Παρά τις δυσκολίες, η παράδοση αιώνων διατηρείται, αν και κινδυνεύει να χαθεί, σύμφωνα με τους επαγγελματίες του χώρου της ξυλοναυπηγικής.
Το Καρνάγιο (ή αλλιώς Ταρσανάς) είναι όρος της ναυτικής γλώσσας, με λατινική προέλευση. Αναφέρεται στο τμήμα ή τα τμήματα του αιγιαλού, εντός λιμένων ή όρμων, που, λόγω ομαλής κλίσης, επιτρέπουν την ανέλκυση και την καθέλκυση μικρών σκαφών, πλοιαρίων ή ψαράδικων, είτε ξύλινων είτε πλαστικών, με σκοπό τη συντήρησή τους.
Γράφει στο OneMan ο Παναγιώτης Ρόντος
Τα καρνάγια αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας. Δυστυχώς, κανένα από τα καρνάγια που έχουν απομείνει δεν χαρακτηρίζεται από την ένταση και τη ζωντάνια του παρελθόντος, και ο ευρύτερος κλάδος της ξυλοναυπηγικής αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα.
Τα περισσότερα καρνάγια στην Ελλάδα, που επισκευάζουν σκάφη με τον παραδοσιακό τρόπο, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Στη Λευκάδα, τη Σύρο, τη Μαγνησία, την Κάλυμνο, τη Σάμο, την Αιτωλοακαρνανία, τη Χαλκιδική, καθώς και στην Καβάλα, μπορεί κανείς να βρει τα λίγα εναπομείναντα παραδοσιακά καρνάγια της Ελλάδας.
Στην Καβάλα, η παλαιότερη μαρτυρία για ναυπηγεία υπάρχει από το 1591. Βέβαια, ελάχιστα γνωρίζουμε για τους οθωμανικούς ταρσανάδες. Είναι, όμως, βέβαιο ότι η πόλη διέθετε χώρους για τον ελλιμενισμό, την επισκευή, τη συντήρηση και τη ναυπήγηση σκαφών.
Το 1922 ιδρύθηκε το καρνάγιο της Καβάλας, το οποίο σώζεται και λειτουργεί μέχρι σήμερα. Δίπλα του, την ίδια χρονιά, δημιουργήθηκε και το παλαιότερο εστιατόριο της πόλης. Σύμφωνα με τον κ. Ευθύμη Στεφανίδη, παλιό καραβομαραγκό που πλέον εργάζεται στο εστιατόριο του Καρνάγιου, το καρνάγιο χτίστηκε από Μικρασιάτες και αρχικά αποτελούνταν από τέσσερις επιχειρήσεις: δύο κατασκευαστήρια και δύο ανελκυστήρια.
Σήμερα, το καρνάγιο της Καβάλας φιλοξενεί μόνο μία ναυπηγοεπισκευαστική επιχείρηση, η οποία ασχολείται κυρίως με τη συντήρηση ξύλινων και πλαστικών σκαφών. Νέα μεγάλα σκάφη δεν κατασκευάζονται πια, ενώ μικρά φτιάχνονται όλο και λιγότερα. Παρά τις δυσκολίες, η παράδοση αιώνων διατηρείται, αν και κινδυνεύει να χαθεί, σύμφωνα με τους επαγγελματίες του χώρου.
Ο λόγος που σταμάτησε η κατασκευή νέων ξύλινων σκαφών, εκτός από το υψηλό κόστος, είναι οι αυστηροί ευρωπαϊκοί νόμοι, που δεν δείχνουν σεβασμό στην παράδοση και στην απαιτητική τέχνη των καραβομαραγκών. Το επάγγελμα, που γνώρισε ακμή τη δεκαετία του ’70, φθίνει και πλέον υπάρχουν ελάχιστα ναυπηγεία και ταρσανάδες.
Τα πρώτα πλαστικά σκάφη αναψυχής προκάλεσαν την πρώτη σοβαρή κρίση για τα ξύλινα σκάφη, οδηγώντας σταδιακά στην εξάλειψή τους. Ο πρόσφατος ευρωπαϊκός κανονισμός συνέβαλε περαιτέρω στη διάλυση του κλάδου.
Όλα ξεκίνησαν με την ευρωπαϊκή οδηγία του 1991, που δεν άφηνε πολλές επιλογές στους επαγγελματίες ψαράδες: είτε να αλλάξουν τη χρήση του σκάφους τους, είτε να το βυθίσουν σε υποδεικνυόμενο σημείο για να δημιουργηθεί τεχνητός ύφαλος, είτε να το καταστρέψουν.
Σύμφωνα με τον κ. Στεφανίδη, την περίοδο 1980-1990 στην Καβάλα κατασκευάστηκαν πολλά σκάφη, αλλά μετά το 2000 η δραστηριότητα αυτή σταμάτησε και πλέον πραγματοποιούνται μόνο επισκευές. Ένας ακόμη λόγος που το επάγγελμα χάνεται, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι η νέα γενιά δεν το συνεχίζει. Ο ίδιος αναφέρει: «Από μικρός ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά.
Έγραψα μια έκθεση στο δημοτικό για το τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω και την επόμενη μέρα ήρθα στο Καρνάγιο». Και συνεχίζει: «Αυτή η δουλειά δεν μαθαίνεται με γράμματα· πρέπει να είσαι εδώ. Για να την κάνεις, πρέπει να αγαπάς τη θάλασσα. Αν δεν τα έχεις καλά με τη θάλασσα, δεν τα πηγαίνεις καλά και με τα ξύλα».
Σήμερα, η μία και μοναδική επιχείρηση ανήκει στον Τζανή Καραμπά και τον πατέρα του Παναγιώτη. Ο Τζανής είναι τρίτης γενιάς στη δουλειά, καθώς και ο παππούς του δούλευε στο καρνάγιο της Καβάλας. Στα 29 του χρόνια, είναι ένας από τους νεότερους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτή την εργασία. Πρόκειται για μια δουλειά πολύ επίπονη, επικίνδυνη και με πολλές ευθύνες.
Ο Τζανής αναφέρει: «Δεν βρίσκω κανέναν να έρθει να κάνει αυτή τη δουλειά και όσοι έρχονται, φεύγουν σύντομα. Ακούω πολλούς, που δεν ξέρουν, να λένε “σιγά μωρέ, τι κάνετε, ένα κουμπί πατάτε”. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά και έχεις να κάνεις με ανθρώπινες ζωές».
Η διαδικασία της ανέλκυσης, ειδικά των μεγάλων σκαφών, όπου υπάρχουν άνθρωποι πάνω σε αυτά, είναι πολύ επίπονη και αγχωτική. Όταν ο καπετάνιος ενός γρι-γρι ή τράτας αποφασίζει να βγάλει το σκάφος του για επισκευή στο καρνάγιο, κατά τη διάρκεια της ανέλκυσης, ο ίδιος και οι Αιγύπτιοι αλιεργάτες του σκάφους βρίσκονται πάνω σε αυτό και βοηθούν στη διαδικασία.
Επιπλέον, κατά την επισκευή, εργάτες που προσλαμβάνει ο καπετάνιος δουλεύουν στο σκάφος. Οι επισκευές διαρκούν από έναν έως δύο μήνες, προτού το σκάφος είναι έτοιμο να ξαναβγεί στη θάλασσα. Κάποιοι από τους Αιγύπτιους αλιεργάτες δεν επιστρέφουν αυτούς τους μήνες στην πατρίδα τους, ώστε να ολοκληρώσουν την επισκευή του σκάφους.
Το σκάφος αφού ανελκυστεί περνά από διάφορες διαδικασίες επισκευής, με κάποια από αυτά να είναι το «ξύσιμο» με τροχό, μπαλώματα, διόρθωση των περιοχών που υπάρχει συγκέντρωση υγρασίας και φυσικά βάψιμο. Ο Μουσταφά, Αιγύπτιος αλιεργάτης που δουλεύει στην επισκευή του σκάφους, αναφέρει: «Η δουλειά αυτή είναι πολύ δύσκολη. Παρότι και το ψάρεμα είναι δύσκολο, το προτιμάμε από τη δουλειά στο Καρνάγιο».
Εκτός από τον Τζανή και τον πατέρα του, στο Καρνάγιο της Καβάλας θα βρει κανείς και τον κ. Ιορδάνη με τον κ. Γιάννη, δίδυμα αδέρφια 71 ετών, που δουλεύουν από τα 9 τους χρόνια. Παρά το γεγονός ότι είναι συνταξιούχοι, συχνά, όταν πρέπει να «τραβηχτεί» ένα μεγάλο σκάφος, βρίσκονται εκεί για να δώσουν συμβουλές και να βοηθήσουν όσο μπορούν.
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει εάν το Καρνάγιο της Καβάλας, ή οποιοδήποτε άλλο, θα μετατραπεί σε ξενοδοχείο ή απλώς θα κλείσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτά τα μέρη εξασθενούν χρόνο με τον χρόνο και το επάγγελμα χάνεται πλέον με γοργούς ρυθμούς.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι, όπως ο Τζανής, που δίνει καθημερινά τη μάχη του, προσπαθώντας να επιβιώσει σε μια δουλειά με ρίζες αιώνων. Όλα αυτά τα επαγγέλματα που κουβαλούν μια μεγάλη και μακρόχρονη παράδοση, έχουν κάτι μοναδικό και αυτό είναι το μεράκι και η αγάπη για αυτό που κάνεις.
Όπως είπε και ο κύριος Στεφανίδης: «Αυτή η δουλειά δε μαθαίνεται με γράμματα, πρέπει να είσαι εδώ. Για να την κάνεις, πρέπει να αγαπάς τη θάλασσα. Αν δεν τα έχεις καλά με τη θάλασσα, δεν τα πηγαίνεις καλά και με τα ξύλα».
πηγή: oneman.gr – Φωτογραφίες: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΟΝΤΟΣ