Γράφει ο Κώστας Κατιώνης
Δώδεκα χρόνια μετά την Ολυμπιάδα δόθηκε η ευκαιρία σ’ ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων (όπως και τότε) να δείξουν ξανά το «άλλο» πρόσωπο του ΄Ελληνα, πέρα απ’ αυτό το συνηθισμένο της διαπλοκής, της τσαπατσουλιάς, της αδιαφορίας, της αρπαχτής. Φυσικά δεν είναι μόνο οι 50.000 περίπου άνθρωποι που ήταν εκεί οι οποίοι διακατέχονται από τέτοια συναισθήματα. Είναι πάρα πολλοί ΄Ελληνες. Μόνο που θέλουν φωτισμένους ανθρώπους, ανιδιοτελείς με όμορφες ιδέες («άχρωμες» ή αλλιώς μη κομματικές) να τραβήξουν μπροστά όλο αυτό το πλήθος κα να το οδηγήσουν σε λαμπρές συλλογικές κινήσεις για το καλό όλων αυτών που υποφέρουν, πεινούν και πονούν.
Και πρώτα η ιδέα. Μπράβο σ’ αυτόν που την εμπνεύστηκε και σ’ αυτούς που βοήθησαν να υλοποιηθεί. Πραγματοποιήθηκε δε σ’ έναν από τους πιο όμορφους χώρους της Ελλάδας (και ίσως παγκοσμίως) στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η τιμή του εισιτηρίου 5 ευρώ, άριστη και ανάλογη και η ανταπόκριση του κόσμου. Ένα μεγάλο πλήθος, οι περισσότεροι νέοι, να πηγαίνει όμορφα και σεμνά να καταθέτει τις σακούλες με τα τρόφιμα (περίπου 130 τόνοι τροφίμων) να συμμετέχει με ιδιαίτερη προσοχή στους στίχους, στις μελωδίες, στους καλλιτέχνες. Στα δε πρόσωπα να κυριαρχεί η χαρμολύπη. Χαρά γιατί συμμετείχαν σ ’αυτή τη προσπάθεια και παρακολουθούσαν μια υπέροχη συναυλία, αλλά και λύπη για όλους τους λόγους που μας οδήγησαν σ’ όλο αυτό το δράμα που ζει ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας. Σίγουρα δεν ήταν διασκέδαση, ούτε ίσως και ψυχαγωγία. Ήταν σαν μια τελευταία (το εύχομαι) κίνηση που με 5 ευρώ και μια σακούλα τροφίμων θέλαμε να ξορκίσουμε την φτώχια, τα προβλήματα και όλους αυτούς που μας φέραν εδώ (κυρίως τους κακούς πολιτικούς, τον κομματισμό και τους κακούς συνδικαλιστές).
Πρωταγωνιστής: ο Ξαρχάκος. Ο άνθρωπος που μας θύμισε ότι τα μέτρα και τα σταθμά είναι απλά νούμερα. Το μεγαλείο μετριέται με άλλες μονάδες. Αυτές της προσφοράς, της διάθεσης, του πάθους, της μεγαλοσύνης, και ίσως της αυταπάρνησης (κοντεύει στα 80). Με ένα απλό ντύσιμο και γένια, θύμιζε φιγούρα αρχαίας τραγωδίας, θύμιζε Μινωτή, Κατράκη, Τσαρούχη. Θύμιζε ρεμπέτη, λαϊκό και παραδοσιακό βάρδο. Με ανανεωμένες, φρέσκιες ενορχηστρώσεις να κατευθύνει (ως συνήθως) τους 10 άριστους μουσικούς και 10 τραγουδιστές επί τρεις ώρες σε κορυφαία σημεία ερμηνείας για έναν ιερό σκοπό. Έβγαλαν όλοι τους, ό,τι καλύτερο είχαν, με μια μοναδική σεμνότητα με πρωτομάστορα τον μαέστρο. Τόνισε όλους τους στίχους που έχουν σχέση με τα σημερινά (και δυστυχώς μακροχρόνια) προβλήματα του λαού. Οι ανάσες-παύσεις ανάμεσα στις εισαγωγές, στα κουπλέ, στα ρεφρέν, οι δυναμικές, οι τραγικής κορύφωσης αυτοσχεδιασμοί των πνευστών, του μπουζουκιού, του ακορντεονίστα και όλης της ορχήστρας έκαναν την βραδιά μοναδική. Με την λεπτομερή κινησιολογία και έκφραση του Ξαρχάκου σαν να προσπαθούσαν να διώξουν (όχι μόνο από τους παρευρισκόμενους) τον πόνο, την κατάθλιψη, την φτώχια, την απελπισία. Κι ο κόσμος ήταν εκεί. Τους έδωσε φτερά με την παρουσία το χειροκρότημα, την κατανόηση και την προσήλωση. (Μελανό σημείο η μη αναφορά στα ονόματα των μουσικών).
Η τέχνη ως γνωστόν δεν λύνει προβλήματα, αλλά μας στηρίζει ψυχολογικά με μοναδικό τρόπο, για να βρούμε τις λύσεις.
Περιμένοντας τη συνέχεια κα άλλων παρόμοιων εκδηλώσεων (εύχομαι να μην χρειαστούν) πολλά ΕΥΓΕ σ’ όλους.