Γράφει ο φιλόλογος Μιχάλης Μαλαμίδης
Τις τελευταίες ημέρες γίνεται πολύς λόγος για θέματα παιδείας, κυρίως δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ένα απίστευτο αλαλούμ, με πισωγυρίσματα και προχειρότητες, που μπέρδεψαν όχι μόνο τους μαθητές και τους γονείς τους, αλλά και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.
Ως παλιός εκπαιδευτικός και με την επιθυμία να συμβάλω στον προβληματισμό για το νέο σχολείο, καταθέτω ένα μικρό κείμενο προβληματισμού σκαλίζοντας τη βιβλιοθήκη μου και με στόχο: “ να μη βλάψω την παιδεία το ίδιο” κατά τον Αλεξανδρινό, όπως έκαναν και κάνουν οι τρεις υπουργοί της κυβέρνησης.
Ένας μικρός μαθητής της γ΄ τάξης, χλωμός και κοκκινομάλλης, ο Νικολιός- αναφέρει ο Καζαντζάκης στο έργο του « Αναφορά στον Γκρέκο»- μια μέρα έβλεπε το δάσκαλό του, τον Περίανδρο Κρασάκη να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει πάνω στην έδρα, μιλώντας για φωνήεντα, μακρά και βραχέα και για οξείες και περισπωμένες. Έξω η ζωή έσφυζε. Άνοιξη, χαρά Θεού! Πράσινο και κελαηδίσματα πουλιών. Ο Νικολιός δεν άντεξε. Σήκωσε το δάχτυλο και φώναξε:
-Σώπα, δάσκαλε! Σώπα να ακούσουμε το πουλί που κελαηδάει!
Φράση σταθμός για την εκπαίδευση. Ιδού συμπυκνωμένη η κακοδαιμονία της εκπαίδευσης
Δάσκαλοι και μαθητές μιλούν την ίδια γλώσσα και συχνά δεν καταλαβαίνονται. Δεν επικοινωνούν, γιατί δε λειτουργεί αποτελεσματικά ο πομπός, ώστε να φτάσει το εκπεμπόμενο μήνυμα στο δέκτη.
Επικοινωνώ σημαίνει ρίχνω γέφυρα επαφής. Κοιτάζω τον άλλο κατάματα και εισχωρώ στο είναι του. Έρχομαι στη θέση του. Τον καταλαβαίνω. Κι αυτός με ακούει, με παρακολουθεί, με προσέχει. Μοιράζομαι τα συναισθήματα μαζί του. Συμμετέχω εσώψυχα. Οικοδομώ σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης. Γιατί ως πομπός, στην περίπτωσή μας, δεν είμαι απλό φωνοακουστικό μηχάνημα, που βγάζει ήχους. Είμαι καρδιά πάλλουσα, στην οποία συναιρούνται σκέψεις και συναισθήματα.
Επικοινωνώ σημαίνει ότι είτε ως διευθυντής είτε ως καθηγητής, καθοδηγώ τα συναισθήματα των συνεργατών μου ή των μαθητών μου σε θετική κατεύθυνση. Προκαλώ ενθουσιασμό, αισιοδοξία και πάθος για δουλειά, σε συναισθηματικό κλίμα συνεργατικότητας και συνοχής, με αποτέλεσμα οι καθηγητές ή οι μαθητές να βγάζουν στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό τους, μεταφέροντας στο σπίτι υψηλά επίπεδα αυτοεπίγνωσης, ενσυναίσθησης, κατανόησης και αρμονικών σχέσεων. Αυτά τα στοιχεία, άλλωστε, συνιστούν τη συναισθηματική νοημοσύνη, που πολύς λόγος γίνεται τελευταία.
Και πρακτικά ως επικοινωνιακός διευθυντής ή ως επικοινωνιακός καθηγητής δε θυμώνω ή, τουλάχιστον, συγκρατούμαι και αποκρύπτω το θυμό μου. Δεν εκφοβίζω, δεν διατείνομαι τον παντογνώστη. Ακροώμαι το δάσκαλο και το μαθητή αντίστοιχα. Δε δείχνω εξουσία. Δεν κάνω διακρίσεις. Δεν ομαδοποιώ και δε διαφωνώ προκλητικά ή εριστικά. Δε δείχνω περιφρονητική συμπεριφορά.
Ως επικοινωνιακός διευθυντής ή καθηγητής μοιράζομαι αφειδώλευτα το χαμόγελό μου. Εκδηλώνω αγάπη και καταδεκτικότητα, προσήνεια και ευπροσηγορία, καλοσύνη και υποχωρητικότητα, ανεκτικότητα και εξυπηρετικότητα προθυμία και ζεστασιά. Δείχνω στάση ειλικρινή και εκφέρω λόγο φιλαληθή. Νιώθω ότι υπηρετώ το διδάσκοντα, το μαθητή, το γονιό. Προτιμώ να διακονώ παρά να διακονούμαι. Διαχέω την αγάπη μου προς τους καθηγητές και τους μαθητές. Νιώθω τα προβλήματά τους, προβλήματά μου.
Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτή την επικοινωνία γεννιέται και τροφοδοτείται η παιδαγωγία και το έργο μου γίνεται ευχάριστο και αποδοτικό. Έτσι ο μαθητής, όπως επισημαίνει ο B. Russel, αργά ή γρήγορα, θα ευγνωμονεί το Δάσκαλό του λέγοντας:
Μ’ έμαθες, Δάσκαλε, να μην κατηγορώ, γιατί μου’ δειξες την οδό του διαλόγου.
Μ’ έμαθες, Δάσκαλε, να μην καυγαδίζω, γιατί μου καλλιέργησες το ομαδικό πνεύμα.
Μ’ έμαθες, Δάσκαλε, να μην είμαι ντροπαλός, γιατί δε με ειρωνεύτηκες.
Μ’ έμαθες, Δάσκαλε, να είμαι υπομονετικός, γιατί μου έδειξες κατανόηση.
Μ’ έμαθες, Δάσκαλε, να έχω εμπιστοσύνη, γιατί σε κάθε δυσκολία μου με ενθάρρυνες.
Μ’ έμαθες, Δάσκαλε, να εκτιμώ, γιατί τροφοδοτήθηκα με τον έπαινό σου.
Μ’ έμαθες, Δάσκαλε, να είμαι δίκαιος, γιατί ζούσα σε ατμόσφαιρα δικαιοσύνης που εσύ καλλιέργησες. Τέλος,
μ’ έμαθες, Δάσκαλε, να βρίσκω και να μοιράζομαι την αγάπη μέσα στον κόσμο, γιατί ζούσα σε ατμόσφαιρα παραδοχής και φιλίας.