Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Όπως θυμούνται οι παλιοί και όπως δεν πρόλαβαν να δουν οι νέοι Καβαλιώτες, ο Ναυτικός Όμιλος Καβάλας διέθετε ως κολυμβητήριο τον θαλάσσιο χώρο του λιμανιού παράλληλα προς τον μικρό λιμενοβραχίονα. Εκεί οι προπονήσεις, εκεί οι κολυμβητικοί αγώνες, εκεί κι ένας βατήρας για τις καταδύσεις, εκεί ο Γιάννης και ο Πέτρος Χαϊνάς, εκεί οι αδελφοί Τσαρτσάρη, ο Νίκος Γκόρφης, ο Τάκης Καραουλάνης, ο Βύζικας και όλα τα παλιότερα και νεότερα αστέρια του Στριφτούλια, που από τότε κυριαρχούσαν στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη, σαρώνοντας όλα τα μετάλλια, μέχρι που οι Σέρρες πρώτα (Καραμανλήδες γαρ…) και η Δράμα κατόπιν απόχτησαν κλειστά κολυμβητήρια, οπότε μπόρεσαν ν’ αναστρέψουν τα μέχρι τότε δεδομένα.
Στο χώρο του Ναυτικού Ομίλου λειτουργούσε και το κέντρο διασκέδασης «Ν.Ο.Κ.», ιδιοκτησίας του Λιμενικού Ταμείου, το οποίο διηύθυνε τότε ο Θανάσης Χατζηανέστης. Η ορχήστρα που διέθετε το κέντρο ήταν πράγματι θαυμάσια. Τα μέλη της εύκολα αφομοίωναν τραγούδια που για πρώτη φορά άκουγαν στον κινηματογράφο, τα πρόβαραν αυθημερόν και τα παρουσίαζαν το βράδυ, έτσι που οι θαμώνες απορούσαν για το πότε κόλας τα είχαν μάθει…
Στο σαξόφωνο ήταν ο Σωτήρης Νάτρας (τώρα στην Αμερική), στο αρμόνιο και στην τρομπέτα ο Παύλος Γαλακτερός, ο Σούλης Κατσάνος στο μπάσο και στο τραγούδι, ο Μανόλης Τζίμας κιθάρα και φωνάρα, ο Κυριάκος Μιμίδης στο μπουζούκι και ο Δήμος Τσιμέρογλου στα ντραμς.
Ο Παύλος παρά το νεαρό της ηλικίας του ήταν φτασμένος μουσικός, σπουδαγμένος στο Ωδείο και δεξιοτέχνης στο πιάνο, στην τρομπέτα και στο σαξόφωνο. Στα ντουέτα με το Σωτήρη εύκολα μπορούσες να διακρίνεις το ταλέντο και των δυο. Ο κυρ – Θανάσης Γαλακτερός ήταν τενεκετζής στο Σούγιολου, στην αρχή της Θεοδώρου Καβαλιώτου, λιγομίλητος, νοικοκύρης και η γυναίκα του ένα κομμάτι μάλαμα. Το μοναχογιό τους τον μεγάλωσαν με όλα τα καλά. Αλλά και ο Παύλος, όταν η μάνα του τον χρειάστηκε, τα παράτησε όλα στην Αθήνα και ήρθε στην Καλλιράχη της Θάσου για να τη γηροκομήσει. Και πήρε πολλές ευχές μέχρι που πριν λίγους μήνες η γερόντισσα μάνα του τράβηξε για τον Αληθινό…
Το 1968 είχε σημειωθεί μια μικρή σεισμική δόνηση που έγινε αισθητή στην Καβάλα. Απόκριες λοιπόν και από νωρίς τα μέλη της ορχήστρας του «Ν.Ο.Κ.» συνεννοούνται και μόλις εμφανίζεται ο Παύλος, αρχίζουν να συζητούν φωναχτά μεταξύ τους για το ότι είπε τάχα το ραδιόφωνο πως θα γίνει σεισμός στις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Ήθελαν να κάνουν τον Παύλο να φοβηθεί, κάτι που τελικά το πέτυχαν. Ο Παύλος έπιασε από κοντά το Γιώργο Πετσαγγουράκη τον κιθαρίστα και του λέει: «Σε παρακαλώ, Γιώργο, στις δώδεκα παρά δέκα να με ειδοποιήσεις!». Ο Γιώργης έκρυψε επιμελημένα το χαμόγελό του…
Το πρόγραμμα άρχισε και η ώρα περνούσε ευχάριστα, οι θαμώνες χόρευαν και όλοι έκαναν κέφι. Στις δώδεκα ακριβώς άρχισαν να κουνιούνται τα κρεμασμένα μπαλόνια και τα λαμπιόνια, τα είχαν φυσήξει οι «μουργκέλες», όλα είχαν στηθεί για να εξαπατηθεί ο Παύλος. Ο τελευταίος βλέπει ξαφνικά τις κρεμασμένες μπάλες πάνω από το πάλκο να κουνιούνται, πετάγεται έντρομος και τρέχει έξω να γλυτώσει. Ο κόσμος μένει άναυδος. Πολλοί πίστεψαν πως είναι Αποκριάτικο αστείο. Πάντως το γέλιο που έπεσε στη συνέχεια ήταν πραγματικός σεισμός. Το διάλειμμα αναγκαστικά έγινε πριν την ώρα του…
Το καλοκαίρι του ’69 ο Παύλος έφυγε για καριέρα στην Αθήνα και το φθινόπωρο τον ακολούθησε ο Σούλης. Στην ορχήστρα μπήκε ο Γρηγόρης Χρηστίδης (πιάνο, κιθάρα και φωνή). Για ένα διάστημα ο Χατζηανέστης σταμάτησε την ορχήστρα ως πολυδάπανη. Ωστόσο το κέντρο είχε συνδεθεί τόσο πολύ με τους μουσικούς, ώστε δεν θα μπορούσε χωρίς αυτούς να επιβιώσει. Από την άνοιξη κι έπειτα μπορούσε ασφαλώς να λειτουργεί ως αναψυκτήριο τα πρωινά και τ’ απογεύματα, τα βράδια όμως τα έσοδα ανέβαιναν εντυπωσιακά με τα ποτά.
Το καλοκαίρι του ’70 στο πιάνο είναι ο Γρηγόρης Χρηστίδης, στο σαξόφωνο ο Σωτήρης Νάτρας, τρομπέτα ο συμμαθητής του Γαλακτερού, ο Νίκος Τοκατλής, ο Κυριάκος Μιμίδης μπάσο και μπουζούκι και ο Λάκης Καρδαράς στα ντραμς. Ο Τοκατλής συχνά τις Τετάρτες ερχόταν πιο αργά, γιατί συμμετείχε με την μπάντα του Δήμου σε συναυλίες στην Πλατεία Ελευθερίας. Ο Νάτρας από νωρίς, κατά τις πέντε, πήγαινε με τον κουβά και τις πετονιές στο Ν.Ο.Κ. για να ψαρέψει μέχρι που να ‘ρθει ο Τοκατλής κατά τις εννιά.
Μια Τετάρτη λοιπόν το βραδάκι δόλωσε τις πετονιές και τις έριξε στο λιμάνι, παραδίπλα από τη «Ναυκρατούσα», πίσω ακριβώς απ’ το κουβούκλιο του πάλκου. Νύχτωσε και άρχισε το πρόγραμμα και κάπου κάπου ο Σωτήρης έβλεπε μέσα από τα φινιστρίνια, αν κουνιούνται οι πετονιές. Εκεί κοντά σ’ ένα τραπέζι τρεις Πειραιώτες τον μπανίζουν και ειρωνικά χαμογελούν. Σε μια στιγμή ο Σωτήρης βλέπει μια πετονιά να τρέμει. «Παίξε γρήγορα!», λέει στο Γρηγόρη κι ο ίδιος πηγαίνει τρέχοντας πίσω, ανεβάζει το ψάρι, το ρίχνει στον κουβά, δολώνει και ξαναρίχνει. Γυρίζει πάλι τρέχοντας στο πάλκο με το σαξόφωνο κρεμασμένο απ’ το λαιμό και συνεχίζει να παίζει αλαφιασμένος.
Οι τρεις Πειραιώτες ζητούν από το σερβιτόρο το λογαριασμό. Πρωί πρωί την επαύριο πρέπει να περάσουν στη Θάσο για δουλειές. Σπεύδει ο Σταύρος ο Καρπόζηλος, ώριμος, σοβαρός, ντυμένος στην τρίχα με παπιγιόν, άνθρωπος που ενέπνεε το σεβασμό και κέρδιζε την εμπιστοσύνη όλων, πραγματικός κύριος. Ο Χατζηανέστης στη χειμερινή σάλα διαβάζει μακάριος και αμέριμνος την εφημερίδα του. Σε λίγο γυρίζει ο κύριος Σταύρος. «Εξήντα δραχμές, παιδιά», τους λέει ευγενικά και κοφτά. «Πολύ ακριβά», του απαντούν οι Πειραιώτες. «Ναι, αλλά έχουμε και ορχήστρα…». «Ποια ορχήστρα; Ο ένας είναι ψαράς και ο άλλος ψάχνει να βρει τις νότες!».
Όχι, δεν είχε κάνει λάθος ο «Ατζάρης» ο Χρηστίδης. Απλά είχε αιφνιδιαστεί από την ξαφνική αποχώρηση του «ψαρά» από το πάλκο. Ήταν μια στιγμή αμηχανίας. Δεν είναι και λίγο να μειώνεται εξαίφνης κατά ένα μέλος η ορχήστρα και στη συνέχεα πίσω από το κουβούκλιο ν’ ακούγεται μες στον κουβά ο θορυβώδης σπαρταριστός χορός μιας εύσωμης καμπανάρας…