Η πόρτα ανοιχτή, τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Ο διάδρομος σε χρώμα σομόν, ένας καθρέφτης θαμπός, σακάκι και μια ομπρέλα πεσμένα στο πάτωμα. Τα καφέ έπιπλα στο μπεζ σαλόνι καλυμμένα με σκόνη.
Πάνω απ΄ το τζάκι στέκουν οικογενειακές φωτογραφίες, παλιές. Ο δίσκος γυρίζει άσκοπα στο πικ-απ. Ένα μισοάδειο μπουκάλι κονιάκ και έξι ποτήρια στο τραπέζι, σταχτοδοχείο γεμάτο αποτσίγαρα. Μια δυσάρεστη οσμή πλανιέται. Δυο πιάτα με χαλασμένο φαγητό στο νεροχύτη, πάνω στην κουζίνα υπολείμματα τούρτας, σμήνος από μύγες, ενοχλητικός βόμβος. Οι καρέκλες πεσμένες πίσω, χαρτοπετσέτες και ένα ξερό κομμάτι ψωμιού κάνουν παρέα σε λιγδιασμένα πιρούνια.
Χνάρια που ίσα φαίνονται οδηγούν σε δωμάτιο, γαλάζιοι οι τοίχοι, δυο κρεβάτια στρωμένα, ένα άστρωτο. Στην βιβλιοθήκη εγκυκλοπαίδειες και παραμύθια, πάνω στο γραφείο τετράδιο ανοικτό σε άσπρη σελίδα, ένα μολύβι και μια σβήστρα, διακρίνω ένα όνομα. Παραδίπλα ένα πιο μικρό δωμάτιο βαμμένο στο μοβ της λεβάντας, το κρεβάτι στρωμένο, ένα ζευγάρι παντόφλες-αρκουδάκια. Το παράθυρο ανοιχτό φωνές και γέλια έρχονται απ΄ έξω.
Καταλαβαίνω ποιοι είναι, αεράκι μαζεύει την κουρτίνα στην άκρη, δεν φαίνεται κανείς. Βήματα στο διάδρομο, κάτι έσπασε, μια μπάλα κατρακυλάει αργά έξω απ΄ την πόρτα του δωματίου, πνιχτά γέλια.
Ένα ξανθό αγόρι με φακίδες περιμένει στην ανοικτή εξώπορτα. Κάποιον μου θυμίζει. Με φωνάζει με το όνομα μου, δεν μπαίνει μέσα. Το μολύβι και την σβήστρα μου ζητάει. Δεν θέλει να σβήσω και να γράψω τίποτα στο τετράδιο του, είναι θυμωμένο μαζί μου.
Μεγάλωσα και ξέχασα…