Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Κάνα δυο ντουζίνες ζευγάρια μάτια πρέπει να ήταν που με κάρφωσαν καθώς άνοιξα την πόρτα του καφενέ. Μάτια σβηστά και θεοσκότεινα σαν τις κάννες των καρυοφυλλιών της επανάστασης, που στραμμένα κατεπάνω μου με σημάδευαν σαν να ήμουνα ο Τούρκος κατακτητής ή κανένας λήσταρχος, ο λήσταρχος Νταβέλης ας πούμε. Ξαναζωντανεμένος. Έτσι τα μάτια τους μου φάνηκαν εκείνη τη στιγμή και για τούτο έμεινα για λίγο ακίνητος και κάπως φοβισμένος. Λίγο ακόμα και θα σήκωνα ψηλά τα χέρια μου, καθώς μια παραίσθηση με τύλιξε μέσα στο μισοσκόταδο και με πήγε στα χρόνια τα παλιά. Στων λημεριών των λήσταρχων τα μέρη η αίσθηση με πήγε, και αυτό νομίζω μου συνέβη, γιατί λίγο πριν είχαμε επισκεφτεί το γεφύρι του Κόκκορη, όπου ήταν κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων του τόπου για κάποια χρονική περίοδο εκείνα τα χρόνια, το λημέρι και o κρυψώνας του Νταβέλη.
Τα μάτια μου πριν μπω στον καφενέ, συνηθισμένα απ’έξω ήταν. Από το έντονο τού χειμωνιάτικου ήλιου το φως, που γίνονταν ακόμα εντονότερο από το αντιφέγγισμα τού σαν κρυσταλλωμένη άχνη ζάχαρη, χιονιού. Εδώ και μέρες πολλές, η Χιόνη, η θυγατέρα του θεού Νείλου και της Ωκεανίδας Καλλιρρόης, είχε φροντίσει να ντύσει στα λευκά τα βουνά ολόγυρα. Ως κάτω χαμηλά στα Γιάννινα έφτασε το χιόνι. Κρύο πολύ έκανε, παγωμένες ριπές αέρα κατέβαιναν απ’τα βουνά, και έτσι κάτασπρος όπως ήταν ο τόπος γύρω και ο ήλιος καταφώτεινος, μου θάμπωνε τα μάτια. Για τούτο, η Άρπυια Ίρις, στένεψε τις κόρες των ματιών μου και εκείνες συστάλθηκαν κι έγιναν δυο μικρές μαύρες βουλίτσες, και αυτό σαν αποτέλεσμα είχε, καθώς άνοιξα την πόρτα και μπήκα στον σκοτεινό τον καφενέ, να χάσω για λίγο το φως μου.
Σας έτυχε ποτέ να μπείτε ανέγνωρος σε καφενέ μικρού χωριού ή ακόμα ως ξένος να περπατήσετε στην πλατεία ενός τέτοιου χωριού και νά’ ναι κιόλας Κυριακή κι αμέσως μάλιστα μετά το σχόλασμα της εκκλησιάς;
Ολονών τα μάτια πάνω σας θα καρφωθούν και θα ακούτε γύρω τριγύρω σας μουρμουρητά και σιγοψιθυρίσματα.
“Θκος μας είν τούτος ο αξιούραγος ωρέ;”
Για εκείνα τα χρόνια μιλώ. Όχι πώς και τώρα δεν συμβαίνει το ίδιο, μα έχουν κάπως συνηθίσει των χωριών οι κάτοικοι. Όσοι βέβαια έχουν απομείνει. Γέροντες και γερόντισσες της ζωής και του χρόνου απομεινάρια.
Στις βόρειες απολήξεις του όρους Μιτσικέλι είναι χτισμένο το χωριό. Στα ριζά και στις πλαγιές του βουνού. Στα εννιακόσια εξήντα μέτρα υψόμετρο. Σε χρόνο άγνωστο και απροσδιόριστο “εμφανίστηκε” τούτο το χωριό. Πρέπει να ήταν τότε που έγινε εκείνο το ιδιόμορφο big bang του Ζαγορίσιου Σύμπαντος. Σουδενά ήταν το παλιό του όνομα κι ύστερα πήρε άλλο. Άνω Κάμπος ονομάστηκε κι ύστερα από ένα χρόνο ξαναβαπτίσθηκε κι άλλαξε πάλι όνομα. Άνω Πεδινά το νέο. Και έτσι από τότε έμεινε. Από τα χίλια εννιακόσια είκοσι εννιά. Αυτά βέβαια τα περί της ιστορίας του χωριού, τα έμαθα λίγο αργότερα, στο ελάχιστο κενό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ κονιάκ και τσίπουρου.
Στέκομαι καθηλωμένος μπροστά στα μάτια – κάννες ενόσω σε χρόνους και τόπους άλλους διαβαίνει ο νους μου, και λίγο χαμένος νιώθω. Λίγα δευτερόλεπτα περνούν ακόμα και οι κόρες των ματιών μου διεσταλμένες τώρα λόγω του λιγοστού φωτός αποκαθιστούν την όρασή μου. Το μισοσκότεινο περιβάλλον, μου έγινε οικείο τώρα και επανήλθα στον χρόνο. Διέκρινα τότε γύρω μου μάτια διερευνητικά, γεμάτα περιέργεια και ερωτηματικά. Και…κάποια δειλά χαμόγελα.
“Θκος μας είσαι, ορέ;”
Μια ζέστη ανάβλυζαν τα μάτια τους και συνάμα μια γλυκιά θαλπωρή αιωρούνταν στη θολή από τον καπνό των τσιγάρων ατμόσφαιρα. Στην θολούρα συνέβαλε αρκούντως και η ξυλόσομπα που έκαιγε δυνατά στη μέση του καφενέ και που κάπου κάπου εκτόξευε από τα καπάκια της και μια στριφογυριστή τούφα καπνό καθώς έξω στην καπνοδόχο άλλαζε κατεύθυνση τ’αγιάζι. Κόκκινη, πυρωμένη και σχεδόν διάφανη ήταν στα πλαϊνά η λαμαρίνα της από το πολύ το κάμα. Πρόλαβα και άκουσα και εκείνον τον χαρακτηριστικό θόρυβο της φωτιάς καθώς μέσα στην ξυλόσομπα καίγονταν τα ξύλα, πριν δεχθώ το εν χορώ καλωσόρισμα των θαμώνων.
“Καλώστον.”
Πίσω μου μπήκε ο Γιάννης. Συντοπίτης μου από Παγγγαιοχώρι κι αυτός και συμφοιτητής μου.
Ο Γιάννης!
Μαύρος, κατήμαυρος.
Μια αγριόφατσα.
Στα χίλια εξακόσια έντεκα έγινε στα Γιάννενα μια εξέγερση εναντίον των Τούρκων. Υποκινητής και επικεφαλής ήταν ο καθηρημένος μητροπολίτης Τρίκκης, Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος όπως τον ονόμαζαν κοροϊδευτικά οι Τούρκοι. Η εξέγερση απέτυχε, ο επίσκοπος συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια πριν θανατωθεί. Τη σκηνή του βασανιστηρίου έχει αποτυπώσει ο γνωστός εκλιπών γλύπτης Παύλος Βρέλλης στο ιδιωτικό μουσείο των κέρινων ομοιωμάτων του. Όταν αυτό ήταν ακόμα στους Μουζακαίους, κι αν το είχατε επισκεφθεί τότε εκεί, θα θυμάστε την σκηνή όπου δυο Τούρκοι βασανίζουν τον επίσκοπο. Θα θυμάστε επίσης τον Τούρκο που κάθεται χάμω και κρατά στο χέρι μια τανάλια. Μια μαυριδερή αγριόφατσα. Αυτή την αγριόφατσα δεν γίνεται να μην τη θυμάται κανείς. Δεν ξεχνιέται με τίποτα. Έτσι ήταν και ο Γιάννης. Σαν αυτόν ήταν τότε ο Γιάννης. Ολόιδιος, φτυστός. Και….ήταν αυτός που μπήκε ξοπίσω μου στον καφενέ και ξανάγιναν τα μάτια των θαμώνων κάννες όπλων δολοφονικών.
“Ωρέ τι ντάφκαρος ειν τούτος!”.
Ο Γιάννης όμως δεν ήταν σαν εμένα μονόχνοτος και ας πούμε αντικοινωνικός. Σε δευτερόλεπτα μέσα έγινε φίλος κι έπιασε κουβέντα με όλους. Προχωρήσαμε μέσα και καθίσαμε σε ένα τραπέζι λίγο ψηλότερα από τους άλλους. Σε ένα πατάρι που σαν σε σκηνή θεάτρου ήταν το τραπέζι που καθήσαμε, κι από κάτω οι θεατές. Δεν προλάβαμε να παραγγείλουμε κι ήρθαν τα πρώτα κερασμένα κονιάκ με ένα πιατάκι με πέντε έξι καραμέλες. Κονιάκ με καραμέλα. Συνηθίζονταν τα χρόνια εκείνα. Το “πανηγύρι” με τα κονιάκ συνεχίστηκε. Για να ζεσταθούμε είπαν. Ήταν τότε που το κονιάκ με την καραμέλα είχε μιάμιση δραχμή αν θυμάμαι καλά, και τα κεράσματα πήγαιναν κι έρχονταν κι από μέρους μας φυσικά, καθώς άντεχε το φοιτητικό μας πορτοφόλι. Κουβεντολόι πολύ, καλαμπούρια και γέλια. Πήρε ζωή ο καφενές. Ξεσηκωθήκαν τα γερόντια όλα. Μιάμιση χιλιετηρίδα τα άθροισμα των χρόνων τους και ο μικρότερος από δαύτους είχε τα τριπλά μας χρόνια. Άναψαν τα αίματα και έπεσαν τα πρώτα λουκάνικα και τα παϊδάκια στα αναμμένα κάρβουνα. Άνοιξαν κι οι κάνουλες κι έτρεχε άφθονο διάφανο και λαμπερό το τσίπουρο. Βγήκε και από τη θήκη του το κλαρίνο κι άρχισε να σκορπάει μνήμες. Και να ο Σκάρος και η Φρασιά και τα στρωτά από το Πωγώνι. Τα μοιρολόγια και τα πολυφωνικά. Τί Θεϊκό, τί μαγικό ποτό το τσίπουρο! Πώς λύνονται έτσι οι γλώσσες και βγαίνουν έξω οι καρδιές. Λόγια και μουσική. Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας που εισχωρούν μέσα μας, μα διαλύουν και μας ξαναφτιάχνουν. Βαπτίσθηκα ή καλύτερα ξαναβαπτίσθηκα. Θυμάμαι τούτη την ημέρα. Θυμάμαι πως χρίστηκα με το Άγιο Μύρο και πως τα μέσα μου ποτίστηκαν με το Απόσταγμα το Θεϊκό. Χόρεψα τον Ιερό Χορό. Μυήθηκα σε αυτόν τον παράξενο της ψυχής χορό. Ποτέ μου δεν ξεπλύθηκα. Αυτά μόνο θυμάμαι από την Κυριακή εκείνη και ήμουν μονάχα εικοσιδυό. Τίποτα άλλο από εκείνη τη ημέρα δεν θυμάμαι. Α…. και κάτι άλλο ακόμα θυμάμαι. Θυμάμαι πως με τα χίλια ζόρια τα κατάφερα και μπήκα στη θέση του οδηγού του λευκού σκαρβαίου, και ακόμα, θυμάμαι τον Γιάννη δίπλα μου συνοδηγό, να μετρά τις στροφές και τα εκκλησάκια που είχε στις άκρες του ο δρόμος σε πολλά από τα επικίνδυνα σημεία του. Ένας ατέλειωτος κατήφορος για την πόλη, όπου οι στροφές εναλλάσσονταν η μια με την άλλη σαν τα βήματα του “Κωνσταντάκη” *
Θυμάμαι ακόμα επίσης, ότι φτάσαμε στα Γιάννινα…..
Αλλέως πώς;
Παλαιοχώρι Παγγαίου
Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019