Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία τον Γενάρη του 2015 ως η «πρώτη φορά Αριστερά».
Ο καθένας βέβαια αντιλαμβάνεται πως όταν ένα κόμμα του 4% γίνεται μέσα σε λίγα χρόνια ένα κόμμα εξουσίας του 37%, είναι φανερό πως έχει απορροφήσει ήδη μεγάλες μάζες ψηφοφόρων από άλλους πολιτικούς χώρους και μάλιστα όχι απαραίτητα όμορους ιδεολογικά.
Το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός είχε ως αποτέλεσμα η «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση Τσίπρα να στελεχωθεί και με στελέχη προερχόμενα κυρίως από το ΠΑΣΟΚ αλλά και από τον πέραν της παραδοσιακής δεξιάς χώρο των ΑΝΕΛ με τους οποίους αναγκάστηκε να συγκυβερνήσει αφού οι εκλογές δεν του έδωσαν την απαιτούμενη αυτοδυναμία.
Μέσα σ’ αυτά τα πρώτα αρνητικά μηνύματα που ελάμβαναν οι παραδοσιακοί φίλοι, αγνοί αριστεροί άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ, ήρθε και η επιλογή Παυλόπουλου για τη θέση του προέδρου της δημοκρατίας, που αν δεν δυσαρέστησε τουλάχιστον εξέπληξε αρνητικά τους περισσότερους.
Τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015, το αχρείαστο δημοψήφισμα, η αντιστροφή του αποτελέσματός του στην πράξη και η αναγκαστική υποταγή στους δανειστές με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, οδήγησε στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, στην αποχώρηση 40 περίπου μελών της κοινοβουλευτικής του ομάδας και στην προκήρυξη νέων εκλογών για τον Σεπτέμβρη του 2015 τις οποίες κέρδισε ο Τσίπρας σχηματίζοντας κυβέρνηση και πάλι με την βοήθεια των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου.
Οι απλοί, αγνοί άνθρωποι της Αριστεράς, παρακολουθούσαν όλα αυτά τα γεγονότα με απορία, θλίψη ίσως, πίκρα αλλά τέλος πάντων εξακολουθούσαν (όσοι τουλάχιστον δεν αποχώρησαν με την ΛΑΕ) να στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ και να ελπίζουν ότι εφόσον δεν υπήρχε άλλος δρόμος, ασφαλέστερος για τη χώρα και τους πολίτες, θα έκαναν υπομονή, και άλλες θυσίες (γιατί είχαν κάνει ήδη πολλές με τα δύο πρώτα μνημόνια), ώσπου να βρει ο τόπος το δρόμο του και οι πολίτες να μπορούν να ζουν με μια στοιχειώδη άνεση και αξιοπρέπεια.
Με όλα αυτά στο μεταξύ, από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας και ιδιαίτερα από τους πιο ακραίους του κόμματος, είχε αρχίσει μια εκστρατεία κατασυκοφάντησης της Αριστεράς που έφτανε μέχρι τα χρόνια του Εμφυλίου και πριν από αυτά. Τόσο βουλευτές και στελέχη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και ΜΜΕ φιλικά προσκείμενα είχαν επιδοθεί σε μια παραφιλολογία μίσους, που όχι μόνον καταρράκωνε τους αγώνες και τις θυσίες των αγωνιστών της Αριστεράς αλλά έσπερνε τη διχόνοια και το μίσος χωρίς καμιά αναστολή, ντροπή ή δισταγμό.
Στα κοινωνικά δίκτυα, άνθισε ο αντικομμουνισμός και μπορούσες κυριολεκτικά να δηλητηριαστείς από το φαρμάκι που έβγαζαν οι αναρτήσεις πολλών ανθρώπων, ακόμη και φίλων του ΠΑΣΟΚ, που το μίσος τους για τον ΣΥΡΙΖΑ εκδηλωνόταν μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. Έφταναν στο σημείο να παραλληλίζουν τον κομμουνισμό με το φασισμό φέρνοντας πάντα ως παράδειγμα τον τρόπο που εφαρμόστηκε αυτό το σύστημα στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από το χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, οι άνθρωποι του οποίου διαφώνησαν και διαχώρισαν την θέση τους ήδη από τη δεκαετία του ’60, με ό,τι συνέβαινε στις τότε σοσιαλιστικές χώρες.
Ωστόσο, παρά τα αφόρητα οικονομικά μέτρα που αναγκάστηκε να πάρει η κυβέρνηση Τσίπρα, παρά την περεταίρω μείωση των συντάξεων και την παράταση των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η μεσαία και η κατώτερη τάξη, παρά την μεγάλη εκστρατεία κατασυκοφάντησης από πλευράς αντιπολίτευσης, η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθούσε να στηρίζει το ΣΥΡΙΖΑ και να πιστεύει στον Αλέξη Τσίπρα ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από τη μέγγενη των μνημονίων και των συνεχών –χωρίς αντίκρισμα- θυσιών.
Ακόμη και το ευαίσθητο θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών, και τους τόνους υποκρισίας και ψευτοπατριωτισμού που χύθηκαν από πλευράς αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, φάνηκε να το ξεπερνάει χωρίς σημαντικές απώλειες. Και ο χρόνος (αν δεν μεσολαβούσαν οι ευρωεκλογές και το αποτέλεσμά τους) μετρούσε προς όφελος της κυβέρνησης σ’ αυτό το θέμα. Άλλωστε από το καλοκαίρι του 2018, άρχισαν να λαμβάνονται ορισμένα μέτρα που έστω και λίγο, ανακούφιζαν ωστόσο τις πιο αδύναμες τάξεις.
Όμως δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ και οι άνθρωποί του δεν περιορίστηκαν μόνο στην εφαρμογή του μνημονίου και στη λήψη δυσάρεστων και επαχθών για τον λαό μέτρων. Όπως ο ιδανικός αυτόχειρας, ο αποφασισμένος να δώσει τέρμα στη ζωή του δεν πτοείται από μία αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας και επανέρχεται αν χρειαστεί και μία και δύο και πολλές φορές, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να δώσει ένα μοιραίο χτύπημα στους φίλους του, σ’ αυτούς τους αγνούς αριστερούς που εξακολουθούσαν να πιστεύουν σ’ αυτόν και τον αρχηγό του αλλά και στη μεγάλη πλειοψηφία των μη αριστερών που πίστεψαν και στήριξαν την κυβέρνηση. Και το τελειωτικό χτύπημα ήταν αυτό που δόθηκε στην έννοια του ηθικού πλεονεκτήματος που μπορεί να χλεύαζαν μέχρι πρόσφατα οι αντίπαλοι και οι εχθροί της παράταξης αλλά για την Αριστερά ήταν ένας διαρκής όρκος τιμής, η μοναδική σημαία αξιών που, υποτίθεται, δεν είχε υποσταλεί ακόμη.
Η κυνική δήλωση της Τασίας Χριστοδουλοπούλου για το πώς διορίστηκε η κόρη της στη Βουλή, γκρέμισε και τα τελευταία προσχήματα.
Είχε προηγηθεί βέβαια η απαράδεκτη συμπεριφορά Πολλάκη απέναντι στον Στέλιο Κυμπουρόπουλο που όχι μόνον δεν έφερε την απαιτούμενη καρατόμησή του από τον πρωθυπουργό αλλά αντιθέτως ο Τσίπρας την επικρότησε με τον τρόπο του ταξιδεύοντας στα Χανιά και πίνοντας τσικουδιές αγκαλιά με τον υπουργό του.
Και φυσικά η αποκάλυψη των διακοπών του πρωθυπουργού με το κότερο της Παναγοπούλου που δυσαρέστησε όσους πίστεψαν ότι αυτές οι συμπεριφορές δεν μπορεί να είναι στην ατζέντα των ανθρώπων της Αριστεράς. Είναι και κάποια θέματα που σημειολογικά και μόνον ενοχλούν.
Με όλα αυτά και κυρίως με την απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος, που ήταν πάντα η σημαία της Αριστεράς και που επιτρέπει τώρα σε πολλούς να λένε «Έλα μωρέ, όλοι ίδιοι είναι», ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να χάνει την εξουσία. Οι Ευρωεκλογές ήταν ένα πρώτο σαφές μήνυμα για το μέχρι που μπορεί να φτάσει η διαφορά.
Το μόνο που μπορεί να σώσει την παρτίδα για τον Αλέξη Τσίπρα είναι η εναλλακτική λύση που έχει ο ψηφοφόρος και που για μια μεγάλη μερίδα του Ελληνικού λαού φαντάζει τρομακτική: Νέα Δημοκρατία και Μητσοτάκης. Ο ορισμός του συντηρητισμού και της οικογενειοκρατίας. Η απεχθέστερη εικόνα της πολιτικής ιστορίας στην Ελλάδα.
Ιδού λοιπόν το δίλλημα. Διαλέξτε και πάρτε.
Θόδωρος Θεοδωρίδης