11 Ιανουαρίου 2024
Εάν η κυβέρνηση του Ερντογάν υψώσει τη φωνή της ενάντια στην εξόντωση των Παλαιστινίων, θα γίνει λιγότερο τύραννος;
Η άγρια καταστολή στην Τουρκία και ο πόλεμος κατά των κούρδων και στη Ροζάβα μετριάζουν τη βαρύτητα της κραυγής που τον καταδικάζει από όταν, πριν από τριάντα χρόνια, ήταν μόνο ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης;
Σε πολλούς από τους αναγνώστες μας, ευτυχώς, αυτό θα μοιάζει με μια ρητορική ερώτηση. Ωστόσο, η λογική που απαιτεί άφθονες δόσεις συγκατάβασης προς τον εχθρό του εχθρού μου, τον «κυριότερο», ήταν πάντα πολύ παρούσα στους αγωνιστές -ή, αν προτιμάτε, στους ακτιβιστές- και τους αριστερούς δημοσιογράφους, καθώς και στα κινήματα.
Συμβαίνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο, όπως επισημαίνει εδώ ο Raúl Zibechi, όταν οι πόλεμοι καθίστανται η κυρίαρχη πτυχή της καθημερινής ζωής όπως τώρα. Και μετά όταν παραμένουμε αιχμάλωτοι του τακτικισμού, της γεωπολιτικής και της διαμάχης μεταξύ αυτοκρατοριών και κρατών-Εθνών.
Ο Zibechi, που ζει στη Νότια Αμερική, επισημαίνει για άλλη μια φορά πώς η εμπειρία πολλών αυτόχθονων πληθυσμών της Λατινικής Αμερικής είναι ένα χρήσιμο σημείο αναφοράς – όχι ένα πρότυπο – για να αντισταθούμε στον πειρασμό να αναστείλουμε την κριτική προς τον εξορυκισμό ή τη λεηλασία που καταστρέφει τα εδάφη, του ίδιου ή των άλλων, όταν φέρουν την υπογραφή της Βραζιλίας, της Κίνας, της Νότιας Αφρικής ή άλλων χωρών με ραγδαία αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες γίνονται ανταγωνιστές–competitor ή επικίνδυνοι αντίπαλοι του χειρότερου ιμπεριαλισμού, επειδή ισχυρότερος, αυτός της σημαίας με αστέρια και ρίγες.
Εν τω μεταξύ, από την 1η ιανουαρίου, έξι νέα μέλη έχουν ενταχθεί στην ομάδα «Brics», μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, η Αίγυπτος και η Αργεντινή. Οι ομάδες αντίστασης για τις οποίες γράφει ο Ραούλ δεν πίστεψαν ποτέ ότι η εμφάνιση νέων παγκόσμιων δυνάμεων θα μπορούσε να βελτιώσει τη συγκεκριμένη κατάστασή τους.
Για αυτές τις αντιστασιακές ομάδες δεν υπάρχουν εναλλακτικές: ή θα μάθουν να αμύνονται, όπως έκαναν για παράδειγμα οι ζαπατίστας για τριάντα χρόνια μέσα σε χίλια προβλήματα και όχι χωρίς να κάνουν λάθη, είτε θα υποκύψουν στα «εθνικά» συμφέροντα των νέων ελίτ που συνδέονται με τις λεγόμενες αναδυόμενες δυνάμεις
Όταν οι πόλεμοι καθίστανται η κυρίαρχη πτυχή της καθημερινής ζωής, όταν ισοπεδώνουν τη σταθερότητα των σωμάτων και των ζωών, τα κινήματα χειραφέτησης αναγκάζονται να υιοθετήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική. Διαφορετικά διατρέχουν τον κίνδυνο να πάψουν να υπάρχουν ως τέτοια, δηλαδή ως οργανώσεις που αγωνίζονται για την απελευθέρωση του λαού τους και για έναν νέο κόσμο.
Εάν τα οργανωμένα κινήματα και λαοί δεν υιοθετήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική απέναντι στον πόλεμο, θα εξαρτώνται από τις ένοπλες δυνάμεις του έθνους-Κράτους για την άμυνά τους.
Δεν θα έχουν την παραμικρή ανεξαρτησία για να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις στα εδάφη τους και δεν θα υπάρχει άλλος τρόπος από το να υποταχθούν σε αυτό που θα αποφασίζουν οι ένοπλες δυνάμεις.
Δυστυχώς, είναι αυτό που συμβαίνει με ορισμένα κινήματα, ακόμη και μεταξύ των πιο ισχυρών στη Νότια Αμερική: παραμένουν μέσα στην κρατικιστική λογική και δεν ενδιαφέρονται να ξεφύγουν από αυτήν.
Μερικά από αυτά έχουν συμμορφωθεί με τη γεωπολιτική και περιορίζονται στο να θεωρούν μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις δυτικές χώρες, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, ως ιμπεριαλιστικές.
Με την ίδια λογική, γίνονται υποστηρικτές χωρών σε σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η Κίνα, η Ρωσία ή το Ιράν, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι τα Κράτη αυτά καταπιέζουν τους δικούς τους αλλά και άλλους λαούς, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Φτάνουν ακόμη και να στηρίζουν την τουρκική κυβέρνηση, παρά τις συνεχείς παραβιάσεις των δικαιωμάτων των προσώπων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αλλά υπάρχουν άλλα κινήματα, και νομίζω ότι είναι η πλειοψηφία, που δεν ευθυγραμμίζονται με τα Κράτη τους, ούτε συνδέονται με μια γεωπολιτική λογική, ούτε βλέπουν σωτηρία στην Κίνα ή τη Ρωσία.
Ωστόσο, δεν έχουν δώσει χρόνο στον εαυτό τους να αναλογιστούν τον πόλεμο ούτε αξιολογούν τη σημασία που θα έχει αυτός στο μέλλον. Είναι απαραίτητο να συζητήσουμε με αυτή τη δεύτερη ομάδα, να εξηγήσουμε ότι οι πόλεμοι θα είναι το καθημερινό ψωμί των επόμενων ετών, τόσο στη διακρατική εκδοχή τους όσο και στην παραλλαγή του «πολέμου κατά των ναρκωτικών». Και οι δύο προωθούν τον μιλιταρισμό και τις πιο διαφορετικές μορφές βίας.
Τα τελευταία χρόνια οι συζητήσεις στο οργανωμένο κομμάτι των λαών μας επικεντρώθηκαν σε πολύ συγκεκριμένα και καθημερινά θέματα, αλλά δεν κατέστη δυνατό να ανοιχτούν σε πιο παγκόσμια ζητήματα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Υπάρχει μια ξεκάθαρη αντικατασταλτική και ενίοτε αντικρατική ένταση, αλλά αυτή υπάρχει περισσότερο ως αντανακλαστική παρά ως συνέπεια μιας ευρείας οπτικής.
Τέλος υπάρχει ένας τρίτος τομέας που έχει αναλάβει τη συλλογική αυτοάμυνα ενάντια στον εξορυκτισμό και έχει ήδη εμπειρία στην εκπαίδευση ιθαγενών, φρουρών, μαύρων και αγροτικών, πάνω απ’ όλα στη Νότια Αμερική.
Το να εξοπλίζεσαι με φρουρές αυτοάμυνας είναι ένα αποφασιστικό βήμα γιατί σημαίνει να αποστασιοποιείσαι από το έθνος-Κράτος και τις ένοπλες και αστυνομικές δυνάμεις του για να προστατεύεις τους δικούς σου χώρους και την ζωή από κοινού.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο τρίτος τομέας έχει πάρει το δρόμο της αυτονομίας και δεν εμπλέκεται πλέον σε εκλογικές διαμάχες. Η ζαπατιστική εμπειρία είναι αναμφίβολα σημαντική, όχι μόνο για την ικανότητα υπεράσπισης των εδαφών της αλλά και για την οικοδόμηση σε αυτά ενός κόσμου διαφορετικού από αυτόν του καπιταλισμού.
Οι λαοί μαπούτσε, nasa, misak και δεκάδες λαοί του Αμαζονίου κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Έχουν τα δικά τους προγράμματα, μακριά από εκείνα του Κράτους και των κομμάτων, σχεδόν πάντα συνδεδεμένα με την ανάκτηση και την υπεράσπιση των εδαφών τους και του τρόπου ζωής τους.
Αυτές οι ομάδες μπορεί να μην έχουν συζητήσει για τους τρέχοντες και τους μελλοντικούς πολέμους, αλλά έχουν μια μακρά εμπειρία στην αντίσταση στον κατακτητικό πόλεμο που διήρκησε πέντε αιώνες, γεγονός που τις τοποθετεί σε μια ιδιαίτερη θέση.
Από όσα ειπώθηκαν, φαίνεται ξεκάθαρο ότι οι αυτόχθονες λαοί της Λατινικής Αμερικής ακολουθούν έναν δρόμο αυτοάμυνας που ακολουθούν και θα ακολουθήσουν και άλλα κινήματα και οργανώσεις.
Η μακροχρόνια εμπειρία τους είναι ζωτικής σημασίας, όπως μπορούμε να δούμε καθημερινά στο νότο της ηπείρου μας, όπου όλες οι αντιστάσεις στην μεταλλευτική βιομηχανία και τον εξορυκτισμό αναφέρονται –σχεδόν αναπόφευκτα– στις αντιστάσεις των ιθαγενών.
Αυτές οι αντιστασιακές ομάδες δεν πίστεψαν ποτέ ότι η εμφάνιση νέων παγκόσμιων δυνάμεων θα μπορούσε να βελτιώσει τη συγκεκριμένη κατάστασή τους. Περισσότερα: βίωσαν πώς η άνοδος της βρετανικής κυριαρχίας και η ταυτόχρονη παρακμή της ισπανικής αυτοκρατορίας όχι μόνο δεν βελτίωσαν την κατάστασή τους, αλλά στην πραγματικότητα την επιδείνωσαν.
Κάτι παρόμοιο συνέβη με τον πόλεμο της Araucanía στη Χιλή και την κατάκτηση της ερήμου στην Αργεντινή, που ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα μεταξύ της δεκαετίας του 1860 και του 1880, που έδωσαν αρχή στη μακρά απαλλοτρίωση εναντίον των λαών που κατοικούσαν σε εκείνες τις επικράτειες πριν από το σχηματισμό των μετα-αποικιακών Κρατών.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ετούτες οι αντιστάσεις γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν συντομότερες οδοί: είτε αμύνονται ή θα υποκύψουν στα χέρια των νέων ελίτ που συνδέονται με τις λεγόμενες αναδυόμενες δυνάμεις.
Αρχική έκδοση σε Desinformémonos
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος Comune.info