Ο Συμεών Νικ. Μαυρίδης γεννήθηκε στην Καβάλα. Είναι πτυχιούχος Νομικής (2005), Κοινωνικής Διοίκησης (2009) και Πολιτικών Επιστημών (2013) του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
Επιπλέον, διαθέτει μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Διοίκηση του ΔΠΘ (2010) και μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση του Πανεπιστημίου Λευκωσίας (2015), καθώς και διδακτορικό δίπλωμα στο Τμήμα της Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ (2014).
Έκτοτε διδάσκει ως συμβασιούχος σε διάφορα πανεπιστημιακά τμήματα. Έως το 2019 άσκησε μάχιμη δικηγορία ως δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Σήμερα υπηρετεί ως γραμματέας στο Πρωτοδικείο Καβάλας.
Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τα έργα:
- Το δίλημμα ελευθερία ή ασφάλεια στην ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής και η περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών (Νομική Βιβλιοθήκη, 2015)
- Η τρομοκρατία και το δικαίωμα στην επανάσταση (Ξυράφι, 2016)
- Το ζήτημα της εκτελεστότητας των πράξεων των εκκλησιαστικών αρχών (Παρατηρητής της Θράκης, 2018)
- The right of revolution (Scholars’ Press, 2018)
- Οι τελευταίοι υπερασπιστές της Χριστούπολης – Η ημιαυτόνομη πολιτεία των αδελφών Αλεξίου και Ιωάννου στην Ανατολική Μακεδονία πριν την οθωμανική κατάκτηση 1342-1387 (Παρατηρητής της Θράκης, 2020) – το οποίο μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Από πότε ξεκινά η αγάπη σας για την Ιστορία;
Η αγάπη για την Ιστορία ξεκίνησε από μικρή ηλικία και ειδικότερα από την Α’ Δημοτικού, όταν ξεκίνησα να διαβάζω το τότε βιβλίο της Στ’ Δημοτικού με τίτλο Ελληνική ιστορία των νεότερων χρόνων των Ν. Διαμαντοπούλου και Α. Κυριαζοπούλου (1988), το οποίο ήταν στην κατοχή της μεγαλύτερης ηλικιακά αδερφής μου.
Έκτοτε, μέχρι και σήμερα, πάντα το συγκεκριμένο βιβλίο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου.
Έτσι, ερωτεύτηκα την Ιστορία και ξεκίνησα να διαβάζω ιστορικά βιβλία, συνεχώς, πέρα από το στενό πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος.
Ποια είναι τα πρώτα σας ιστορικά βιβλία;
Ένα συγκλονιστικό και σπάνιο βιβλίο είναι του Allan Clark (1968) με τίτλο ΒΑΡΒΑΡΟΣΣΑ ή Γερμανορωσσική Σύρραξις 1941-1945 (Αθήναι: Στρατιωτικόν Τυπογραφείον), 632 σελίδων, το οποίο κράτησα, αφού το ανακάλυψα τυχαία στη βιβλιοθήκη του παππού μου στο χωριό μου, στο οποίο υπάρχει και ιδιόχειρη αφιέρωση!
Ένα δεύτερο βιβλίο είναι του B.H. Liddell Hart (1950) με τίτλο Η άλλη πλευρά του λόφου, του εκδοτικού οίκου Σπύρου Α. Τζηρίτα (Αθήναι), 580 σελίδων.
Αμφότερα τα βιβλία έχουν ως επίκεντρο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πραγματεύονται θέματα στρατιωτικής ιστορίας.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Οι τελευταίοι υπερασπιστές της Χριστούπολης;
Για μεγάλο χρονικό διάστημα μελετούσα τη δυναστεία των Γατελούζων (Gattilusi), ενός οίκου με καταγωγή από τη Γένοβα.
Οι Γατελούζοι αποτελούν μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις δυτικών, καθολικών στο θρήσκευμα, στρατευμάτων που όχι μόνο αναγνώριζαν παντού και πάντα το Βυζάντιο ως επικυρίαρχο, αλλά και που το βοήθησαν μέχρι την ολοκληρωτική ήττα τους από τους Οθωμανούς, στη Λέσβο το 1462.
Μια από τις πολλές πρωτοτυπίες των Γατελούζων, λοιπόν, ήταν ότι είχαν δημιουργήσει σταδιακά ένα αρχιπελαγικό κράτος, το οποίο είχε επεκταθεί τόσο σε νησιά όσο και σε ηπειρωτικά εδάφη.
Ένα από τα νησιά που διοικούσαν στις αρχές του 15ου αιώνα ήταν και η Θάσος, όπου πλην τοις άλλοις ήλεγχαν και ένα κάστρο στο σημερινό ορεινό χωριό Κάστρο. Το πρόβλημα που με ταλάνιζε ήταν ποιος και πότε έχτισε αυτό το κάστρο, διότι παραδόξως ως Καβαλιώτης δεν γνώριζα την ύπαρξή του.
Από τη μελέτη του ιστορικού υλικού γρήγορα αντιλήφθηκα ότι εκείνη την περίοδο δύο αδέρφια –χωρίς επώνυμο– διαφέντευαν την περιοχή, ο Αλέξιος και ο Ιωάννης, και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, παρατήρησα ότι υπήρχε ένα τεράστιο κενό στη βιβλιογραφία.
Ως εκ τούτου, άφησα προσωρινώς την ολοκλήρωση του ογκώδους έργου με τίτλο Η δυναστεία των Γατελούζων, το οποίο μάλιστα είχε ήδη ολοκληρωθεί σε ποσοστό 80-90%, και ξεκίνησα τη συγγραφή του παρόντος έργου, με απώτερο σκοπό να ανοίξει η συζήτηση για ζητήματα της τοπικής ιστορίας, τα οποία για διαφόρους λόγους είχαν παραμείνει στα αζήτητα για δεκαετίες και να βάλω ένα μικρό λιθαράκι στην κατανόηση της τοπικής ιστορίας.
Ποιοι είναι οι τελευταίοι υπερασπιστές της Χριστούπολης (Καβάλας);
Οι τελευταίοι υπερασπιστές της Χριστούπολης είναι δύο αδέρφια μικρασιατικής καταγωγής, οι οποίοι τη διοίκησαν αδιαλείπτως, συνολικά περίπου 40 χρόνια, ο Αλέξιος ο Μέγας Στρατοπεδάρχης και ο Ιωάννης ο Μέγας Πριμικήριος, οι οποίοι στην πορεία συγγένεψαν με τον οίκο των Παλαιολόγων.
Μου προξένησε εντύπωση ότι ολόκληρα βιβλία για την τοπική ιστορία της Καβάλας ανέφεραν για το βυζαντινό παρελθόν ελάχιστα στοιχεία.
Πώς κατάφεραν τα αδέλφια Αλέξιος και Ιωάννης και δημιούργησαν μια μικρή ημιαυτόνομη βυζαντινή πολιτεία, με επίκεντρο τη Χριστούπολη;
Ήταν ικανότατοι μαχητές, αλλά τους βοήθησε παράλληλα μια πλειάδα συγκυριών. Ο τακτικός βυζαντινός στρατός είχε διαλυθεί λόγω των δύο εμφυλίων πολέμων εκείνης της περιόδου, όμως η Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία τοπικά έπρεπε με κάποιον τρόπο να διοικηθεί.
Υπό αυτήν την έννοια, εκείνη την εποχή, ικανοί ηγήτορες μπορούσαν να ανελιχθούν γρηγορότερα σε μια μικρή, σχετικά, γεωγραφική περιοχή, λόγω των πολλών δυσκολιών που είχαν να αντιμετωπίσουν.
Ποιους συμμάχους προσεταιρίστηκαν και ποιες ήταν οι διπλωματικές κινήσεις που έκαναν για να επιβιώσουν στην πολιτική σκηνή;
Προσεταιρίστηκαν τους πάντες. Καταρχήν, στον λαό τους ήταν πολύ αγαπητοί. Παράλληλα, αντιλήφθηκαν γρήγορα τον κομβικό ρόλο της Εκκλησίας, γι’ αυτό «μεσολάβησαν» στον Πατριάρχη Κάλλιστο Α’ ώστε μετά τον θάνατο του τοπικού μητροπολίτη Χριστουπόλεως Μακαρίου, το 1362/1363, να τον διαδεχθεί αυτός που θεωρούσαν ότι είναι ο ικανότερος, και συγκεκριμένα ο τότε επίσκοπος Πολύστυλου (Άβδηρα) Πέτρος.
Από τις ευρύτερες συμμαχίες ξεχωρίζει η στρατιωτική ναυτική συνεργασία του Μεγάλου Πριμικήριου Ιωάννη με τους Βενετούς το 1372/73 εναντίον των Οθωμανών, όπως και η κτήση της βενετικής πολιτογράφησης από τον Μεγάλο Πριμικήριο Ιωάννη το 1374.
Τέλος, τα δύο αδέρφια είχαν αγαστή συνεργασία και με το Οίκο των Παλαιολόγων, με τους οποίους συγγένεψαν. Ειδικότερα, ο τότε κραταιός αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, πέραν των λοιπών αξιωμάτων, πριν από το 1357, έδωσε στον Ιωάννη για σύζυγό του μια εξαδέλφη της αυτοκράτειρας, την Άννα Ασανίνα Κοντοστεφανίνα, η οποία έγινε Πριμικήρισσα.
Ποιες ήταν οι πιο σπουδαίες κτήσεις τους;
Η ημιαυτόνομη παραθαλάσσια ηγεμονία τους περιελάμβανε, πλην τοις άλλοις, την τότε Χριστούπολη (σημερινή Καβάλα), την τότε Ανακτορούπολη (σημερινή Νέα Πέραμο), τη Χρυσούπολη του Στρυμόνα και το νησί της Θάσου, με επίκεντρο τον σημερινό Λιμένα.
Όλες αυτές οι περιοχές διέθεταν εκείνη την εποχή ισχυρά παραθαλάσσια κάστρα.
Πώς ανακαλύψατε την ξενόγλωσση βιβλιογραφία, καθώς και το εξαιρετικά πλούσιο εποπτικό υλικό, ήτοι τον σημαντικό αριθμό των ιστορικών χαρτών;
Τόσο οι χάρτες όσο και η ξενόγλωσση βιβλιογραφία έγιναν ευκολότερα κτήμα μου λόγω της προγενέστερης πολυετούς πείρας στην αναζήτηση πηγών. Σίγουρα, πάντως, απαιτείται υπομονή και επιμονή, ενώ βοήθησε ιδιαίτερα και το διαδίκτυο. Χωρίς το διαδίκτυο, το βιβλίο θα ήταν ελλιπές.
Πριν εκδοθεί το βιβλίο σας, ήταν γνωστή στην ελληνική βιβλιογραφία η ιστορία της Χριστούπολης;
Πολύ περιορισμένα, κυρίως σε ειδικούς και ακαδημαϊκούς, σε ορισμένους λάτρεις της Ιστορίας και σε κάποιους ιστορικούς (π.χ. Εφορεία Αρχαιοτήτων). Μου προξένησε εντύπωση ότι ολόκληρα βιβλία για την τοπική ιστορία της Καβάλας ανέφεραν για το βυζαντινό παρελθόν ελάχιστα στοιχεία.
Από αυτούς που ασχολήθηκαν με την επίμαχη περίοδο (14ος αιώνας) ξεχωρίζω ενδεικτικά τους Lemerle (1945), Χιόνη (1968), Ostrogorsky (1971), Kravari (1991), Αποστολίδη (2013), Kondyli (2017) και ορισμένους σύγχρονους ιστορικούς, όπως τον κ. Κυριάκο Λυκουρίνο, ο οποίος επιτελεί σπουδαίο έργο.
Αν όμως κάτι δεν θεωρούμε ότι είναι δικό μας, ότι είναι ελληνικό, πώς θα το γνωρίσουμε, πώς θα το αγαπήσουμε;
Γιατί οι σημερινοί Έλληνες δεν γνωρίζουν καλά την ιστορία της χώρας μας;
Το ζήτημα που θίγετε είναι τεράστιο και κεφαλαιώδους σημασίας. Η απάντηση δεν είναι απλή και το θέμα επιδέχεται πολλών αναλύσεων. Η άποψή μου είναι ότι η Ιστορία δεν διδάσκεται σωστά στο σχολείο.
Επίσης, οι Έλληνες δεν έχουν αντιληφθεί τη σημασία της γνώσης της ελληνικής Ιστορίας, ότι δηλαδή εφόσον σταδιακά τη γνωρίσουν, όλη η υπόλοιπη ζωή τους θα γίνει πιο εύκολη και κυρίως πιο ενδιαφέρουσα. Φανταστείτε ένα παζλ, όπου σταδιακά τοποθετούνται τα κομμάτια.
Από την άλλη, ήδη από τη δεκαετία του ’90, ίσως και παλαιότερα, όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν τεθεί υπό αδήλωτο διωγμό, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Παράλληλα, μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ, έχει εξυψωθεί σε δυσθεώρητο βαθμό τόσο ο υλισμός όσο και ο ρόλος της τεχνολογίας.
Η καλλιέργεια του πνεύματος δεν προβάλλεται. Συγχρόνως, η γνώση της Ιστορίας, ιδίως της ελληνικής, απαιτεί χρόνο και είναι πιθανό ένας άνθρωπος της εποχής μας να αδυνατεί να κατανοήσει γιατί να δαπανήσει τόσο χρόνο. Φυσικά, εάν κάτι δεν το γνωρίζεις, δεν γίνεσαι καλός σε αυτό και φυσικά δεν το αγαπάς.
Τέλος, σημαντικό είναι και το ζήτημα της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού. Νομίζω πως μια ισχνή μειοψηφία, με τεράστια όμως επιρροή στη λήψη αποφάσεων και στα κέντρα εξουσίας, είτε δεν την ασπάζεται είτε την αποκρύπτει, συνήθως με έμμεσους τρόπους.
Αν όμως κάτι δεν θεωρούμε ότι είναι δικό μας, ότι είναι ελληνικό, πώς θα το γνωρίσουμε, πώς θα το αγαπήσουμε; Για παράδειγμα, η περίοδος του Βυζαντίου (που η σωστή ονομασία είναι Ανατολική ή, κατά την άποψή μου, Νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) δεν έχει αναδειχθεί όσο θα έπρεπε.
Ποιος είναι ο ρόλος του σχολείου στη μάθηση της Ιστορίας;
Είναι κομβικός. Όμως γίνονται λάθη και οι μαθητές παρά τον κόπο τους δεν θυμούνται ιστορικά γεγονότα. Με απλές κινήσεις, όμως, μπορεί η κατάσταση να βελτιωθεί. Προσωπικά, θα πρότεινα δύο λύσεις.
Πρώτον, το μάθημα της Ιστορίας από το δημοτικό μέχρι και το λύκειο να διδάσκεται από ένα ογκώδες βιβλίο. Ένα. Αυτή η επιλογή έχει το τεράστιο πλεονέκτημα ότι ο μαθητής αντιλαμβάνεται την ιστορική συνέχεια των γεγονότων.
Δεύτερον, η Ιστορία είναι ζήτημα ποιοτικό, όχι ποσοτικό. Άλλωστε, δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να συγκρατεί τόσες πληροφορίες. Επομένως, κατά την άποψή μου, το βάρος πρέπει να δοθεί στην αγάπη για την Ιστορία και όχι τόσο στην ξερή απομνημόνευση κάποιων ατέλειωτων γεγονότων.
Δηλαδή, είναι σημαντικό να καταλάβει κάποιος πώς έγινε κάτι, όχι ότι έγινε κάτι. Για παράδειγμα, είναι λάθος να αναφέρουμε ότι το 1945 έπεσε το Βερολίνο, ότι υπήρχαν διαιρεμένοι τομείς και ότι μετά έγινε ο αποκλεισμός κ.λπ.
Είναι σημαντικότερο να ειπωθούν λιγότερα σε χρονικό βάθος αλλά αναλυτικότερα, δηλαδή στο συγκεκριμένο παράδειγμα: πώς έπεσε το Βερολίνο κ.ο.κ. Το μυστικό είναι ο εμπλουτισμός με στοιχεία στρατιωτικής-πολιτικής ιστορίας και ευρύτερα από λεπτομέρειες, έτσι ώστε να αναδειχθεί ο πόνος, ο κόπος αλλά και η χαρά, να μπουν οι διάλογοι των προσωπικοτήτων, των πρωταγωνιστών, δηλαδή, να προστεθεί το συναίσθημα.
Έτσι, η πληροφορία θα μείνει και θα αναδειχθεί συγχρόνως η αξία του γεγονότος. Δεν είμαι ιστορικός, απλώς λέω τη γνώμη μου εμπειρικά.
Ποια ιστορικά βιβλία θα μας προτείνατε να διαβάσουμε;
Το Χρονικό του 20ού αιώνα αποτελεί μια κλασική διαχρονική επιλογή ποιότητας. Κάποιες άλλες προτάσεις που για διάφορους λόγους θα ξεχώριζα αποτελούν: α) Η τρίτομη Ιστορία των Σταυροφοριών του Στήβεν Ράνσιμαν (1977-78-79), Εκδόσεις Γενικού Επιτελείου Στρατού, β) Τα τετράδια Βουλγαρικής κατοχής, Ανατολική Μακεδονία 1916-1918, τόμος 1ος (2010), Καβάλα, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, και γ)Το αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (2009), 1ος τόμος, των Εκδόσεων Πάπυρος.
πηγή: diastixo.gr