Λυσσασμένη η θάλασσα επιτίθεται στο φάρο ξανά και ξανά. Προσπαθεί να τον ρίξει. Αφρίζει, τραβιέται πίσω, μπλαβίζει…
Αλλάζει τακτική. Ορμάει ψηλά, η εξωτερική τζαμαρία που προστατεύει τον φανό φαντάζει τρωτή. Όμως, η ανθρώπινη κατασκευή αντέχει. Αυτό την αγριεύει περισσότερο. Χτυπιέται με μανία στα βράχια. Θέλει, να σπάσει, να ξεράνει, το κακό σπυρί, που έβγαλε στο σώμα, εξαιτίας των ανθρώπων…
Ενοχλημένη απ΄ την αναίδειά τους, θυμωμένη που δεν την αφήνουν σε ησυχία, μανιασμένη που κλέβουν ζωή από μέσα της, που συχνά-πυκνά την τρυπάνε και σαν τσιμπούρια ρουφάνε τα σωθικά της. Πόσο να βαστάξει ακόμα; Σήμερα έβαλε στο μάτι και τους γλάρους, κρύφτηκαν βλέπεις στο υπόστεγο, καταδέχτηκαν ανθρώπινη βοήθεια.
Ακούω τα κύματα που σκάνε με μανία στους τοίχους, λες και χτυπάνε πάνω τους γιγάντιες βαριοπούλες. Δεν μένει τίποτα όρθιο στο δωμάτιο, σκόρπια όλα κι εγώ μαζί τους στο πάτωμα. Ο κόκκινος λαμπτήρας σε λειτουργία, τα μάτια μου συνηθισμένα στο μισοσκόταδο…
Νερά κάτω από την εξώπορτα, δεν δίνω σημασία, το μυαλό μου είναι επάνω. Η στριφογυριστή σιδερένια σκάλα που οδηγεί στο φανό, τρέμει σε κάθε βήμα μου, οι κινήσεις μου κινήσεις μαριονέτας, η θάλασσα κινεί τα νήματα… Βογγάει, χτυπάει, ουρλιάζει… Γαντζώνομαι, σκαρφαλώνω, ματώνω…
Φτάνω στο μπαλκόνι, πλησιάζω το φανό. Στη τζαμαρία χάσκει μια τρύπα, βγάζω το αδιάβροχο, να μπαλώσω όπως όπως τη ζημιά. Το φως που δραπετεύει με προδίδει, διαγράφει τη σιλουέτα μου στις χιλιάδες σταγόνες που αιωρούνται σαν πεταλούδες της νύχτας… Ένα κύμα σκάει με δύναμη, ταλαντεύει τον φάρο, τον σκεπάζει ολόκληρο, μας καταπίνει. Πέφτω στα γόνατα, κλείνω τα μάτια, κουλουριάζομαι…