Ο ήλιος, το χρυσάφι και η καλή ελπίδα- Η Καβάλα και ο Μωχάμετ
Ζήτησε ν’ αρχίσει από τη γενέτειρα.
«Πόλη όμορφη, πολύχρωμη, φιλάρεσκη και πρόσχαρη. Τα τείχη της σαν να αναδύονται από τη θάλασσα, το φρούριο σαν γερακοφωλιά, η ακρόπολις σαν την ακρόπολη του Σουνίου και το υδραγωγείο της σαν ουράνιο τόξο», του διάβασε τα γραπτά του ένας Γάλλος περιηγητής.
Ο μοναχός Θεοφύλακτος τού αποκάλυψε την επωνυμία «Χριστούπολη».
Και ο στρατιωτικός Σεβκέτ τον συμβούλευσε να μαθαίνει ταξιδεύοντας προς τα πίσω
. Να ανακαλύπτει το λόγο ύπαρξης κατανοώντας τη ζωή μέσα από τη ζωή εκείνων που πέρασαν. Στο τέλος τού μίλησε για τις επιθέσεις των Βενετών και την αντοχή των κάστρων. Οι Βενετοί, όταν κατέλαβαν το κάστρο, σκότωσαν όλους τους εφίππους, συνέλαβαν τον πρόκριτο και άφησαν ελεύθερο τον υδρονόμο. Τους ήταν απαραίτητος για τη ρύθμιση του νερού.Εμπορευόμενοι Γενοβέζοι τού μίλησαν για τη λέξη «cavallo» που μετέφεραν, όταν ίδρυσαν εδώ εμπορείο, για να δηλώσουν τον αλογόσχημο βράχο επάνω στον οποίο είναι χτισμένη η πολιτεία. Επιπλέον, την υποχρεωτική στάση των ταχυδρομικών αλόγων στο πολυσύχναστο πέρασμα της Εγνατίας.
Ο ιμάμης τού εμπιστεύτηκε το όνομα του ισλαμικού κάστρου των έποικων Γιουρούκων, που σήμαινε «φλογέρα βοσκού» και δήλωνε τις ασχολίες των εντοπίων. Στη μνήμη των Ελλήνων που ρώτησε παρέμενε κάποια «χώρα Ερετριέων», ένα εξαντλημένο χρυσωρυχείο και κάποιο κατοικημένο σημείο με την επωνυμία «Σκάβαλα». Άλλοι ανέφεραν τον Μεγαλέξανδρο και την τοποθεσία Βουκεφάλα.
Στον Μωχάμετ άρεσε η τελευταία εκδοχή. Μαζί του είχε πάντα το ελκυστικό
Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου. Παρακολουθούσε την πορεία του στρατηλάτη μέσα από τις εικόνες του βιβλίου. Όταν αργότερα μαθαίνει ανάγνωση, χαίρεται να το διαβάζει στις εκστρατείες του. Μέσα απ’ αυτές διδάσκεται να στοχεύει ψηλά. Όσο πιο ψηλά, τόσο πιο ικανοποιητικό να κρίνει το αποτέλεσμα. Να μη θεωρεί τίποτα υπερβολικό. Ιδίως αν πετύχει.Ζήλευε που ο Αλέξανδρος είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει δόξα για το άλογό του. Θέλησε να δώσει ισάξιο όνομα στο δικό του, όμως κανένα δεν στάθηκε ικανό να συνδεθεί με την ως τότε ιστορία του.
Η ονομασία «Χαρτούμ» ούτε που του πέρασε από το μυαλό.
Έβλεπε τους δύσβατους όγκους που υψώνονταν ολόγυρα και σκεφτόταν πως, όσο ψηλό κι αν είναι το βουνό, θα το περάσει ο δρόμος.
Διέκρινε τα τρία μικρά ανοίγματα με τα λιμάνια του Ορφανού, της Καβάλας και της Κεραμωτής. Του είχαν μιλήσει για τα τενάγη των Φιλίππων και για τα πλήθη που κιτρίνισαν και πέθαναν στα έλη της λίμνης Αχινού και Κερκίνης.
Έξω από το λιμάνι, ένα σκουρόχρωμο πλοίο ναυλωμένο για την Ισπανία στεκόταν μέρες δεμένο. Καθυστερούσε περιμένοντας την απαραίτητη αυτοκρατορική άδεια, προκαλώντας τον κίνδυνο πειρατικής επιδρομής. Η τιμή του σιταριού είχε εντυπωσιακή αύξηση και οι αποθήκες του δέχονταν συχνά επιδρομές από γαλέρες Βενετών και Ιωαννιτών ιπποτών της Ρόδου, που άλλο άρπαζαν, άλλο έκαιγαν, προκαλώντας τεράστιες ζημιές στους εμπορευόμενους εξαγωγείς.
Το βλέμμα του Μωχάμετ σταματούσε στις αποθήκες του Μεγάλου Αφέντη με το αλάτι, στα δέματα της ξυλείας, στα δοχεία του λαδιού και στις μπάλες με το βαμβάκι. Η παραγωγή του τελευταίου είχε αυξηθεί σημαντικά. Εξαιτίας της έλλειψης του βαμβακιού της Συρίας, των ασύμφορων τιμών της Σμύρνης και της κατώτερης ποιότητας των άλλων περιοχών, οι ξένοι εξαγωγείς ζητούσαν, όλο και περισσότερο, αυτό της περιοχής των Σερρών. Ο Μωχάμετ παρακολουθούσε τους εργάτες του λιμανιού που φόρτωναν τα δέματα με το πρινοκόκκι. Οι βαφείς της Βενετίας το περίμεναν για να δώσουν χρώμα στα υφαντά τους.
Κατάλαβε από νωρίς πως τρία πράγματα είναι κίτρινα και λάμπουν: ο ήλιος, το χρυσάφι και η καλή ελπίδα. Αυτό ήταν το σημείο όπου έπρεπε να σταθεί, αν ήθελε να καταφέρει να γυρίσει όλη τη γη.
Το ανωτέρω κείμενο του Διαμαντή Αξιώτη, που προέρχεται από το μυθιστόρημά του Το ελάχιστον της ζωής του (Κέδρος, 1999), περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων Τόποι της Λογοτεχνίας (εκδόσεις Καστανιώτη, 2015).
*Ο Διαμαντής Αξιώτης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1942, όπου και ζει. Υπεύθυνος, επί σειρά ετών, των λογοτεχνικών περιοδικών ΣΚΑΠΤΗ ΥΛΗ και ΥΠΟΣΤΕΓΟ.
Εξέδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές, δύο συλλογές διηγημάτων, ανθολογίες ποίησης και πεζογραφίας και τέσσερα μυθιστορήματα: Το ελάχιστον της ζωής του, 1999, Πλωτές γυναίκες, 2002, Μοιρασμένα χιλιόμετρα, 2004, λάθος λύκο, 2010.
Ποιήματα και πεζά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες και ανθολογίες.
Κείμενό του (Η Άννα του Κλήδονα) συμπεριελήφθη από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στη διδακτέα ύλη των κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στα αναγνωστικά της Β’ Γυμνασίου.
Συνεργάτης της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
*Τα στοιχεία που αφορούν τη ζωή και το έργο του Διαμαντή Αξιώτη προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο του ιδίου.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος