Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Το δάκρυ κυλά πάντα μόνο του, κανενός την άδεια δε ζητά”
Την ιστορία των ανθρώπων τη γράφουν οι αποχαιρετισμοί. Λιγότερο οι επιστροφές. Και είναι στους αποχαιρετισμούς αυτούς, κάποιοι αποχωρισμοί ανθρώπων που ποτέ δεν ξανασμίγουν. Είναι εκείνων που κάποτε έφυγαν και δεν γύρισαν ποτέ. Πόσα και πόσα δε γράφτηκαν γι αυτούς, πόσες μνήμες, πόσοι καημοί, πόσα δάκρυα. Από εκείνες τις γεμάτες πόνο μνήμες, από εκείνους τους καημούς που ο αναστεναγμός τους, άνεμος παγερός γίνεται που παγώνει τη ψυχή, από εκείνα τα δάκρυα που κυλούν από τα μάτια μόνα τους, δίχως να γυρεύουν την άδεια κανενός. Κι αν απ’ αυτούς κάποιοι, κάποτε, γύρισαν, έμεινε στο νου τους πίσω, το άθελο φευγιό τους. Ξεχάστηκε. Όχι εντελώς μα πέρασε στη λήθη τη μικρή. Εκεί κάπου, κάπως σταματά η δική τους ιστορία. Όχι όμως γι αυτούς που έμειναν εκεί πέρα μακριά, που είναι ακόμα εκεί, και ίσως και μερικές φορές σ’ άγνωστα μέρη, μακρινά.”Έζησαν;” “Ζουν;” Και πώς έζησαν, πώς ζουν; Είναι καλά; Χαίρονται τη ζωή τους ή πονούν και βασανίζονται;
Κι ο Παύλος;
Η ζωή του;
Γράμματα αραιά κάπου και που στη μάνα του. Ακριβά τα γραμματόσημα. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν. Που νά ‘χε στη Πλαγιά τηλέφωνο. Έφυγε από το χωριό του, από την όμορφη Πλαγιά, ο Παύλος. Η φτώχεια. Η μάνα του. Οι αδελφές του. Ο πατέρας είχε φύγει, σαν ήταν παιδιά μικρά. Έμεινε από αυτόν μονάχα μια θολή εικόνα, ο σταυρός και τα ξύλινα τα κάγκελα. Κήπος μικρός ο τάφος του. Γιούλια γεμάτος όλα τα κατόπιν τα χρόνια. Τα αγαπημένα του Λεωνίδα. Εκεί τους αποχαιρέτησε ο Παύλος όλους. Άναψε το καντηλάκι. Γονάτισε. Συννεφιά στα μάτια του. Δάκρυα αγίνωτα που τα έκρυψε και τ’ άφησε να κυλήσουν σαν πήρε τον δρόμο για τη πόλη. Κρεμάστηκαν στα πόδια του οι μικρές, μέγγενη της μάνας του η αγκαλιά. Ένα μήνα θαλασσόδερνε στον ωκεανό στοιβαγμένος μαζί με άλλους πολλούς στο καράβι, υπομένοντας άθλιες συνθήκες με το όνειρο πως θα πατούσαν το πόδι τους στη γη της αφθονίας και της ελευθερίας!
Τη γη της Αμερικής!
Ήρωες. Λένε πολλές φορές τη λέξη ήρωας. Για κάποιους ανθρώπους τη λένε, που έκαναν μια πράξη ηρωική. Και ποιοί είναι αυτοί οι ήρωες; Τη λέξη αυτή την πρωτάκουσα – εγώ τουλάχιστον – στο χωριό, στο σχολειό μου, και έχω μια σιγουριά ότι όλοι μας εκεί μάθαμε για τους ήρωες. Της πατρίδας μας τους ήρωες. Κι έχουμε στις πόλεις και στα χωριά μας και μνημείο ηρώων. Των πεσόντων για τον τόπο μας. Που έδωσαν τη ζωή τους για τη πατρίδα. Χάρισμα της. Μα είναι κι αυτοί οι άλλοι ήρωες που δυστυχώς δεν μάθαμε γι αυτούς. Τίποτα δεν μας είπαν.
Ο Παύλος;
Μέρες πέρασαν πολλές να ταξιδεύει. Σε δρόμους, βουνά κι ερήμους. Με τα πόδια, με άμαξες και με τρένα φορτηγά στα κρυφά, μασουλώντας ψωμί μπαγιάτικο και φασόλια. Ζέστη και σκόνη. Κι έφτασε εκεί, εκεί που η ίδια η πατρίδα του, η ελληνική κυβέρνηση τον έστειλε μετανάστη μαζί με άλλους χιλιάδες, με την ελπίδα ότι οι μετανάστες αυτοί, θα δούλευαν και θα έστελναν χρήματα πίσω στις οικογένειές τους, και κάποτε θα επέστρεφαν και οι ίδιοι πίσω. Εκεί έφτασε και βούρκωσε σα πήγε πάλι το μυαλό του στο χωριό του, στη μάνα του και στις αδελφές του. Σε έναν ξερότοπο γεμάτο αλμύρα, παγωνιά και καύσο, έφτασε ο Παύλος. Στο Σολέκι* της Γιούτα. Κι απ’ εκεί, στο Κολοράντο. Εκεί του βρήκε δουλειά – με το αζημίωτο – το μεγάλο “boss”, ο Λεωνίδας Σκλήρης απ’ τη Σπάρτη, που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες στη περιοχή. Εργάτης στη Rio Grande Western Railroad, στον Δυτικό Ειρηνικό Σιδηρόδρομο. Και πήρε στα χέρια του τα όπλα. Τα καθημερινά της επιβίωσής του, όπλα. Τον κασμά του και το φτυάρι του. Ήρωας ο Παύλος. Μόχθησε πολύ, ρόζιασαν τα χέρια του, κύρτωσε το κορμί του, κι ύστερα για καλύτερο μεροκάματο στο Castle Gate, στα ορυχεία. Ήταν σκοτεινιά και φόβος εκεί κάτω στα έγκατα της γης, μα το μεροκάματο καλύτερο. Για τα τσέκια στη μάνα. Να αναστήσει τα κορίτσια, να τα προικίσει και να τα παντρέψει. Θα γύριζε σε λίγα χρόνια. Έτσι υποσχέθηκε στη μάνα του, έτσι είπε στα κορίτσια στην Ειρήνη και την Ελευθερία, έτσι κορόιδεψε τον εαυτό του.
Οχτώ Μαρτίου του χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα. Πρώτη έκρηξη, δεύτερη έκρηξη. Στη τρίτη έκρηξη διαμελίστηκε το κορμί του Παύλου και σκόρπισε στα ξένα μαύρα χώματα. Κι ύστερα, η μεγάλη, η τεράστια κατολίσθηση.
Μετά από εννιά ολόκληρες ημέρες ανάμεσα στα διαμελισμένα σώματα βρήκαν μια εικονίτσα της Αγίας Ειρήνης. Στη τσέπη του γιλέκου την είχε πάντα ο Παύλος. Κι ένα κομμάτι ματωμένο τσόχινο ύφασμα. Είκοσι εννιά χρονώ.
Ήρωας….Παύλος Καστράκης.
Χρόνια πολλά μετά, ένας άλλος Παύλος, εγγονός του γιου της Ειρήνης, του δευτέρου Παύλου, συμπλήρωσε στο μνημείο πεσόντων του χωριού του κάτω από τους άλλους ήρωες:
Παύλος Καστράκης
Γεννηθείς το έτος 1895
Έπεσε για την πατρίδα το έτος 1924
Ήρωας χαμένος στη ρωγμή της ιστορίας
Αθάνατος
__________
*Salt Lake City
Αφορμή γι αυτή την αληθινή ιστορία, στάθηκε, ένα ταξίδι μου στην πόλη αυτή πριν λίγα χρόνια.
Τα ονόματα τα άλλαξα.
Μάρτιος του 2013