Dark Mode Light Mode

Συζήτηση για το ζαπατισμό. Θ

Κατά τη γνώμη σας, τι σχέση υπάρχει μεταξύ της λέξης αντίσταση, που δεν σημαίνει μόνο ένα «όχι», και της λέξης ανυπακοή;

Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των δύο, με ένα μόνο πρόβλημα, που αφορά την περίπτωση του Μεξικού και όχι μόνο. Για να περάσουμε στη μορφή της πολιτικής ανυπακοής, πρέπει πρώτα να υπάρχει η πολιτική υπακοή. Στο Μεξικό δεν υπάρχουν πολλά από όλα αυτά, δηλαδή δεν έχουμε την παράδοση της πολιτικής υπακοής. Είμαστε από όλες τις απόψεις ανυπάκουοι. Μερικές φορές με έναν παράλογο και ενοχλητικό τρόπο: στην Οαχάκα η μορφή με την οποία κάποιος δεν υπακούει στους κανόνες διέλευσης μετατρέπει την κυκλοφορία αλλά και το περπάτημα στην πόλη σε κάτι πολύ επικίνδυνο, ωστόσο, ταυτόχρονα, υπάρχουν χώροι ελευθερίας που έχουμε δημιουργήσει μη υπακούοντας στους νόμους και τους κανονισμούς που μας έχουν επιβάλει για να ζούμε. Έχουμε αντισταθεί στους νόμους των Ινδιών leggi delle Indie επί τριακόσια χρόνια. Ήταν κανόνες που μας επέβαλαν απ’ έξω, και μετά αντισταθήκαμε στη νομοθεσία του μεξικανικού Κράτους, που αποτελείται, για άλλη μια φορά, από κανόνες που επιβλήθηκαν απ’ έξω. Αντιμετωπίσαμε τις τρέχουσες νόρμες με τις δικές μας, αυτές που προκύπτουν από τις μορφές οργάνωσης, από τους γηγενείς και μη πολιτισμούς. Έτσι, ενώ μπορώ σίγουρα να δω την αντίσταση και την ανυπακοή να συνδέονται, στη συγκεκριμένη περίπτωσή μας δεν ισχύει τόσο πολύ, γιατί πραγματικά δεν είμαστε και δεν υπήρξαμε ποτέ υπάκουοι.

Ένας άλλος επαναλαμβανόμενος προβληματισμός στα τελευταία σου γραπτά είναι αυτός για την επισφάλεια. Στην Ιταλία, με αυτή τη λέξη έγινε μια προσπάθεια, τουλάχιστον σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο, να ανασυντεθεί ένα δυνητικά επαναστατικό υποκείμενο. Ωστόσο, όπως είπες προηγουμένως, συγκρουόμαστε με ένα ισχυρό πολιτικό αδιέξοδο όπου στην πράξη συχνά καταλήγουμε να «χτυπάμε στην πόρτα του καπιταλιστή» για να ζητήσουμε μια δουλειά, και όχι απαραίτητα να χτίζουμε εναλλακτικές.  Στα γραπτά σου μιλάς για την κατασκευή σφαιρών κοινότητας, αλλά πάντα σε σχέση με αυτό που ο Ivan Illich αποκαλεί έλεγχο «de las herramientas»,των εργαλείων. Από εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα. Το πρώτο, πιο θεωρητικό, αφορά τη σχέση μεταξύ της αντίληψης του Illich για τον έλεγχο των εργαλείων και εκείνης του Marx για τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Το δεύτερο, από την άλλη, συνδέεται περισσότερο με το θέμα της επισφάλειας, και διερωτάται πώς, και αν είναι δυνατόν, να δημιουργηθούν χώροι κοινότητας, και επομένως να δημιουργηθεί έλεγχος των εργαλείων, σε μια κατάσταση οικονομικής κρίσης όπως η σημερινή.

Αυτό είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει και με το οποίο ασχολούμαι πολύ τον τελευταίο καιρό. Έχω συνειδητοποιήσει, εδώ και δύο χρόνια, ότι οι μαρξιστές δεν διαβάζουν Illich και οι Illichians δεν διαβάζουν Μαρξ. Και νομίζω ότι αυτό είναι μια τραγωδία γιατί το να μην διαβάζουμε Illich μας εμποδίζει να κατανοήσουμε καλά τον Μαρξ και το αντίστροφο. Υπάρχει μια πολύ βαθιά σύνδεση μεταξύ των δύο και ο συνδυασμός των δύο μας δίνει πολύ ισχυρά όπλα για τη μεταμόρφωση του παρόντος. Για να το θέσω με πολύ συγκεκριμένους όρους, το 1971 ο Illich δημιούργησε μια μικρή εργασία που ήταν μια διατριβή την οποία θα συζητούσε τα επόμενα τρία χρόνια στα εβδομαδιαία σεμινάρια του. Αυτή η διατριβή λέει βασικά ότι για να αναδιαρθρωθεί η κοινωνία πρέπει να σκεφτούμε τρία πράγματα: 1. τον κοινωνικό έλεγχο της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. 2. στον κοινωνικό έλεγχο του καρπού της παραγωγής (τη μορφή διανομής) 3. στο κοινό τεχνολογικό ανώτατο όριο, ήτοι στα όρια που πρέπει να θέσουμε στην τεχνολογία για να ελέγξουμε τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής, όχι μόνο τη μορφή με την οποία είναι οργανωμένη. Μετά το 1960, προσθέτει ότι έχει γίνει προτεραιότητα να τονιστεί το τρίτο σημείο, δηλαδή ο περιορισμός της τεχνολογικής δημιουργίας και ο έλεγχος του ίδιου του τρόπου παραγωγής. και ότι, ωστόσο, μόνο τα τρία πράγματα μαζί μπορούν να καταστήσουν δυνατή την αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Εδώ βλέπω μια σαφή και βαθιά σύνδεση μεταξύ του Μαρξ και του Ίλιτς: όλη η ιλλιχική κατασκευή, ό,τι έκανε τα επόμενα πενήντα χρόνια, δούλευε ακριβώς σε αυτή τη διάσταση του ελέγχου των μέσων παραγωγής. Τι σημαίνει όμως αυτό; Πρώτον, ότι όλοι οι κυρίαρχοι θεσμοί, όλα τα κυρίαρχα εργαλεία, θα μετατραπούν σε αντιπαραγωγικά, δηλαδή θα παράγουν το αντίθετο από αυτό που λένε ότι θέλουν να παράγουν (η γρήγορη μεταφορά θα παραλύσει, τα σχολεία θα παράγουν άγνοια και ανισότητα, το σύστημα υγείας θα φέρει αρρώστιες). Δεύτερον, λέει ο Illich, θα χάσουμε τον έλεγχο των θεσμών. Οι θεσμοί θα γίνουν σύστημα. Αντί να είναι μέσα, πράγματα που ανταποκρίνονται στις προθέσεις μου (αν έχω ένα σφυρί θα ήθελα το σφυρί να κάνει αυτό που θέλω εγώ να κάνει), θα μετατραπούν, μεταμορφώνοντας μας σε σκλάβους των ίδιων μας των μέσων. Αυτά θα είναι που θα μας επιβάλλουν τη λογική τους. Αυτή η θέση του Illich είναι η συνέχεια της σκέψης του Μαρξ, η πραγματοποίησή της, εκατό χρόνια αργότερα. Επομένως, πιστεύω ότι πρέπει να οικειοποιηθούμε εκ νέου αυτές τις τρεις πτυχές, οι οποίες είναι θεμελιώδεις για να επιφέρουμε έναν βαθύ μετασχηματισμό σήμερα. Επιστρέφοντας στον ζαπατισμό, δεν είναι άλλο από αυτό: πλήρης έλεγχος της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, μια φανταστική οργανωμένη μορφή διανομής των καρπών της συλλογικής εργασίας, και ο απόλυτος έλεγχος της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται. Τα τρία σημεία του Illich ενσαρκώνονται καλά στον ζαπατιστικό κόσμο.

Όσον αφορά αντιθέτως το θέμα του πρεκαριάτου, της επισφάλειας. Αυτός ο όρος, που είναι πλέον της μόδας στην Ευρώπη, ανταποκρίνεται σε μια προσπάθεια επαναφοράς των επισφαλών, που ξεφεύγουν από το κανονικό μοντέλο, στο συνηθισμένο μοντέλο. Αν ειπώθηκε μόνο ότι αυτοί που έγιναν ή ήταν πάντα επισφαλείς άλλο τόσο τους εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο, και γι’ αυτόν τον λόγο αποτελούν μέρος του προλεταριάτου στο σύνολό του, τότε ναι θα επρόκειτο για μια ξεκάθαρη θέση. Για πολύ καιρό ειπώθηκε ότι οι επισφαλείς ήταν εκτός καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, επομένως είναι υπέροχο να λέμε ότι όσοι δεν εργάζονται υπό το άμεσο αφεντικό, αλλά μέσα στο κοινωνικό εργοστάσιο, είναι εκμεταλλευόμενοι όσο και άλλοι εργάτες. Το πρόβλημα προκύπτει όταν ο αγώνας του πρεκαριάτου εμφανίζεται ως αντιδραστικός αγώνας, που θέλει να επιστρέψει σε μια σταθερότητα παρελθούσα. Θα έλεγα ότι, αυτή τη στιγμή, στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντες αγώνες που ξεκινούν από τους «επισφαλείς», τους οποίους εμείς, στη Λατινική Αμερική, αποκαλούμε «περιθωριακούς εργαζόμενους» ή του «άτυπου τομέα», που περιλαμβάνει επίσης αγρότες, όχι μόνο τους περιθωριακούς των πόλεων (και για εμάς αυτό είναι πολύ σημαντικό). Σε αυτόν τον τομέα μπορούμε να βρούμε έναν θησαυρό μορφών οργάνωσης για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Θα έλεγα ότι εδώ, όπως στην Ιταλία, τη Γαλλία ή τη Γερμανία, οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους που ήταν επισφαλείς από την αρχή, όχι μόνο λόγω της πρόσφατης κρίσης, όσοι δεν είχαν ποτέ μια εργασία, δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς οργάνωση. Ένας εργαζόμενος στο εργοστάσιο ή ένας υπάλληλος γραφείου, μπορεί να ζει μόνος, ως άτομο, και, περιστασιακά, να βρίσκεται με άλλους στην παμπ. Αντίθετα, αυτοί που είναι πραγματικά επισφαλείς, και τους ονομάζουμε «άτυπους», δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς μια κοινωνική οργάνωση: για την επιβίωσή τους διατηρούν ένα «εμείς», μια οργανωτική δομή. Έχουν δημιουργήσει, λοιπόν, διαφορετικές δυνατότητες ύπαρξης αυτοί, πέρα ​​από τον καπιταλισμό. Δεν είναι από ιδεολογία αλλά από επιβίωση που δημιουργούν κάτι που δεν λύνεται με καπιταλιστικούς όρους. Αυτό δίνεται στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο: ένα σύνολο εμπειριών κοινωνιολογικής και πολιτικής φαντασίας που μπορούμε τώρα να καλλιεργήσουμε και να επεκτείνουμε σε άλλους χώρους. Από αυτές μπορούν να μάθουν όσοι βρίσκονται τώρα με τις πόρτες τους κλειστές, όπως τα συνδικάτα και οι παραδοσιακοί εργαζόμενοι. Σήμερα, η συνέχιση του αγώνα στις παραδοσιακές συνθήκες του συνδικαλιστικού αγώνα δεν έχει κάποιο μέλλον, προοπτική, ούτε υπάρχουν πιθανές νίκες. Τα συνδικάτα λοιπόν, αλλά και οι κλασικές κομματικές οργανώσεις, αντί να ξαναπροτείνουν αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο λειτουργίας και δράσης, θα πρέπει να στρέψουν το βλέμμα τους προς αυτούς τους επισφαλείς, να δουν πώς οργανώνονται. Μόνο έτσι θα συναντήσουν, μέσα στις προηγμένες κοινωνίες, έναν θησαυρό που αποτελείται από διαφορετικούς οργανισμούς που μπορούμε να ονομάσουμε κοινοτικές σφαίρες.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος   comune.info

Προηγούμενο άρθρο

Τόσκα: Μια μαγική παραλία στην Καβάλα

Επόμενο άρθρο

Τροχαίο υλικών στη Νέα Ηρακλείτσα (φωτογραφίες)