Εν αναμονή του αποτελέσματος της πολύκροτης και πολύχρονης -επτά χρόνια- δίκης της Χρυσής Αυγής, προδημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα από το υπό έκδοση – Νοέμβριος 2020, εκδ. Κίχλη – μυθιστόρημα του Διαμαντή Αξιώτη, «Συλλέκτης κάθε μίσους», δείγμα των συνθηκών και του κλίματος που εξέθρεψαν παρόμοιες νεοναζιστικές οργανώσεις.
Αφιερωμένο σε όλους αυτούς που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΙ.
Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2008
[ … ]
Με την Ρεβέκκα -συγκρατούμενό μου κάποτε στις φυλακές Υψίστης Ασφαλείας όπου έμεινα για δέκα τέσσερα χρόνια για ένα φόνο που δεν έκανα – φέρνουμε κύκλους στο Βαρδάρι. Περνάμε δυτικά στα σκοτάδια της Προμηθέως, Αφροδίτης και Βάκχου. Μπροστά μας σταματάει ένα τζιπ που βγήκε από ένα στενό. Σε κλάσμα δευτερολέπτου έξι κοντοκουρεμένοι άντρες, ντυμένοι στα μαύρα, ακροβολίζονται κατά μήκος του δρόμου. Στην πλάτη τους σηματοδοτεί η οργάνωση στην οποία ανήκουν: ΑΤΣΑΛΙΝΑ ΚΡΑΝΗ. Κρατάν σιδερολοστούς και καδρόνια. Περνάν ανάμεσα από ελαστικά και μποτίλιες υγραερίου για να φτάσουν πίσω από μια μισογκρεμισμένη μάντρα. Ψάχνουν κάποιον ή κάτι. Ο δρόμος είναι έρημος, οι μόνοι περαστικοί είμαστε η Ρεβέκκα κι εγώ. Έντρομοι τραβιόμαστε στην εσοχή μιας εισόδου. Μας πλησιάζει ο πιο ψηλός από τους έξι.
– Με σένα θα τα πούμε σύντομα, απειλεί. Εδώ σε κρατάω μωρή λουμπίνα, δείχνει τη γροθιά του.
Καταπίνω το σάλιο μου. «Με ποιον από τους δύο θα τα πει σύντομα;», αναρωτιέμαι «Ποιον από τους δύο κρατάει στη γροθιά του;»
– Εμένα, με καθησυχάζει η Ρεβέκκα. Σου είπα ότι διανύω περίοδο χάριτος.
Κρύβεται πίσω από την πλάτη μου.
– Το ξέρω, λέει, αξίζω να πεθάνω με μαρτύρια, αλλά όχι απ’ τα δικά τους χέρια.
Πίσω από σκουριασμένα κάγκελα έχει στηθεί ένας πρόχειρος πάγκος, όπου ο μελαψός κάτοχός του φτιάχνει πίτες, τσάι, καφέ και πάαν.
Απέναντι υπάρχει ένα στενάχωρο μαγαζί, βαμμένο στο χρώμα της ώχρας, χαμηλά μαύρο. Τους τοίχους του στολίζουν αποφθέγματα από το Κοράνι, με επίχρυσα καλλιγραφικά γράμματα.
Οι τρεις από τους άντρες στρέφονται προς τον πάγκο, οι υπόλοιποι ορμούν κατά του μαγειρείου.
– Ντινκάαας!…, ακούγεται μια στριγκλιά γυναικεία φωνή από το μαγαζί.
Ο Ντινκάς προβάλει σαστισμένος. Στέκεται αποσβολωμένος, κοιτάζοντας τους άντρες με τους λοστούς.
– Φαΐν!…, φωνάζει η ίδια γυναίκα, όπως θα φώναζε βοήθεια.
Εμφανίζεται ασθμαίνοντας ένας κοντός χοντρός άντρας. Από την άσπρη ποδιά συμπεραίνω ότι είναι ο μάγειρας. Οι τρεις της ταβέρνας τραβιούνται πανικόβλητοι και κλειδώνουν την πόρτα από μέσα. Ο Αρχηγός της ομάδας φωνάζει:
– Για την Ελλάδα.
Τα παλικάρια ουρλιάζουν:
– Έτοιμοι.
– Δράση.
– Πάντα.
Αναποδογυρίζουν τον πάγκο, ποδοπατάν το εμπόρευμα. Οι απέναντι σπάζουν την τζαμαρία, πετώντας στο δρόμο ό,τι βρουν μπροστά τους και τους ερεθίζει. Καταστρέφουν τα θρησκευτικά σύμβολα στους τοίχους, βρίζουν, απειλούν, βαράν στο ψαχνό.
– Xaram, xaram, τραβάει η γυναίκα τα μαλλιά της.
Ένας βγάζει μαχαίρι.
– Σκουλήκια, ορμάει.
Τη μαχαιρώνει πολλές φορές στην κοιλιά. Ρίχνει περισσότερες στον άντρα.
– Εμείς Έλληνες γεννηθήκαμε και Έλληνες θα πεθάνουμε, ουρλιάζει όσο χτυπάει.
Κάποτε τα παλικάρια σταματάν. Ο ιδρώτας τους τρέχει ποτάμι. Με μαύρο σπρέι γράφουν στους τοίχους συνθήματα, σχηματίζουν νεκροκεφαλές και σβάστικες.
– Μας τα ‘πρηξαν τα καριόλια, ακούγεται ο Αρχηγός. Τίγκα στην παρανομία, τη βρόμα και τα ναρκωτικά. Πρέπει να τελειώνει μια και καλή αυτή η ιστορία.
Εμφανίζεται ένας περαστικός με ψωραλέα φάτσα, που κοντοστέκεται για να δει.
– Τι κοιτάς ρε φίλε; του επιτίθεται ένας της ομάδας. Αν τους θέλεις μπορείς να τους πάρεις σπίτι σου. Σήμερα χαρίζουμε, στους κάνουμε χάρισμα. Άι σιχτίρ από δω, παλιομαλάκα.
Πριν επιβιβαστούν στο τζιπ, ο ίδιος ψηλός πιάνει από το σβέρκο την Ρεβέκκα.
– Εσύ, πουτανίτσα, έχε το νου σου, λέει. Αυτές τις μέρες θα σε χρειαστούμε. Έχουμε “Επιχείρηση ΜΚ”*. Ξέρεις εσύ.
Η Ρεβέκκα σφίγγεται περισσότερο επάνω μου.
– Έληξε η περίοδος χάριτος, πάει…, ψελλίζει, και σωριάζεται στο χώμα.
- ΜΚ (ΜαΚεδονία) είναι το σήμα που φέρουν παράνομα στις πινακίδες τους οι σκοπιανές νταλίκες. Μία απ’ αυτές θα είναι ο επόμενος στόχος τους. [ … ]