Ήρθε Εκείνος μία μέρα
χωρίς καθόλου δισταγμό,
με εντολή απ’ τον Πατέρα
να μας λυτρώσει απ’ το κακό.
Έγινε άνθρωπος με σάρκα
συγχρόνως όμως και Θεός,
και οδηγούσε σε μια βάρκα
όλο το πλήθος ταπεινός.
Τον πήγαν πάνω σ’ένα λόφο
του βάλαν ξύλινο σταυρό,
σαν τον ληστή να έχει φόβο
δίχως τροφή, χωρίς νερό.
έξη ώρες ήταν στον σταυρό Του
και προσευχόταν συνεχώς,
μα στον χειρότερο εχθρό Του
ευχόταν να’ ναι ζωντανός.
Μα να, που ήρθε η στιγμή Του
για να βρεθεί στον ουρανό,
να ταξιδέψει η ψυχή Του
να’ ναι κοντά με τον Θεό.
Και τότε σείστηκε ο τόπος
συννέφιασε ο ουρανός,
ακούστηκε μεγάλος κρότος
τους τάραξεένας σεισμός.
Και την επόμενη ημέρα
πήγαν τον τάφο Του να δουν,
όμως μια λάμψη ανωτέρα
πήρε το σώμα που ζητούν.
Έγινε Ανάσταση Κυρίου
με τρόπο πανηγυρικό,
και της καρδιάς του μεγαλείου
έφερε κάτι θεϊκό.