώτο που ένιωσε ήταν να βγει και να πυροβολήσει. Χρωστούσε τη ζωή του στον οδηγό που τον απέτρεψε.
Η κωμωδία συνεχίστηκε για ένα μήνα, μέχρι τις συλλήψεις. «Είδα την ταινία της επίθεσης χίλιες φορές με κλειστά μάτια, – προσθέτει ο Χουάν Κάρλος -, ίσως το λάθος μας ήταν η γωνία ρίψης των Low. Πετάξαμε δέκα ρουκέτες, μόνο τρεις εξερράγησαν. Σήμερα όμως – καταλήγει – χαίρομαι για δύο πράγματα. Πρώτα που είμαι ζωντανός. Το δεύτερο που απέτυχα. Αυτός που πυροβολεί κάνει πάντα λάθος και τότε θα τον είχαμε μετατρέψει σε ήρωα». Στο Παρίσι τώρα είναι βράδυ, ο Χουάν Κάρλος φεύγει. «Έχεις επιστρέψει ποτέ στη Χιλή;» ρωτάω. «Ναι, συχνά. Είμαι ένα φάντασμα γι’ αυτούς. Μου αρέσει να πηγαίνω τον σεπτέμβρη. Εκεί πέρα είναι η ώρα που φεύγει ο χειμώνας και φτάνει η άνοιξη. Τον σεπτέμβριο ο ουρανός πάνω από τις Άνδεις είναι καθαρός, διαυγής, φωτεινός». OMERO CIAI 09 settembre 2001 sez.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος