Ο Κώστας Σημίτης, σε προ επταετίας άρθρο του με τίτλο «Το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο» (βλ. Το Βήμα: 2017, 27 Δεκεμβρίου, 21-22), ομιλεί υπό τη βαρύνουσα θέση του πρώην Πρωθυπουργού της χώρας, έχοντας δηλαδή την πλέον άμεση πείρα και μακροσκοπική ματιά επί του συνόλου των πολιτών μιας κοινής μεν ευρωπαϊκής χώρας, με μοναδική, ωστόσο, αρχαία και μεσαιωνική πολιτισμική κληρονομιά.
Αναζητώντας γενικότερα το κυρίαρχο «πολιτισμικό πρότυπο», ενιαία δηλαδή συλλογική συνείδηση σε έναν ελληνισμό που στη διαχρονία του συνήθιζε πάντα να διχάζεται μεταξύ συντηρητισμού και προοδευτισμού, παραδοσιακού και μοντέρνου αντί του κλασικού, μεταπολεμικά δε μεταξύ «δεξιάς» και «αριστεράς», ο Σημίτης θα αναφερθεί στα χαρακτηριστικά παραδείγματα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, επί αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, και του «ομολογιακού» χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, τα τελευταία χρόνια.
Προφανώς ούτε και ο ίδιος θα φανταζόταν, το 2017, σε ποια κατάσταση θα οδηγούμασταν με το ξέσπασμα μιας απρόβλεπτης πανδημίας το 2020-21, ώστε μέσα από τον τρόπο αντιμετώπισης του πρώτου αυτού κοσμογονικού γεγονότος της τωρινής μας γενιάς να έβγαινε ακόμη σοφότερος.
Πολύ περισσότερο, δεν θα φανταζόταν, μετά τον τωρινό πόλεμο στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, την ανάδυση μιας πολυποπολικής παγκόσμιας πραγματικότητας, πόσω μάλλον με την άνοδο του Trump, την παράλληλη κατάρρευση μιας Ευρώπης του χρήματος, του Klaus Schwab και της woke αντζέντας, αντί της Ευρώπης των εθνών, των λαών και των πολιτών της.
Με τα δικά του ιστορικά δεδομένα, πάντως, θα λάβει εισαγωγικά υπόψη στην πολιτική του θεωρία και πράξη τη συντεχνιακή νοοτροπία και το πελατειακό κράτος, που δείχνει έως και την ολική έλλειψη αισθήματος ατομικής ευθύνης, ενταγμένης σε κάποια συλλογική συνείδηση.
Δεν θα μείνει, όμως, μόνον εκεί. Θα εστιάσει στη χαρτογράφηση ενός πολιτισμικού προτύπου που «επέβαλε η Δεξιά στην Ελλάδα», χαρακτηριζόμενο από έντονο εθνικισμό οπότε και ακραία επιθετικότητα στο δημόσιο διάλογο και εκκινώντας «στο τέλος του 19ου αιώνα και στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα… τόσο από τις κυρίαρχες συνήθειες των τοπικών κοινωνιών όσο και από τους κανόνες που επέβαλαν οι προστάτιδες δυνάμεις».
Εδώ, ωστόσο, εγείρεται το ερώτημα: μήπως πίσω ειδικά από φαινόμενα όπως αυτά που ο Σημίτης επικαλείται («ταυτότητες» και «Θρησκευτικά»), φαντασιωνόμαστε ένα ολωσδιόλου ανύπαρκτο πολιτισμικό πρότυπο, έστω και στρεβλό, πόσω μάλλον ενιαίο και κυρίαρχο;
Μήπως ο διαρκής διχασμός μεταξύ των νεοελλήνων, η απουσία στοιχειώδους συναίνεσης μέσα από γόνιμη διαφωνία, είναι η «μισή αλήθεια», οπότε η «άλλη μισή» βρίσκεται σε κάτι βαθύτερο και ουσιώδες;
Τί αξία έχει η αντιπαραβολή «δεξιάς» και «αριστεράς», όταν και για τη δεύτερη παρόμοιος καθεστωτισμός, αν και ετερόκλητος, επαναλαμβάνεται ως απόρροια επίσης παρόμοιας ιδεολογικής μονολιθικότητας;
Στο σημείο αυτό, ουδεμία «θεωρία του πετάλου», άλλως «των δύο άκρων», υποδηλώνεται, άσχετα αν έχει κάποια βάση αληθείας. Το πρόβλημα δεν είναι αν η «άκρα δεξιά» και η «άκρα αριστερά» αποτελούν ουσιαστικά τις δύο όψεις του ενός και του αυτού νομίσματος, ενός ολοκληρωτισμού στην πολιτική θεωρία και πράξη.
Αν επικεντρωνόμασταν εδώ, θα παραβλέπαμε το άλλο ουσιώδες δεδομένο των νεοελλήνων: τον εθισμό τους ή έστω την ανοχή τους στη «διαφθορά», που συνδεόμενη με έναν δεσπόζοντα «καιροσκοπισμό» ουδόλως μπορεί να έχει ιδεολογικό πρόσημο.
Αφορά σε πράξεις από το απλό «μέσο» και τον «παραγοντισμό» έως την «απειλή» και «χρήση βίας», που συγχωρούνται σε πωρωμένες ή ατροφικές πολιτικές, θρησκευτικές και γενικότερα ηθικές συνειδήσεις, με κοινό παρονομαστή τη συνειδητή ή υποσύνειδη αποδοχή του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Για το ότι προκρίνω το δεδομένο του ατομικού καιροσκοπισμού αντί της «λογικής του μηδενικού αθροίσματος» σε επίπεδο δημοσίου βίου, εξηγούμαι με μια άλλη ρεαλιστικότερη ανάγνωση των παραδειγμάτων που ο Σημίτης επικαλείται («ταυτότητες» και «Θρησκευτικά»): α) ο πολιτικός ηγέτης που, καλώς ή κακώς, τον αντιπολιτεύτηκε στο ζήτημα των ταυτοτήτων, δηλαδή ο Κώστας Καραμανλής, είναι ο ίδιος που ως διάδοχός του Πρωθυπουργός διατήρησε την ίδια πολιτική δίχως δεύτερη σκέψη όσο και αντίθετη πίεση από τους ψηφοφόρους του, ενώ β) μεταγενέστερα πρώην σφοδρός αντιπολιτευόμενος του Νέου Προγράμματος Σπουδών των Θρησκευτικών, ο Κώστας Ζουράρις, ήταν ο ίδιος που, μόλις απέκτησε τη θέση του Υφυπουργού Παιδείας, έθεσε για πρώτη φορά σε ισχύ νόμου την εφαρμογή του!
Αμφότερα τα παραδείγματα των «ήξεις, αφήξεις» πολιτικών προϊσταμένων δείχνουν, επίσης, πως ελάχιστοι εκ των πρώην αντιπολιτευομένων, συχνά ένα συστρατευμένο σώμα πολιτών που προηγουμένως «έβγαινε στις πλατείες», συνέχισε να διαμαρτύρεται έπειτα από την πρόσβασή του στη συμπολίτευση, όταν και οι αξιώσεις του ξεχάστηκαν, όπως π.χ. αυτή τη στιγμή συμβαίνει με το Σκοπιανό.
Οι διαστάσεις του δεδομένου αυτού δεν είναι απλή υπόθεση ούτε εξαντλούνται στη διαπίστωση πως η Ελλάδα εξακολουθεί σήμερα να βρίσκεται σε χαμηλή θέση στον παγκόσμιο «δείκτη διαφθοράς», συγκριτικά ακόμη και με χώρες της Αφρικής, που μας δείχνουν πού πραγματικά βρίσκεται η ζούγκλα.
Υπαινισσόμαστε όχι απλά την απώλεια του «μέτρου» (που ως αξία ίσως γι’ αυτό ακριβώς το ανακαλύψαμε θεωρητικά ως «έλληνες», γιατί στην πράξη ουδέποτε το είχαμε) , αλλά κάποτε και αυτήν του «μέτρου στο μέτρο».
Η κορύφωση αυτή παρατηρείται, όταν π.χ. πολιτικοί, θρησκευτικοί ή άλλου είδους ηγέτες κινούνται αντίθετα προς αρχές, νόμους και διαδικασίες που οι ίδιοι προηγουμένως έχουν εφεύρει και επιβάλλει, δίχως να ακολουθεί η ελάχιστη κριτική τους γι’ αυτό από μια υποτιθέμενη δημοκρατική κοινωνία που βιώνει στους μύθους της.
Ποιό είναι λοιπόν το φιλοσοφικό ή ιδεολογικό υπόβαθρο, ειδικά δε στους θρησκευτικούς κύκλους η ορθόδοξη πίστη, ώστε εν συνεχεία να μεταφράζεται σε «πολιτισμικό πρότυπο», ενιαίο και κυρίαρχο;
Το δεδομένο, λοιπόν, της διαφθοράς, άλλως του καιροσκοπισμού, διαφεύγει της προσοχής της νεοελληνικής διανόησης στη θεώρηση της παγκόσμιας μοναδικότητας των ελλήνων, εφόσον υπερτιμάται το άλλο δεδομένο, της διχαστικής «λογικής του μηδενικού αθροίσματος».
Αυτό ισχύει και για τη δαιμονοποίηση της όποιας «Δεξιάς», σύμφωνα με την υπόθεση ενός στρεβλού πολιτισμικού προτύπου που έχει επιβάλλει στη νεοελληνική κοινωνία. Με απλά λόγια, ακόμη και αν μπορούσαμε με μια τέτοια απλούστευση να δώσουμε εξηγήσεις, με την απόδοση δηλαδή του κακού στις ίδιες τις πολιτικές ιδεολογίες, πώς θα προσδιορίζαμε έναν «πασόκο σοσιαλδημοκράτη», έναν «συριζαίο» ή έναν «φιλελέ νεοδημοκράτη», υπό την αρνητική έννοια των όρων;
Ποιό θα ήταν λοιπόν το «κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο» που θα ένωνε όλους αυτούς μαζί με τους προηγούμενούς τους, τους «ακραίους δεξιούς και αριστερούς»; Εξάλλου, οι ίδιοι άνθρωποι είναι που «άγονται και φέρονται» από κόμμα σε κόμμα, μπορεί να ανδρώνονται ως αναρχικοί και να γηράσκουν ως νεοφιλελεύθεροι με ενδιάμεση φάση ωρίμανσης στο σοσιαλισμό.
Σε κάθε περίπτωση, οι απρόσωπες ιδεολογίες φέρουν ευθύνη ή το υποκείμενο «άνθρωπος» που τις νοηματοδοτεί και τις ονοματίζει αναλόγως της προσωπικής του συνείδησης, ακόμη χειρότερα όταν τις επικαλείται προσχηματικά;
Εγείρεται, λοιπόν, το βασικό μας ερώτημα: μήπως σ’ αυτήν την κορύφωση ενός δεσπόζοντος λαϊκισμού ελέω καιροσκοπισμού, κοινώς του «ό,τι δηλώσεις είσαι», βρίσκεται πραγματικά το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο της χώρας, ενόσω ο Έλληνας πολίτης όποτε τον συμφέρει θυμάται και όποτε τον συμφέρει λησμονά εξωτερικούς του εχθρούς, σαν να βρίσκεται εκεί η ουσιώδης αιτία της όποιας κακοδαιμονίας του;
Κώστας Γεωργιάδης,
Διευθυντής 1ου Λυκείου Καβάλας
(με προσωπικές ευχαριστίες στον Πρωθυπουργό για θεσμούς όπως ο ΑΣΕΠ, χάριν στον οποίο ζω και δουλεύω «χωρίς να χρωστάω και να εξαρτιέμαι από κανέναν», παρά μόνον στον ελληνικό λαό, δηλαδή την Ελληνική Πολιτεία)