Dark Mode Light Mode

Τ΄ όνειρο του Δημήτρη

 

 

Ο πατέρας του τον έβλεπε ως ένα μέλλοντα καλό ποδοσφαιριστή. Φαινόταν ο μικρός πως έχει ένα έμφυτο ταλέντο. Τον πήγαινε στο πάρκο του Φαλήρου – ήταν δεν ήταν τριών ετών – με μία μπάλα ποδοσφαίρου κι ο Δημητράκης στην παχιά τη χλόη έβγαζε όλο το ταλέντο του στα σουτ. Τα δυνατά χτυπήματά του προξενούσαν  το θαυμασμό των παρευρισκομένων. Παππούδες και γιαγιάδες και όμορφες μαμάδες άφηναν τα μικρά παιδιά να παίζουν ξέγνοιαστα στις κούνιες και τις τραμπάλες και χάζευαν ετούτο τον πιτσιρικά με τα ισχυρά τα σουτ που θα ζήλευε μέχρι και ο Νούλης ο Χαραλαμπίδης ή κι ο Ολλανδός ο Κούμαν. Αλλά κι όταν πάτησε καλά τα ποδαράκια του, ο Δημητράκης έδειξε από τη μια μεριά ομαδικότητα στο διπλό κι από την άλλη αυξημένη αντιληπτικότητα και γενικότερα ποδοσφαιρική ευφυΐα.

Η μάνα του αντίθετα ήθελε να τον προσανατολίσει σε άλλες – καλλιτεχνικές κυρίως – δραστηριότητες και απασχολήσεις που ταίριαζαν με την ηλικία του, όπως ακόμη και με την εν γένει ανθρωπιστική μόρφωση, αλλά ο μικρός είχε μάλλον έφεση προς τους υπολογιστές και τις ώρες της απογευματινής ξεκούρασης αυτός κλεινόταν στο δωμάτιό του και δόστου έψαχνε τον υπολογιστή που του δώρισαν ο παππούς με τη γιαγιά. Και ήταν μόλις τεσσεράμισι ο μπαγασίκος…

Τα κοριτσάκια στο Νηπιαγωγείο και αργότερα στο Δημοτικό τον θαύμαζαν για την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του και όλο τον περιτριγύριζαν, ενώ οι συμμαθητές του δεν τον ζήλευαν, αφού η συμπεριφορά του απέναντί τους ήταν άψογη. Χώρια που ήταν άσος και στο ποδόσφαιρο και όταν χωρίζονταν σε ομάδες για το διπλό στη μεγάλη αυλή του σχολείου, μάλωναν για το ποιος θα τον εντάξει στη δική του ομάδα. Και επίσης βοηθούσε πρόθυμα όλους τους συμμαθητές του σε όλα τα μαθήματα, ιδιαίτερα μάλιστα στην αριθμητική και στη γραμματική. Πως λοιπόν να μην είναι αγαπητός στα συμμαθητάκια του…

Στο σπίτι το μεσημέρι, μετά το φαγητό, τέλειωνε γρήγορα όλες τις γραπτές εργασίες, έκανε μιαν ανάγνωση των θεωρητικών μαθημάτων – δεύτερη δε χρειαζόταν – κι έπειτα ασχολιόταν μες πειραματισμούς και κατασκευές. Οι δικοί του παρατηρούσαν τις καθημερινές ενασχολήσεις του μ΄ ενδιαφέρον, χωρίς καμιά πιεστική διάθεση, αλλά «εκ του μακρόθεν», όπως έλεγαν οι παλιοί. Εξάλλου οι απόψεις τους συνέπιπταν απόλυτα ως προς τη δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης του μικρού Δημήτρη.

Μια μέρα παρακάλεσε τον πατέρα του να προμηθευτεί από το «βίντεο κλαμπ» της γειτονιάς τον «Πόλεμο των άστρων». Εντυπωσιάστηκε από τον Χάρισον Φορντ ως Χαν Σόλο και από τους Τζεντάι, μα πιο πολύ η προσοχή του κόλλησε στους πάνοπλους λευκούς στρατιώτες και στα ανδροειδή.

Σκεφτόταν τι δουλειά θα είχαν ρίξει κάποιοι για να τα κατασκευάσουν αυτά τα όμορφα ρομπότ. Λίγο αργότερα ένα ακόμη κινηματογραφικό έργο αντίστοιχου περιεχομένου τον επηρέασε πολύ και σκέφτηκε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε και ο ίδιος να κατασκευάσει ένα τέτοιο ολόασπρο ρομπότ.

Αυτό ήταν! Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισε να βάζει στην μπάντα τα χαρτζιλίκια απ΄ τους γονείς και τις «μεγάλες δυνάμεις, τους παππούς και τις γιαγιάδες, αλλά και τις θείες, τους θείους και τους υπόλοιπους συγγενείς, όπως και φίλους των γονιών, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν μάθει το μικρό όνειρο του Δημητράκη, μαζί με το οποίο άρχισε πλέον κι αυτός να μεγαλώνει. Με αυτό τον τρόπο από παλιά άρχισαν όλοι, του έλεγε ο παππούς, με χαμαλίκια, με θελήματα, με τα μπακίρια γυμνωμένων καλωδίων, με κάλαντα και με σκληρές οικονομίες. Έτσι κι ο ίδιος ο παππούς μπόρεσε να μαζέψει ύστερα από μήνες πολλούς το κατοστάρικο, για ν΄ αποκτήσει στα εννιά του χρόνια την «Ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου», από τον Παπαδόγιαννη στη δεκαετία του Πενήντα. Κάτι αντίστοιχο θα έκανε και ο μικρός Δημήτρης που απότομα μεγάλωσε.

Με το που μπήκε η Άνοιξη του «14, ο ταχυδρόμος έφερε στο σπίτι τους ένα τεράστιο κουτί που ο Δημήτρης απόμεινε βουβός να το κοιτάζει για ώρα πολλή, ώσπου ήρθε ο πατέρας του και το άνοιξαν μαζί με κινήσεις αργές, προσεχτικές και μετρημένες, σχεδόν ιεροτελεστικές. Μέσα βρισκόταν ασυναρμολόγητος ο «Θρι Ντι», ο εκτυπωτής, σε αμέτρητα κομμάτια και βίδες. Το όνειρο του Δημήτρη έπαιρνε σάρκα και οστά. Η συναρμολόγηση έγινε σε χρόνο ρεκόρ. Ολοκαίνουριο μηχάνημα, γι΄ αυτό και ακριβό. Με αυτό θα μπορούσε να φτιάχνει πλαστικά αντικείμενα με προσθετική μέθοδο και αλλεπάλληλες στρώσεις σε τρισδιάστατη εκτύπωση. Χρειαζόταν ωστόσο κάποιες βελτιώσεις που θα τις έκανε ο ίδιος με δουλειά κάποιων μηνών.

Τον έβλεπε ο πατέρας του και τον καμάρωνε. Συνέκρινε τις ενασχολήσεις του γιου του με τις δικές του παιδικές του θύμησες από παιχνίδια που ο ίδιος επινοούσε με τα μανταλάκια της μάνας του και τα καπάκια από τα αναψυκτικά, τις ρετσίνες και τις μπίρες. Πώς να το κάνουμε, προχώρησε η ζωή, προχώρησε και η τεχνολογία αγκαλιά με την επιστήμη και οδήγησαν σε νέα θαύματα που ολοένα προχωρούν με ρυθμούς ταχύτατους, τόσο που αν ερχότανε στο σήμερα όχι ένας πολύ αρχαίος, αλλά κι ένας άνθρωπος του περασμένου αιώνα, θα είχε την αίσθηση πως ζει σ΄ έναν κόσμο του μακρινού μέλλοντος.

Ο Δημήτρης τελικά, αφού μετά από πολύ κόπο και χρόνο κατάφερε να ολοκληρώσει τον εκτυπωτή του, προσάρμοσε το απαραίτητο λογισμικό που χρειαζόταν κι αυτό βελτίωση, ώστε να φτάσει στο αποτέλεσμα που ο ίδιος ήθελε. Το πρώτο αντικείμενο που εκτύπωσε ήταν ένα πλαστικό κουτάλι. Ακολούθησαν ένα γρανάζι, μία θήκη για μικροελεγκτή ηλεκτρονικού υπολογιστή και πολλές θήκες για κινητά τηλέφωνα, ύστερα από παρακλήσεις και πιέσεις των συμμαθητών του. Έπειτα έβαλε πλώρη για τον «Τρούπι». Μέσα σ΄ ένα χρόνο ξόδεψε εκατοντάδες ευρώ, κοντά πεντακόσια εκτυπωμένα κομμάτια, πάνω από ένα χιλιόμετρο πλαστικής ύλης και κάπου χίλιες πεντακόσιες ώρες εκτύπωσης, συναρμολόγησης, προγραμματισμού και πειραματισμού.

Στα δεκατέσσερα χρόνια του ήρθε η πρώτη βράβευσή του στο Φεστιβάλ Βιομηχανικής Πληροφορικής. Στα δεκαπέντε του πήρε το πρώτο βραβείο για τον «Τρούπι», ένα ανδροειδές με ύψος 1,85, που δέχεται εντολές στα αγγλικά και τις εκτελεί εντυπωσιακά. Το μικρό όνειρο του Δημήτρη Χατζή ολοένα και μεγαλώνει και υψώνεται αργά μα σταθερά. Και είναι σίγουρο πως θ΄ απλωθεί και πολύ παραπέρα, γιατί είναι η μοίρα των Ελλήνων ν΄ αναλώνονται συχνά σε ξένα τζάκια, αφού τα ντόπια υπηρετούν σκοπούς μικροπολιτικούς, οικογενειοκρατικούς, πελατειακούς και άχαρους.

Προηγούμενο άρθρο

Στη δικαιοσύνη προσφεύγει η ΒΦΛ

Επόμενο άρθρο

ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ 2017