Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Τί με ρωτάς τώρα κι εσύ;
Με ρωτάς τί έγινε και πώς έγινε;
Έγινε
Έτσι έγινε το κακό
Έτσι όπως γίνονται όλα
Σάματις θέλει και πολύ για να γίνει το κακό;
Όχι, πε μου;
Θέλει πολύ;
“……….”
Δε μιλάς ε…
Δε μιλάς μα το ξέρεις όμως…το ήξερες…..το γνώριζες….γνώριζες, όπως και όλοι εδώ τριγύρω όλα τα ήξεραν, γιατί, γιατί κι εσύ….εδώ….εδώ ζεις, δικός μας είσαι κι εσύ….
Και με ρωτάς τώρα
Με ρωτάς τι και πως και γιατί…
Ε και τι να σου πω…
Τί να σου πω…
Αφού σου τα είπαν όλα οι άλλοι
Τα είδαν όλα, με είδαν
Το σπλάχνο μου
Ευλογία και κατάρα μαζί….
Γίνεται ευλογία και κατάρα μαζί;
Γίνεται;
Γίνεται
Γίνεται, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός…
Ο Θεός!
Ο Ανέστος μου!
Το σπλάχνο μου!
Μια μέρα απείραχτο δεν το αφήκαν
Να το κοροϊδεύουν, να το ενοχλούν
Συνέχεια
Έτσι το είχαν
Τους μίλησα, τίποτα
Αυτοί οι δύο ήταν
Αυτοί που τα σπίτια τους είναι τα τελευταία πέρα στο καλντερίμι
Σ’ εκείνο που βγάζει πέρα στην τρανή αμμούδα, στις καλαμιές
Τί ήθελε κι αυτό το σερσέμικο να πάει εκεί
Σερσέμικο
Έτσι γεννήθηκε
Έτσι
Μέσα από τα σπλάχνα μου, έτσι βγήκε
Έτσι
Αλαφρόμυαλο, αλαφροΐσκιωτο
Το σπλάχνο μου, ο Ανέστος μου
Με πόνο το μεγάλωσα
Πολύ πόνο
Και τό ‘βλεπα να μεγαλώνει
Το είναι μου να γλυκαίνει, τι ήταν γλυκό παιδάκι
Τη ζωή μου να ομορφαίνει, τι είχε όμορφη ψυχή
Το σπλάχνο μου
Με φώναξαν οι γειτόνοι
Γυμνό το βρήκαν
Στα ρηχά
Πνιγμένο, πεθαμένο
Τους είδαν μου είπαν
Αυτοί οι δύο ήταν
Όλα τα είδαν
Τους παρακαλούσε ο Ανέστος μου μα αυτοί τίποτα
Το γονάτισαν
Το γύμνωσαν
Κι αυτό, παρακαλούσε
Μη και μη και μη
Έτσι μου είπαν αυτοί που τους είδαν
Τους είδαν μέσα στη θάλασσα
Πέρα στις καλαμιές, στο διαβολόρεμα
Νόμιζαν λέει πως έπαιζαν
Έτσι είπαν
Ζαβό είναι είπαν και φωνάζει
Τράβηξαν κατά τους Αγίους Αναργύρους ψηλά στο λόφο
Έτσι μου είπαν ύστερα
Ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε
Απαράτησα το σπλάχνο μου και πήρα τον ανήφορο
Τρεχάλα
Μπροστά εγώ και πίσω μου οι άλλοι
Φτερά στα πόδια μου εγώ
Πίσω στον βράχο κάθονταν
Αλαφιασμένοι
Δεν το θέλαμε θειά είπαν
Δεν το ήθελαν λέει
Κατά λάθος
Άκου… .άκου κατά λάθος
Άκου κουβέντα
Έκαναν να τρέξουν, να ξεφύγουν μα πρόλαβα τον έναν στα σύρματα
Τον ξάπλωσα καταγής
Τα χέρια μου στο λαιμό του
Τανάλιες
Έσφιγγα, έσφιγγα, έσφιγγα κι εκείνο ποδάριζε
Με έπιασαν να με σηκώσουν οι άλλοι που ήρθαν στο κατόπι μου, να με τραβήξουν, να τον γλιτώσουν απ’ τα χέρια μου
Που την ήβρα τόση δύναμη
Να έτσι έγινε
Έτσι
Τί με ρωτάς πώς και τί;
Το σπλάχνο μου
Ο Ανέστος μου
Κι εσύ, εμένα μονάχα ρωτάς για να σου πω
Κι εγώ στα είπα
Στα είπα….τώρα στα είπα
Και τώρα;
Κλαίω και οδύρομαι και για εκείνο το κακόμοιρο, εγώ
Και οι άλλοι;
Όλοι οι άλλοι;
Ο κόσμος;
Στόματα κλειστά, σφραγισμένα
Και λέω τώρα εγώ
Ποιόν;
Τις μανάδες τους, τους πατεράδες τους;
Ποιούς;
Ποιόν;
Τον Θεό;
Ποιόν;
Ποιόν να ρωτήσεις να σου πει το γιατί;
Τους ανθρώπους;
Ποιούς ανθρώπους;
Ρώτα….ρώτα.…
Ναι, ρώτα και ψάξε καλέ μου, και μη ρωτάς μονάχα εμένα να σου πω, το “τι”, το “πως”, και το “γιατί”…
Ιανουάριος του είκοσι είκοσι