Dark Mode Light Mode

Στην bassa padana, τη χαμηλή κοιλάδα του Πάδου

Paolo Pozzi για το χαμόγελο των ματιών σου

Το κλεμμένο αυτοκίνητο ξεπροβάλει πίσω από τα δέντρα στο τέλος της πλατείας του σταθμού, ένα μπλε Simca με τον Andrea στο τιμόνι και τον Carlo καθισμένο δίπλα. Έρχονται από ένα χωριό στα μισά του δρόμου μεταξύ Μπολόνια και Ρέτζιο, εμείς κατεβήκαμε εδώ και μια ώρα στο σταθμό της Πάρμα από την απευθείας γραμμή Μιλάνου-Μπάρι. Στο τρένο και στην αναμονή ο Μο’ ήταν αφόρητος. – Δες έπρεπε δηλαδή να με παρατήσει χθες το βράδυ στο Μιλάνο εκείνος ο καραγκιόζης ο Κάρλο για να πάει με τον Αντρέα κοντά στη Μπολόνια για να πάρει το κλεμμένο αυτοκίνητο. Έπρεπε για μισή ώρα να του εξηγώ που το είχα παρκάρει! Ελπίζω να το βρήκαν, γιατί αν προσπαθήσουν να το ξεχωρίσουν από την πινακίδα την βάψαμε. Αυτοί από τη Μπολόνια σίγουρα την έχουν αλλάξει, όπως τους είχα πει. Ο Φραντσέσκο είναι ένα τέρας στην αντικατάσταση πινακίδων κυκλοφορίας. Έχει φτιάξει μια μηχανή που κάνει τις ψεύτικες πινακίδες ίδιες με τις αληθινές.

Έκανε μια παύση κάθε τόσο και ρουθούνισε έξω από το παράθυρο. – Λέω, πιο λέρα δεν γίνεται. Πρέπει να μείνω ένα βράδυ για ύπνο στο Μιλάνο, με αυτό το μουνί τον Ivano που μιλάει, μιλάει, μιλάει και κατεβάζει τον ένα μπάφο μετά τον άλλο. Κι εγώ γαμώτο δεν μπορώ να του πω ότι δεν μπορώ να καπνίσω γιατί σήμερα έχω να κάνω την ληστεία. Προς θεού, θα την κάνουμε να δουλέψει αυτή τη στεγανοποίηση ή όχι;

Την περασμένη εβδομάδα φτάνω στο Μιλάνο από την Μπολόνια και ο Guido με βλέπει και λέει: «Ωραία δουλειά στη μπουτίκ». Στο οποίο μένω αποσβολωμένος, σαν σκατό. Τώρα θα το πω στον Κάρλο, το ξέχασα χθες το βράδυ. Ήμουν στριμωγμένος στη γωνία του βαγονιού της δεύτερης θέσης. Από πάνω μου, στο δίχτυ, μια τσάντα του τένις με μέσα μια αποσυναρμολογημένη λουπάρα, τουφέκι δηλαδή, δύο περίστροφα και ένα αυτόματο μικρού διαμετρήματος. Είχα βάλει στο μυαλό μου πως θα έπεφτε με κάθε φρενάρισμα του τρένου. – Αχ ​​bambulè, είσαι λίγο λιώμα σήμερα! Βλέποντας σε στις συνελεύσεις είσαι ξύπνιος αλλά όταν φεύγουμε είσαι σκεπτικός. – Άκου Μο’, προσπάθησε να με αφήσεις στην ησυχία μου, άσε με να ζήσω, πρέπει να μείνω συγκεντρωμένος. Χθες το βράδυ σαν μαλάκας σε μια σκατένια ταβέρνα με τον Κάρλο ενώ βάζαμε τις τελευταίες πινελιές, και αυτό το θανατηφόρο πιάτο με φασόλια και λουκάνικο μου στάθηκε στο στομάχι. Μα πότε θα τις κλείσουν αυτές τις ταβέρνες του κινήματος; Όταν τελειώσει αυτή η ιστορία, θα γυρίσω σπίτι και θα κοιμάμαι μέχρι αύριο.

– Μα ποιος σκέφτηκε αυτή την τρελή ιδέα να φύγουμε από την τράπεζα και να πάμε να πάρουμε το τρένο στο χωριουδάκι προς Μπολόνια; Πρώτα απ’ όλα, σταματούν μόνο τα επιταχυνόμενα, και μετά τα τρένα που φτάνουν πιο συχνά από την πλευρά της Μπολόνια μεταφέρουν τους μαθητές των σχολείων στις διάφορες πόλεις καταγωγής. – Ξέρεις ότι όλα υπολογίζονται στο χιλιοστό. Το τρένο φτάνει στις δύο και μισή. βγαίνουμε από την τράπεζα δέκα λεπτά πριν τις δυο. Και στις δύο και κάτι είμαστε στην εξέδρα να περιμένουμε. – Μπράβο, λέει ο Μο’ – να περιμένετε σαν δυο μαλάκες. Μισή ώρα. – Μα τα όπλα τα παίρνουν μαζί τους δύο άλλοι, μην ανησυχείς. – Ναι, αλλά μισή ώρα σου φαίνεται τίποτα; Α, θα μείνουμε μισή ώρα, μισή ώρα εκεί, σταματημένοι πασσαλωμένοι! Ίσως είμαστε μόνο εμείς σε αυτόν τον γαμημένο σταθμό. Και μετά με εκείνο το ξεσκονόπανο εκεί μοιάζεις με τον Ντίλινγκερ, που είναι νεκρός κατά τα άλλα. Μας κουρεύουν γουλί μόνο που μας βλέπουν. – Μο’, είσαι ένα αρχίδι. Ο Κάρλο έκανε το σχέδιο. Είναι η εξηκοστή τράπεζα που κλέβει, για μένα όλα καλά. – Ναι, διανοούμενε του κώλου, είναι πάντα ένα ιστορικό πρόβλημα. Εδώ όμως αρκεί ένα λάθος, και τέρμα.

Ο σταθμός της Πάρμα φτάνει σαν μια απελευθέρωση. Κατεβαίνουμε. Ο Μο’ αγοράζει την τοπική εφημερίδα. «Να αγοράζετε πάντα την τοπική εφημερίδα», λέει ξεφυλλίζοντας την. Ίσως υπάρχει ένα πανηγύρι σήμερα με όλους τους δρόμους αποκλεισμένους, ίσως αυτούς ακριβώς που είδατε εσύ και ο Κάρλο προχθές. – Άκου Μο’, πανηγύρι δεν υπάρχει. Διαβάζω την »Gazzetta di Parma» εδώ και δέκα μέρες και γνωρίζω ακόμη και τους θανάτους σε τροχαία δυστυχήματα που σημειώθηκαν στην περιοχή τις τελευταίες ημέρες. Σήμερα δεν υπάρχει κάποιο πανηγύρι και μη μου τα σπας γιατί η οδός διαφυγής είναι τέλεια, ακόμα και τους στρατιωτικούς χάρτες συμβουλευτήκαμε, ο Κάρλο κι εγώ. – Και εμείς οι δυο σαν δύο χαμένους στο σταθμό. – Μα πώς μπορείς να σκεφτείς να φεύγεουμε και οι τέσσερις με το ίδιο αυτοκίνητο; Τέσσερις άνδρες στη Via Emilia μετά από ληστεία. Πρέπει να είμαστε πραγματικά τρελοί! – Αλλά ξέρεις τι θα συμβεί σε εμάς αν το τρένο αργήσει; Προσπάθησε να το σκεφτείς, διανοούμενε της πλάκας! Ο ελεγκτής, ίσως υποψιασμένος για εκείνο το αντιανεμικό που φοράς, καλεί τους καραμπινιέρους κι εμείς είμαστε άοπλοι, γιατί τα όπλα τα πήραν οι άλλοι δυο. – Άκου Μο’, δεν χρειάζεται να μου τα σπας με τα ελαττώματα του σχεδίου. Τότε γιατί το κάνεις μαζί μου και αντ’ αυτού δεν λες ποτέ κουβέντα με τον Κάρλο; Το αντιανεμικό είναι ένα δώρο και το κρατάω. – Τώρα κουβαλάμε και τα δώρα μαζί μας. μήπως σου το έδωσε η Κάρλα που θα είναι γαζωμένη επειδή είσαι και ληστής; Η θεωρία και η πράξη. – Μη με νευριάζεις, ξέρεις ότι δεν είναι καλό πριν από τις δράσεις. Την άλλη φορά, παρά λίγο να ξεσπάσει το χάος. – Μα το είπες στην Κάρλα ή όχι; Κανείς δεν κρατάει το στόμα του κλειστό στο Μιλάνο, φαντάσου εσύ. – Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μιλάω σε κανέναν, και γιατί στο διάολο πρέπει να με προκαλείς πριν τη δράση, ποιος νομίζεις ότι είσαι, ο Αλ Καπόνε; Ακριβώς εσύ που προκάλεσες σαματά σε εκείνη τη ληστεία κοντά στο Vercelli. Αν δεν ήταν ο Κάρλο να σε τραβήξει έξω, θα ήσασταν ακόμα μέσα στην τράπεζα! – Ξέρεις την ιστορία; Εν ολίγοις, εδώ μιλάνε όλοι. – Μο’, δεν θα έχεις την απαίτηση, τουλάχιστον ανάμεσά μας, όταν ψάχνουμε για τράπεζες να μη μιλάμε. Έτσι κι αλλιώς εγώ μιλώ μόνο με τον Κάρλο, που αν μιλήσει αυτός λιγότερο ή περισσότερο το προϊόν δεν αλλάζει, όπως λένε.

Βυθίζομαι να διαβάζω την εφημερίδα στους κήπους του σταθμού περιμένοντας τον Κάρλο και τον Αντρέα. – Βλέπεις ότι είσαι ένας κόπανος! Πώς μπορείς να διαβάζεις μια εφημερίδα με άσπρο αντιανεμικό καθισμένος σε ένα παγκάκι σε έναν κήπο όπου βρισκόμαστε μόνο εμείς; Φαίνεται ότι περιμένουμε κάποιον. – Παναγιά μου, είναι ξεκάθαρο ότι περιμένουμε κάποιον, σωστά; Τι κάνει κάποιος στο σταθμό από το να περιμένει; Και μετά υπάρχει αυτή η κολασμένη τσάντα με τα όπλα, δεν μπορώ να την κρατάω όλη την ώρα στο χέρι μου. Μου το κόβει από το βάρος. – Ναι, η ίδια η τσάντα, φαίνεται από ένα χιλιόμετρο ότι υπάρχει κάτι μέσα που βαραίνει. – Άκου Μο’, εσείς οι γαμημένοι μιλιταριστές με έχετε πρήξει στ’ αλήθεια. Γιατί αν σε βαραίνει μια τσάντα πρέπει απαραίτητα να υπάρχουν όπλα μέσα; Και μετά εσύ είσαι που στο πρώτο μας ραντεβού διάβαζες την «Il Fiorino» στον Βόρειο Σταθμό του Μιλάνου ως ένδειξη αναγνώρισης! Έχει δει κανέναν που πηγαινοέρχεται από τη Tradate να διαβάζει «Il Fiorino»;

Ανακουφισμένος αντιλαμβάνομαι τον Αντρέα στο τιμόνι του κλεμμένου Simca ο οποίος μας κάνει σήμα να ανέβουμε. – Παιδιά τα έχω παίξει! Ξέρετε – λέει ο Carlo – ότι αυτός ο ηλίθιος του οποίου κλέψαμε το αυτοκίνητο έχει μόνο κασέτες της Orietta Berti. Από εδώ στη Μπολόνια μας έπρηξε τα μπαλάκια. – Πέρα από τα μακαρόνια – προσθέτει ο Αντρέα – που φάγαμε λίγο έξω από τη Μπολόνια, όταν είδαμε ένα περιπολικό των καραμπινιέρων να σταματάει τα αυτοκίνητα, ένα ναι και ένα όχι, και το δικό μας ήταν όχι. – Αλλά ούτως ή άλλως είχαμε τα όπλα εμείς – λέει ο Μο’. – Μπράβο, αλλά εμένα δεν με λένε Κάρλο όπως αναγράφεται στην ταυτότητα. Ωστόσο, η ταυτότητα έχει ήδη αντέξει σε ελέγχους δύο φορές. – Μα εσένα ποιος σε αναγκάζει να τριγυρνάς και να ληστεύεις; Θα μπορούσες να κάτσεις περισσότερο στ’ αυγά σου. Και μετά, αν μας πιάσουν μαζί σου, ακόμα και χωρίς τίποτα επάνω μας, είναι χαμός – του λέω. Ο Κάρλο απαντά τελειώνοντας ως εξής: – Εδώ είμαστε όλοι ίδιοι κι εγώ, ξέρετε, έχω περισσότερη εμπειρία σε αυτά τα πράγματα. Όταν θα έχουμε μια καλή ομάδα ανθρώπων που θα μπορούν να κάνουν ληστείες, να είσαι σίγουρος πως θα σταματήσω. Σκέψου ότι αυτή είναι η εξηκοστή μου και δεν έχω κρατήσει ποτέ μια δεκάρα για τον εαυτό μου εκτός από τα απαραίτητα για να ζω…

Ο Κάρλο έχει αυτή τη μεγάλη ικανότητα να τα κάνει όλα δυνατά και φυσιολογικά, σε παίρνει μαζί του μέσα σαν να πρόκειται για βόλτα. Μετά το σκέφτεσαι και συνειδητοποιείς ότι έχεις κάνει ληστεία. Έξω από την Πάρμα, στη Via Emilia, ο Carlo συνοψίζει και μας ενημερώνει για τα τελευταία νέα και τις πιθανές αναποδιές. – Λοιπόν, μετά το κόλπο, ο Αντρέα και εγώ θα σας αφήσουμε έξω από το σταθμό στο χωριό κοντά στην πόλη όπου είναι η τράπεζα. Εμείς φεύγουμε. Αφήνουμε το κλεμμένο αυτοκίνητο εκεί και παίρνουμε πίσω αυτό με το οποίο φτάσαμε από το Μιλάνο. Σκέφτηκα ξανά την ιστορία να σας αφήσω στο σταθμό και ειλικρινά δεν μου αρέσει. Αλλά να φύγουμε και οι τέσσερις με αυτοκίνητο θα χρειαζόταν δύο. Ήδη δεν μου αρέσει αυτό που αφήσαμε πριν μια ώρα κοντά στην τράπεζα. Εδώ οι άνθρωποι των χωριών παρατηρούν τα πάντα. Κατά τη γνώμη μου, αν κάνουν γρήγορα, το πρώτο περιπολικό των καραμπινιέρων θα φτάσει μια ώρα αφότου βγούμε με τα λεφτά. Το μόνο πρόβλημα είναι αν συναντηθούμε με το πουλμανάκι των καραμπινιέρων στο έλα φύγε. Οι καραμπινιέροι της περιοχής κοιμούνται ακόμα όρθιοι κι έτσι, πριν καταλάβουν τι συμβαίνει εμείς θα βρισκόμαστε στην Πιατσέντσα. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση δεν θα σας αφήσουμε σε αυτό τον σταθμό αλλά θα σας μεταφέρουμε σε άλλον σταθμό που είναι πολύ μακριά. Τέσσερις από εμάς να επιστρέφουμε μαζί στο Μιλάνο με όπλα και χρήματα είναι αυτοκτονία. Μετά εσείς χωρίς όπλα και λεφτά σε ένα σταθμό δεν έχετε να φοβηθείτε κάτι, να σας πουν τι;

Το Simca τρέχει γρήγορα. Αφήσαμε τη Via Emilia και γυρνάμε εδώ και λίγο στους επαρχιακούς δρόμους. Μεγάλα χωράφια σπαρμένα με σιτάρι και λίγα πλατάνια εδώ κι εκεί στις παρυφές των δρόμων. Κάθε δύο τρία χιλιόμετρα ένα γαλακτοκομείο. – Α, εδώ φτιάχνουν πολύ τυρί γκράνα. Εδώ πηγαίνουν από τo σιτάρι στα δημητριακά απευθείας. Άλλωστε, με αυτό που κοστίζει – λέει ο Αντρέα. – Για μένα – λέω – αυτή η ιστορία με τη ληστεία δεν είναι και κάτι σπουδαίο. Γιατί δεν αρχίζουμε να κλέβουμε τυριά και ζαμπόν; – Μπράβο και μετά χρειάζεται να μεταπωλήσεις τα κλεμμένα. Ύστερα, αρπάζουμε αυτά που χρειαζόμαστε στις απαλλοτριώσεις στα σούπερ μάρκετ, τα χρήματα θέλουμε, και αμέσως – η δυσάρεστη φωνή του Μο’ ακούγεται πίσω από την πλάτη μου. – Κοίτα Μο’ πραγματικά μας έχεις ζαλίσει, με αυτό τον αέρα αιώνιου ειδικού υλικοτεχνικής υποστήριξης. Αν δεν ήταν το γεγονός ότι πηγαίνουμε να ληστέψουμε θα τσαντιζόμουν πολύ. – Πότε θα σταματήσετε; – Μας επιπλήττει ο Κάρλο. – Ας περάσουμε ξανά τους ρόλους μέσα στην τράπεζα, πράγμα που πιστεύω πως είναι πιο χρήσιμο. Τότε ο Κάρλο ξεκινά ξανά για τριακοστή φορά εκείνη την εβδομάδα, τόσες ήταν οι περιπτώσεις που είχαμε επαναλάβει την ιστορία της επιδρομής ώστε την μάθαμε από έξω. –

Φτάνουμε στο χωριό. Ο Αντρέα μας αφήνει λίγο έξω από την πλατεία στον κεντρικό δρόμο με τα πλατάνια. Εγώ πηγαίνω γρήγορα στην άλλη άκρη του χωριού για να ρίξω μια ματιά στο δρόμο όπου στο τέλος υπάρχει ο στρατώνας των καραμπινιέρων. Εσείς παραμείνετε στην είσοδο της πλατείας. Γυρίζω, αγγίζω το καπέλο μου αν το λεωφορείο των καραμπινιέρων είναι παρκαρισμένο έξω. Τότε εσείς προχωράτε. Φτάνω και μπαίνω στην τράπεζα να ρίξω μια ματιά, μετράτε οι δύο σας μέχρι το δέκα και αν δεν με δείτε να επιστρέφω μπαίνετε μέσα. Μόνο εγώ μιλάω. – Εγώ – λέει ο Μο’ – φτάνω από τα δεξιά, μπαίνω στην τράπεζα και κρατάω τους υπαλλήλους μακριά με το όπλο στο χέρι. Μου ανοίγουν τον πάγκο δεξιά και βάζω όλους τους υπαλλήλους στη σειρά και τους κλειδώνω στην τουαλέτα. Μετά επιστρέφω στον πάγκο. – Εγώ αντιθέτως, μόλις όλοι σηκώσουν τα χέρια τους, πηδάω πάνω από τον πάγκο και σκουπίζω όσα λεφτά μπορώ. Κοιτάζω όλα τα συρτάρια. Βάζω τα πάντα στο σάκο με το σελοφάν και επιστρέφω μπροστά. – Όταν σας βλέπω να βγαίνετε, φτάνω με το αμάξι ολοταχώς και φεύγουμε – καταλήγει ο Andrea. – Παίρνω και τις μίνι επιταγές των τοπικών τραπεζών; – ρωτάω. – Μπράβο – κάνει ο Μο’ – μετά πήγαινε εσύ βόλτα στο Μιλάνο για να ξοδέψεις τις μίνι επιταγές των τοπικών τραπεζών. Ο Κάρλο επεμβαίνει αυστηρά, διαισθανόμενος έναν νέο καυγά μεταξύ εμένα και του Μο’: – Τώρα φτάνει, είμαστε στην περιοχή και σωπαίνουμε. Το επαναλαμβάνω για πεντηκοστή φορά. Το μόνο πρόβλημα είναι οι αναποδιές. Όλοι έχετε δει την τράπεζα. Εγώ στέκομαι κοντά στην εξώπορτα. Στην περίπτωση που κάποιοι μπουν μέσα τους κατευθύνω στην τουαλέτα, στον Μο’. Αν δω κόσμο στην πλατεία βγαίνουμε από πίσω. Αποφασίζω εγώ. Μιλάω μόνο εγώ. Δεν θέλω βία, είναι άχρηστη. Αν μπω και βρω μια αναποδιά βγαίνω αμέσως και αντί να διασχίσετε την πλατεία συνεχίστε μέσα από τις καμάρες. Επιστρέφω στον Αντρέα και ερχόμαστε να σας πάρουμε στο τέλος του χωριού. Αφού μπω εγώ, εσύ Αντρέα έχεις ακριβώς τέσσερα λεπτά να έρθεις να μας πάρεις. Αν δεν μας βρεις μπροστά σου, ψάξε μας με το αυτοκίνητο πίσω από την τράπεζα. Μπες αργά στο χωριό. Αν ακούσεις έναν πυροβολισμό τρέξε γρήγορα και βγαίνουμε από την τράπεζα από μπροστά. Χρησιμοποίησε την καραμπίνα πυροβολώντας από το παράθυρο. Φτάνει να ακούσουν τον θόρυβο και θα δείτε ότι μας αφήνουν να φύγουμε. Κρατήστε τα όπλα πάνω σας μέχρι να σας αφήσουμε στο σταθμό, ποτέ δεν ξέρεις. Αν μας κυνηγήσουν, θα πυροβολήσω εγώ με την καραμπίνα. Εσύ Αντρέα πάτα τέρμα το γκάζι και μη σε νοιάζει τίποτα, μόνο ο δρόμος. Αν μας έρθουν στο κατόπι, όχι σταθμός και φεύγουμε όλοι μαζί. Πυροβολούμε στον αέρα όχι τους καραμπινιέρους. Αν ένας υπάλληλος κάνει τον έξυπνο θα φροντίσω εγώ. Ούτε εσύ, ούτε ο Μο’, δεν χρειάζεται να κάνετε κάτι, εκτός κι αν πηδήξουν πάνω σας. Συνήθως όλα γλιστρούν ομαλά όπως το λάδι. Το χωριό είναι πλέον πολύ κοντά.

Βλέπουμε την πινακίδα με την οδική σήμανση. Νεκρική σιωπή. Περνάμε την ταμπέλα. Ο Αντρέα φρενάρει. Κάρλο, ο Μο’ κι εγώ κατεβαίνουμε. – Προσέξτε, κρατήστε τα όπλα κοντά σας, αλλά να μην φαίνονται. Κάντε γρήγορα, αργήσαμε – είναι η τελευταία σύσταση του Carlo. Στη συνέχεια φεύγει με κανονικούς ρυθμούς παίρνοντας την πορεία της χώρας. Με τον Μο’ σταματάμε για μια στιγμή να κοιτάξουμε τις ταμπέλες του σινεμά, δίνουν μια ταινία της πλάκας. Στο τέλος του δρόμου, ο Κάρλο αγγίζει το καπέλο του και επιστρέφει βιαστικά. Τον βλέπουμε να διασχίζει την πλατεία και όταν μπαίνει στην τράπεζα είμαστε ήδη στο άνοιγμα. Σιγά-σιγά εμείς, πάνω κάτω δέκα δευτερόλεπτα με αυτό το βήμα για να φτάσουμε στη γυάλινη πόρτα. Ο Κάρλο δεν βγαίνει έξω. – Μέσα – λέω. – Τι φόβος – ο Μο’ σοβαρεύει. Ανοίγει τη γυάλινη πόρτα με το αριστερό του χέρι και μπαίνουμε ταχύτατα και με τα όπλα στο χέρι. Ο Κάρλο ήδη ψέλνει με την επίπεδη και ήρεμη φωνή του σαν να ζητάει οδηγίες από έναν περαστικό: – Αυτή είναι μια ληστεία. Σταματήστε όλοι. Μην κάνετε τους έξυπνους. Δεν αξίζει να πεθάνετε για χρήματα που δεν είναι δικά σας. Όλοι υπακούν πρόθυμα.

Οι υπάλληλοι σηκώνουν τα χέρια τους και ξεκινούν ένα τρενάκι ο ένας πίσω από τον άλλον, σαν υπνωτισμένοι. Πηδάω πάνω από τον πάγκο και σκουπίζω ό,τι βλέπω σε χαρτονόμισμα με την εμμονή μην αφήσω κάτι πίσω μου. Με όλο αυτό το γυαλί γύρω είναι σαν να βρίσκομαι σε ενυδρείο. Μετά που έκλεισε τους εργαζόμενους, ο Μο πετάει μερικά χρήματα από το χρηματοκιβώτιο στην τσάντα μου. Αυτό με εξοργίζει λίγο, δεν είναι κάτι που πρέπει να κάνει αυτός. Καθαρίζω το υπόλοιπο χρηματοκιβώτιο. Όλα έχουν τελειώσει. Ολόκληρες μέρες για εκείνα τα σχεδόν εξωπραγματικά ελάχιστα λεπτά. Στο μεταξύ μπαίνουν ένας κύριος και μια κυρία τους οποίους ο Κάρλο υποδέχεται με καλοσύνη. Ανοίγοντας την πόρτα λέει – Παρακαλώ -. Και αμέσως κλείνονται κι αυτοί στην τουαλέτα. Αλλά εγώ και ο Μο’ σχεδόν δεν το παίρνουμε χαμπάρι. Τότε ο Κάρλο βλέπει μερικούς ανθρώπους στην πλατεία και πηδά κι αυτός πάνω από τον πάγκο. Είναι το σήμα: βγαίνουμε από πίσω. Πίσω από την πόρτα υπάρχει μια σκάλα που κατεβαίνουν από τον δεύτερο όροφο. Δεν υπάρχει το αυτοκίνητο έξω. Αλλά ένα κορνάρισμα έρχεται από κοντά, ο Αντρέα είναι καθ’ οδόν. Ανοίγουμε τις πόρτες και βουτάμε μέσα. – Για την Παναγία – λέει ο Andrea. – Κινήθηκα σε τρία λεπτά, σχεδόν ένα λεπτό νωρίτερα. Πηγαίνετε σαν τις τορπίλες. – Σώπα και οδήγησε – διατάζει ο Κάρλο. – Δεν έχει τελειώσει μέχρι να βρεθούμε σπίτι. Παίρνει την καραμπίνα και κοιτάζει από το πίσω παράθυρο. Δεν υπάρχει ψυχή ζωντανή. Τότε το αυτοκίνητο έχει μια τρομακτική ολίσθηση. – Τι στο διάολο – λέει ο Αντρέα. – Ένας λεκές από λάδι. Ο Andrea, του οποίου η οδηγική ικανότητα είναι θρυλική, αγωνίζεται να ανακτήσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου. – Βλέπεις, τι κακή τύχη να πεθάνεις από τροχαίο ατύχημα – λέω. – Θέλεις να σωπάσεις. Σε λίγο θα σας αφήσουμε στο σταθμό και εκεί μπορείς να μιλάς όσο θέλεις – μου απαντά ο Κάρλο όλο και πιο επιβλητικά. Ο Αντρέα οδηγεί σαν θεός μέσα από αυτά τα επαρχιακά δρομάκια.

Μετά από λιγότερο από δέκα λεπτά είμαστε κοντά στο σταθμό – Αφήστε τα όπλα, τα χρήματα και τους χαιρετισμούς μου. Τα λέμε στις έξι σήμερα το απόγευμα στο συνηθισμένο μέρος στο Μιλάνο – μας λέει ο Κάρλο. Ο Μο’ κι εγώ κατεβαίνουμε. Ο Κάρλο και ο Αντρέα φεύγουν βιαστικά προς την αλλαγή αυτοκινήτου. Στην πλατεία υπάρχει μια απόλυτη ερημιά. Ο Μο’ κι εγώ κοιταζόμαστε στα μάτια που λένε: «Ο Θεός να μας έχει καλά!». Μπαίνουμε στο σταθμό. Ο εκδότης μας κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω με τρόπο που φέρνει ανατριχίλα. – Δύο εισιτήρια για τη Μπολόνια – λέει ο Μο’, με μπολονιέζικη προφορά. Ο γνώριμος τόνος της φωνής φαίνεται να καθησυχάζει τον άντρα. Βρισκόμαστε στην πλατφόρμα στις δύο και δύο λεπτά. Λείπουν 28 λεπτά για το επιταχυνόμενο. Καλή τύχη, λέμε μέσα μας. – Μην αρχίζεις να πηγαίνεις πέρα ​​δώθε σαν μαλάκας – αρχίζει ο Μο’. – Όσο περισσότερο μένουμε ακίνητοι τόσο το καλύτερο. Μα πως φοράς ένα αντιανεμικό σαν κι αυτό; – Κάνε μου τη χάρη, σκάσε λίγο, αλλιώς θα με τρελάνεις σαν σήμερα το πρωί. – Τι ανόητος και ανόητος. Ξέρεις πώς τελειώνει εδώ σε λίγο; Και μην κάθεσαι εκεί να κοιτάς όλη την ώρα προς την πλευρά του εκδοτηρίου, μιας και εκείνος δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή να μας κοιτάζει. – Άκου Μο’, αν έχεις αποφασίσει να φέρεις κακή τύχη, προχώρα. Μη μας τα πρήζεις όμως με το αντιανεμικό. – Και με την Κάρλα επίσης με έχεις ζαλίσει. Αλλά τι σας κάνει αυτή εκεί; Σας έχει μαγέψει όλους στο Μιλάνο; Και εσύ είσαι βρασμένος σαν αχλάδι, καψούρης. Μάλιστα, όσο πιο φεμινίστριες είσαι, τόσο περισσότερο σου αρέσουν. – Μο’, είσαι πραγματικά ηλίθιος. Τι σχέση έχει τώρα ο φεμινισμός; Ούτε μου το έχει χαρίσει η Κάρλα. Εσείς στη Μπολόνια καλύτερα να σιωπαίνετε, όλοι ξέρουν ότι στο κίνημα της Μπολόνια κάνουν κουμάντο οι γυναίκες. – Ποιος σου λέει αυτές τις μαλακίες; Πρέπει να είναι ο Κάρλο.

Ο Κάρλο θα είναι ένα τέρας σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά δεν καταλαβαίνει τίποτα από γυναίκες. Ήταν κλεισμένος τρία χρόνια σε εκείνο το γαμημένο άντρο μες την ομίχλη που αν δει δύο γυναίκες χάνει τα λογικά του, και επιπλέον τις ακούει κι από πάνω. Να δεις πράγματα! Ο καημένος στέκεται εκεί ώρες και ώρες, όλος αυτιά. Αυτοί οι πρώην εργάτες των μεγάλων εργοστασίων στο Μιλάνο είναι περίεργοι. Να έβλεπες τι σοβινιστές αυτοί της Fiat όταν πήγαινα να μοιράσω φυλλάδια με το Potere operaio. Το μόνο που ήξεραν να κάνουν ήταν να πιάνουν τον κώλο στις γυναίκες που πουλούσαν την εφημερίδα. – Απλώνουμε ένα αξιολύπητο πέπλο πάνω από τις ιστορίες αγάπης σου. Όλοι ξέρουν ότι η Λιλιάνα σε στρίβει και σε γυρίζει σαν ένα γάντι.

Στο σταθμό επικρατεί μια νεκρική σιωπή. Κάθε τόσο ο άνεμος χτυπά τα καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος. Το κουδούνι που αναγγέλλει τα τρένα είναι βουβό. – Θα σπάσω το πρόσωπο του Κάρλο – λέει ο Μο’. – Εδώ σαν δύο μαλάκες! Άναψε άλλο ένα τσιγάρο που είναι το πέμπτο σε ένα τέταρτο της ώρας. Οπότε είναι φως φανάρι πως είμαστε και αγχωμένοι. – Εσύ, σταμάτα πια; Εκείνον δεν τον νοιάζει τίποτα. Εμείς ξέρουμε πως κάναμε ληστεία, αυτός όχι. – Ναι, μέχρι να τον καλέσουν οι καραμπινιέροι. – Α, εσύ!, αν δεν γίνει η στραβή, δεν ησυχάζεις. Κάνε μου τη χάρη, σκάσε. – Τι να σωπάσω. Μιλάω ανοιχτά. Πρέπει να μιλάμε. Ξεκίνα μερικές από τις δικές σου ομιλίες, τις μακροσκελείς για το νέο ταξικό υποκείμενο, έτσι φαίνεται στον άνθρωπο ότι μιλάμε για το ένα και για το άλλο. – Τώρα έρχεται το τρένο, πέντε λεπτά και θα είναι εδώ. […]

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος   machina’deriveapprodi   αέναη κίνηση

Προηγούμενο άρθρο

Αντικείμενο λατρείας ο Πύρρος Δήμας στην Ελευθερούπολη (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

Επιτραπέζια αντισφαίριση: Για πρώτη φορά στην Καβάλα αγώνες ανδρών Α1 κατηγορίας