16/09/2020
Ένα γράμμα στον πατέρα. Ένα ταξίδι στις ρωγμές της ίδιας προσωπικής ιστορίας, όπου η ηχώ της συλλογικής ιστορίας των καταπιεσμένων φθάνει ισχυρή. Μετάδοση εμπειρίας, κληροδοτημάτων του εργατικού Εικοστού αιώνα, καθώς και ανίατων καταγμάτων.
Προσωπικές ιστορίες μεταξύ πατέρα και κόρης που είναι ταυτόχρονα ιστορίες ταξικές και του ανήκειν που διέρχονται από τον σύντομο αιώνα των επαναστάσεων. Λογαριασμοί που πρέπει να εξισορροπηθούν, στους οποίους, όπως πάντα, το ανθρώπινο και το πολιτικό κρατούνται αδιάλυτα μεταξύ τους.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία της Barbara Balzerani, και το Lettera a mio padre-Γράμμα στον πατέρα μου, που εκδόθηκε από τον DeriveApprodi, είναι μια κάθοδος και βύθισμα στις ρωγμές της ιστορίας, μεταξύ των απόβλητων της επίσημης ιστορίας δίχως τους οποίους όμως δεν μπορεί να ειπωθεί καμία ιστορία παρά μόνο μεταμορφώνοντας την, και καμία συλλογική οδός απόδρασης από ένα κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στο κέρδος, την εκμετάλλευση και τη μιζέρια, που έχουμε σκεφτεί.
Αυτό είναι το γράψιμο και η αντίληψη της Ιστορίας που προτείνει η Barbara στα βιβλία της, που αναπτύχθηκε με όλο και πιο εκλεπτυσμένη μαεστρία σε αυτήν εδώ και είκοσι πλέον χρόνια λογοτεχνική καριέρα.
Μια προοπτική που επιτρέπει να κατανοήσουμε τις ασυμφωνίες, τα σημεία θραύσης που διαψεύδουν την υποτιθέμενη γραμμικότητα του χρόνου και των γεγονότων. Ένα ταξίδι που ακουμπά το βλέμμα επάνω στους «αόρατους στην εξουσία», που βρίσκονται μέσα στις «παραφωνίες της συλλογικής ζωής», συντρόφους στο ταξίδι που η Μπάρμπαρα συνάντησε στους δρόμους που διέσχισε σε αυτά τα χρόνια δύσκολης αντίστασης, έξω από το ολισθηρό έδαφος του μη ευκρινούς που καταβροχθίζει τα πάντα, εκεί όπου είναι δυνατή η αναλαμπή του φωτός που αποκαλύπτει τους διαβρωτικούς μηχανισμούς ενός συστήματος εκμετάλλευσης συντριπτικού, όπου είναι δυνατή η απροσδόκητη ρήξη, το ανεξέλεγκτο στην εξουσία.
Αλλά και μακριά από τα άγονα πλέον μονοπάτια εκείνου του Εικοστού αιώνα που διέσχισε και που την διέσχισε μέσα στα σπλάχνα. Και από αυτό το ταξίδι επιστρέφει δίνοντάς μας πίσω έναν πολύχρωμο πίνακα, με πολλές φωνές και τόνους, υφασμένο σε πλοκές ασυμβίβαστες στο κεφάλαιο που αναλαμβάνουν ένα πρόσωπο που γίνεται όλο και πιο αναγνωρίσιμο.
Όπως και τα προηγούμενα βιβλία, και το Γράμμα στον πατέρα μου είναι γραφή που γίνεται φιλοσοφία, ιστορία και πολιτική, ένα περαιτέρω βήμα σε εκείνο το έργο έρευνας και ανασύνθεσης ενός κοινού λεξιλογίου, μιας ισχυρής σκέψης ικανών να επανασχεδιάσουν έναν επαναστατικό ορίζοντα ενάντια στο ψέμα του μοναδικού δυνατού κόσμου.
Και που είναι το συνδετικό-κοινό νήμα που διατρέχει όλη τη γραφή της Barbara. Μια παρτιζάνικη κληρονομιά που χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ για να προσανατολιστούμε. Ένα γράμμα στον πατέρα για να του πει πώς τρέχει ο κόσμος από τότε που αυτός δεν υπάρχει πλέον, για να του πει ότι σε αντίθεση με τον κόσμο του όπου αγωνίζονταν για το απαραίτητο, τώρα οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν για και από την κατανάλωση, μέσα στη μιζέρια.
Ένας εργάτης χωρίς εργοστάσιο κατ’επιλογή, από εκείνους των αρχών του περασμένου αιώνα, οι οποίοι μεγάλωσαν πριν από την έλευση της μιας χρήσης, της σειράς, που κάνει την πρακτική εμπειρία, την ικανότητα των χεριών να επισκευάσουν, τoν χαρακτήρα-την ευφυία της πρακτικής δημιουργικότητας να βρίσκει λύσεις, την αξία του και το κριτήριο για να μετρήσει την αχρηστία των αφεντικών.
Πώς ήταν δυνατόν ακριβώς αυτός ο ίδιος να πέσει στη θανατηφόρα ιδιωτική εξαπάτηση του φασισμού, στην έλλειψη εμπιστοσύνης στους όμοιους του, στην παραπλανητική προοπτική της ατομικής σωτηρίας;
Τι τον κράτησε, χρόνια αργότερα, από το να υποστηρίζει και να μοιράζεται – μαζί με αυτούς τους άλλους πατέρες του συνεργείου – λόγους αιτίες και ψωμί με τους εξεγερμένους της μοναδικής και τελευταίας επαναστατικής προσπάθειας στην ιστορία του Εικοστού αιώνα; Επανεξέταση ενός κατάγματος που δεν επουλώθηκε ποτέ σε προσωπικό και ιστορικό επίπεδο.
Πώς ήταν δυνατόν να πέσει στα γρανάζια της συμβατότητας με την ψευδαίσθηση ότι είχε δραπετεύσει, να γονατίσει στην παραίτηση ενός κόσμου που λέγεται πως πρέπει πάντα να κυριαρχείται από την αδικία εκείνων που είναι υπεύθυνοι και διοικούν, στην εξαπάτηση των αφεντικών που είναι σε θέση να αλέσουν, να απορροφήσουν και να μεταμορφώσουν, να αφοπλίσουν τα μυαλά, να μπερδέψουν καταπιεσμένους και καταπιεστές αδιακρίτως, με τη ρητορική εξαπάτησης και αλλοίωσης της αλήθειας των αειθαλών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων εθνικής αλληλεγγύης;
Ερωτήσεις που μας βυθίζουν στις άλυτες αντιφάσεις του περασμένου αιώνα, αλλά παραμένουν ανοιχτές, στη ρίζα μιας ήττας που μας έχει παγιδεύσει. Κι όμως ακριβώς την κληρονομιά της γνώσης και της εμπειρίας εκείνου του πατέρα, ενός πατέρα μας, μπορούμε να την διατρέξουμε ξανά, για να διασχίσουμε την ιστορία με έναν άλλο τρόπο, που μπορεί να μας βοηθήσει σήμερα, σε μια εποχή που τρέχει με την ασυναγώνιστη-απρόσιτη ταχύτητα των 5G.
Που μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τη συγκεκριμένη πραγματικότητα που κρύβεται μέσα στην τεχνητή νοημοσύνη. Έχουμε ανάγκη ενός άλλου χρόνου. Στην διήγηση προς τον πατέρα, αυτό που άφησε εκείνος ως αξία συνεχίζει να είναι αυτό που κρατά τον κόσμο, γιατί χωρίς τα εξειδικευμένα χέρια, χωρίς την υλικότητα των σωμάτων, η τεχνητή νοημοσύνη και η άυλη οικονομία που μας κυβερνούν δεν μπορούν να στηριχθούν.
Να απελευθερωθούμε από τον απάνθρωπο χρόνο του κεφαλαίου, ανακτώντας την κατοχή εκείνης της πρακτικής γνώσης – της χειρονομίας και της αντίληψης που μοιάζουν με εκείνες του τεχνίτη, καρπό μιας εμπειρίας που παραδόθηκε και που έχει επιλέξει υλικά και εργαλεία κατάλληλα για την πραγματοποίηση όχι μόνο του χρήσιμου και ανθεκτικού αλλά επίσης και του όμορφου, αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος των ανθρώπινων όντων, σε μια μακρά και ακανόνιστη ιστορία, φτιαγμένη από διακλαδώσεις, από δρόμους που δεν ασκούνται, θαμμένους και ξεχασμένους κάτω από τα ερείπια του γρήγορου χρόνου της προόδου – σήμερα μπορεί να είναι η συλλογική οδός διαφυγής για να ξεφύγουμε από το σύστημα εκμετάλλευσης και καταστροφής που υφιστάμεθα, μέχρι να το καταστρέψουμε, ξεθάβοντας το μη εκφρασμένο, εντοπίζοντας το δυνητικά εφικτό που βρίσκεται στο παρελθόν, γράφει η Silvia De Bernardinis.
Σε αυτόν τον φανταστικό διάλογο με τον πατέρα, ο οποίος στην εξέλιξη θυμίζει την μπρεχτική επική σε μερικά αποσπάσματα, η Μπάρμπαρα ξαναπαίρνει και εμβαθύνει τον λόγο που ξεκίνησε στο Το ήξερα από πάντα-L’ho sempre saputo, μια έρευνα στην ιστορία και στην κληρονομιά των νικημένων, των όπλων της πρακτικής κριτικής που παρέμειναν ανέπαφα μέσα στη σύγκρουση με το κεφάλαιο, που άντεξαν στη θύελλα της προόδου.
Και ανάμεσα στα πρακτικά-θεωρητικά ερείπια του επαναστατικού Εικοστού αιώνα, αναζητά αυτό που μπορεί να είναι ακόμα χρήσιμο, σπασμένα νήματα για να ξαναδεθούν, θέτοντας ωστόσο την επείγουσα ανάγκη να ξεφύγουμε από αυτό που είναι σήμερα νεκρό βάρος και που είναι επίσης ένας από τους λόγους που επέτρεψαν στον εχθρό να αυξήσει την αγριότητα του, ατιμώρητος.
Όχι την επίθεση στο Χειμερινό Ανάκτορο – και με αυτή την κοινωνική επιστήμη που την υποστήριξε – αλλά σαμποτάζ των θεμελίων, απομάκρυνση από τις συμβατότητες, πύλες προς τα γρανάζια του κεφαλαίου.
Απομάκρυνση ως διαδρομή διαφυγής που διαβρώνει εκείνα τα θεμέλια και ταυτόχρονα χτίζει άλλες μορφές συλλογικής ζωής.«Καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», συνεχίζει να δείχνει η πυξίδα.
Από την ιστορία των πρακτικών του αγώνα και της αντίστασης που μας φτάνουν από το Κουρδιστάν στη Zad, από τα κίτρινα Γιλέκα έως τους ζαπατίστας, στους αργεντινούς εργάτες σε αυτοδιαχείριση που ακυρώνουν τον καταμερισμό της εργασίας, έως τους παράνομους και παράτυπους, όλο και περισσότερους, από τις περιφέρειες της αποικιοκρατικής Δύσης, μια νέα κοινωνική επιστήμη αναδιαμορφώνεται.
Είναι ο καρπός της πρακτικής εμπειρίας αυτών που οργανώνονται στο όνομα της αυτοδιάθεσης, της αυτοκυβέρνησης. επανενεργοποιώντας τις κοινωνικές σχέσεις και την κουλτούρα της γειτνίασης, που ουσιαστικά σημαίνει την ανοικοδόμηση συνδετικών ιστών αλληλεγγύης χωρίς να αφήνονται να εξουδετερωθούν από μια εξουσία που έχει δείξει πόσο εύκολο της είναι να την κάνει δική της και να την πνίγει στα πλοκάμια της, μειώνοντάς την σε ένα συμπονετικό εμπορικό spot χωρίς κόστος για αυτοματοποιημένους βουλιμικούς καταναλωτές · πλοκές συμμαχιών, αμοιβαίας βοήθειας, κατσαβίδια για να μπλοκάρουν τα γρανάζια, περιοχές που πρέπει να καταληφθούν και να υπερασπιστούν, επειδή είναι δυνατή η ζωή χωρίς αφεντικά, και είναι προϋπόθεση για την ανάκτηση της αξιοπρέπειας ως ανθρώπινης κοινότητας. “Μέχρι να γίνει συνήθεια η αξιοπρέπεια», όπως ακούγεται-αντηχεί από τις πλατείες της Νότιας Αμερικής σε εξέγερση.
Η πράξη που σχετίζεται με το φαντασιακό που διακρίνει τις αιρέσεις είναι αυτή που ρέει στις σελίδες του βιβλίου, το οποίο βασικά είναι αυτό που φέρνει, που κουβαλά μαζί της η Barbara από την πολιτική της ιστορία, μια σελίδα της ιστορίας που γράφτηκε από τους καταπιεσμένους που σηκώνουν το κεφάλι τους, μη διαπραγματεύσιμη, που βρίσκεται στο αίμα και στη σάρκα, όχι μια παρένθεση της ζωής.
Που βρίσκεται στη γραφή, πυκνή, πολυεπίπεδη στα νοήματα, που αναζητά, επιλέγει και σμιλεύει τις λέξεις με τη φροντίδα και τη γνώση του τεχνίτη. Το Lettera a mio padre είναι ένα βιβλίο που ελευθερώνεται από το βάρος μιας μαρξιστικής παράδοσης που έχει δείξει τις χορδές εστιάζοντας στην ιδέα της ανάπτυξης και της παραγωγικότητας.
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων – όπως αποδεικνύεται από τις ιστορικές εμπειρίες που βιώθηκαν, αν και μέσα στο χειραφετικό τους πεδίο και στην ιστορική τους σημασία – υπήρξε ανίκανη να διαταράξει, να διαρρήξει τη λειτουργία του κεφαλαίου.
Χρησιμοποίησε, ανατρέποντάς τους, τους ίδιους μηχανισμούς και την ίδια λογική με τον ανταγωνιστή της, και παρέμεινε μπλεγμένη μέσα στη δυτική ιδέα της προόδου ίδια του καπιταλισμού. Η μαρξιακή αντίληψη της ιστορίας σκόνταψε στο συνεχές της Ιστορίας, ανίκανη να ξεφύγει από αυτό επιτρέποντας στο κεφάλαιο να δίνει τον ρυθμό του.
Από αυτά τα όρια ξεκινά ο στοχασμός της Μπάρμπαρα, η οποία εισέρχεται και κάνει δική της την ετεροδοξία του Μπένγιαμιν, που υιοθετήθηκε τα τελευταία χρόνια από τον Agamben. Επανενεργοποιεί την ιδέα της αναστολής της ομοιογενούς και προοδευτικής ροής του χρόνου, της αναστολής στην οποία ορμάει μέσα ο καιρός, η σύλληψη του χρόνου, η σωστή στιγμή αφαιρείται από τη βιασύνη της προόδου ενάντια στη λάμψη του στόχου στο μακρινό μέλλον.
Η επανάσταση ως «φρένο έκτακτης ανάγκης», με τα λόγια του Benjamin, που μας θυμίζει πως η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι ο κανόνας. “Ο χρόνος, μπαμπά, ο χρόνος», γράφει η Μπάρμπαρα, γιατί δεν υπάρχει αλλαγή στον κόσμο χωρίς αλλαγή του χρόνου.
Να «πυροβολήσουμε στα ρολόγια», όπως έκαναν οι κομμουνάροι, μας θυμίζει η ιστορία των καταπιεσμένων, και μας δείχνει το χέρι του εργάτη που μπλοκάροντας τη γραμμή συναρμολόγησης τινάζει στον αέρα την τάξη και τον χρόνο, γιατί ο χρόνος της ρήξης είναι πάντα παρών χρόνος.
Κοινοτικός κομμουνισμός, αμοιβαία βοήθεια, κοινοτική οικονομία, αυτοδιοίκηση, αυτονομία που βασίζεται στην κοινή χρήση, είναι η πρακτική-εννοιολογική κληρονομιά που βρίσκεται στις ρωγμές της ιστορίας μας – που αναδύονται βουρτσίζοντας την ιστορία κόντρα-στην αντίθετη κατεύθυνση, όπως μας λέει ο Μπέντζαμιν, όπως μας λέει η Μπάρμπαρα η οποία πηγαίνει να τα ανακτήσει μέσα στην ιστορία των καταπιεσμένων, όπου εκδηλώνονται σε πρακτικές αντίθετες με την καπιταλιστική συμβατότητα, στον γραμμικό χρόνο σε εξέλιξη – και που αντηχούν ξανά με τον ίδιο τρόπο μέσα στις ιστορίες των άλλων, που έχουν συνθλιβεί κάτω από έναν ισχυρισμό, μια απαίτηση παγκοσμιότητας που ανήκε και στη μαρξιστική παράδοση, από την οποία πρέπει να ελευθερωθούμε αντιλαμβανόμενοι την πειστικότητα τους, το αμετακίνητο.
Έχουμε το κατσαβίδι για να μπλοκάρουμε τα γρανάζια, μας το δείχνουν τα «απόβλητα» στις τέσσερις γωνίες του πλανήτη, εκείνα που κι εμείς θεωρήσαμε τίποτα περισσότερο από «επιζώντες», όπως η ανθρωπολογία, η κατ’εξοχήν επιστήμη της αποικιοκρατίας, μας έχει προτείνει ισχυριζόμενη ότι εξηγεί στους Άλλους όποιοι ήταν αυτοί.
Υπάρχει μια γνώση και υπάρχουν εξαρτήματα, στο περιθώριο, που έχουν συνεχίσει να μεταδίδονται με την πάροδο του χρόνου μέσω των γενεών, σχεδόν παράνομα μέσα στην ασυμβατότητά τους με το κεφάλαιο, σαν φωτιά που σιγοκαίει κάτω από τις στάχτες της δυτικής κεντρικότητας του εικοστού αιώνα.
Μας δείχνουν ότι μπορούμε να αναδημιουργήσουμε κοινότητες, να ξαναδημιουργήσουμε την ύπαρξη – το ανήκειν, καθήκοντα που δεν μπορούν να πάρουν αναβολή για να πολεμήσουν την καπιταλιστική καταστροφή.
Να πάρουμε ένα κατσαβίδι – να επανοικειοποιηθούμε γνώση και χειρονομία – σημαίνει να απελευθερωθούμε από την αλυσίδα της απευθυνοποίησης που μας έχει μειώσει – μας έχει καταντήσει σε κατάσταση νηπιακής ηλικίας, σπρώχνοντας πίσω την αρχή της ανάθεσης και της παθητικότητας, και να ενεργούμε συνειδητά για να χτίσουμε έναν χρόνο και έναν αυτοπροσδιοριζόμενο κόσμο, απαλλαγμένο-ελεύθερο από τα αφεντικά.
Για να επαναπροσδιορίσουμε, να δώσουμε νέο νόημα, να οικοδομήσουμε ένα κοινό λεξιλόγιο που να συνδέει τις λέξεις-τα λόγια με την εμπειρία, με το πραγματικό έδαφος και με τις διαπροσωπικές και συλλογικές σχέσεις που τις δημιούργησαν, αποξύνοντας τες από τα ιδεολογικά ιζήματα και επαναπροσδιορίζοντάς τες από τις πράξεις που τις τεκμηριώνουν, που τους δίνουν ουσία. Για μια πολιτική πράξη-praxis που κατά την δημιουργία της να μπορεί να σηματοδοτήσει εκ νέου τον κομμουνισμό, να σημαίνει εκ νέου κομουνισμό. Η ώρα είναι τώρα.
Η ποιητική του εικοστού αιώνα στο τελευταίο μυθιστόρημα της Barbara Balzerani
Επιστολή στον πατέρα μου-Lettera a mio padre
Η Barbara Balzerani δημοσιεύει το τελευταίο της μυθιστόρημα με τον DeriveApprodi. Το έβδομο σε μια σειρά τόμων, συμπεριλαμβανομένων επιτυχημένων νέων εκδόσεων και μη δημοσιευμένων κειμένων.
Μια συγγραφέας γνωστή, φυσικά, για τα γεγονότα που σχετίζονται με την πολιτική της στράτευση, αλλά αγαπημένη και για τις ποιητικές της, ικανή να μεταφέρει περίπλοκα και μερικές φορές ακανθώδη θέματα σε λογοτεχνική μορφή.
Μια συγγραφέας που συνέδεε πάντα τις βιογραφικές της εμπειρίες με την ικανότητα μαρτυρίας μέσω της γραφής. Η Lettera a mio padre μιλάει για εργασία, που άλλαξε τόσο πολύ από την εποχή που οι εργάτες φορούσαν τις θρυλικές μπλε φόρμες, εκείνης της εργατικής δουλειάς και των χεριών που σήμερα φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί.
Με την προοδευτική μείωση της χειροτεχνικής εργασίας και των χεριών, αυτό που έχει χαθεί είναι, στην πραγματικότητα, ένας τεράστιος πλούτος γνώσεων και πρακτικών, χειρονομιών και δραστηριοτήτων που σταδιακά ενσωματώνονται στα μηχανήματα.
Η διήγηση είναι ένας φανταστικός διάλογος μεταξύ μιας κόρης και ενός πατέρα, αναζητώντας μια διέξοδο από τον μηδενισμό τoυ παραλογισμού των εμπορευμάτων που κυριαρχεί σε κάθε κοινωνική σχέση.
Μια επανερμηνεία των αλλαγών που έχει προκαλέσει ο καπιταλισμός στον κόσμο της εργασίας και, από την άλλη πλευρά, των κινημάτων που του αντιτίθενται σήμερα, των στόχων και των μορφών αντίστασης τους.
Στην διήγηση η έμφαση τοποθετείται στις πραγματικότητες που διαδίδουν τις συγκρούσεις στον κόσμο σε διαφοροποιημένες μορφές αλλά ενωμένες από τις αξίες της αυτοδιάθεσης και της αυτοκυβέρνησης στις αρχές της δεκαετίας του Εβδομήντα στρατεύεται στην εργατική Εξουσία-Potere operaio, μετά στις Brigate rosse-ερυθρές Ταξιαρχίες.
Στο τέλος μιας μακράς φυγοδικίας συνελήφθη και εξέτισε 25 χρόνια στη φυλακή. Ο DeriveApprodi δημοσίευσε όλα τα έργα της, μεταξύ των οποίων, Compagna luna-Συντρόφισσα Σελήνη, Let the sea enter- Lascia che il mare entri-Άφησε τη θάλασσα να μπει, Πάντα το ήξερα-L’ho sempre saputo.
Μιχάλης