Γράφει ο Χρήστος Τσελπής
Ο ξαφνικός θάνατος του μπαρμπα – Γιάννη Παπαϊωάννου συγκλόνισε το Πανελλήνιο, πόσο μάλλον τους φίλους του, τους αγαπητούς του, τους συνεργάτες του. Ο γέροντας ψηλέας καθήλωσε τους πάντες, όπου κι αν δούλευε. Είχε έρθει και στην Καβάλα και στο «Περιστέρι» έγινε χαμός: «sold out», που λένε. Με τα ωραία του τραγούδια και τις γλυκιές του πενιές ανάγκαζε τους πιστούς του θαμώνες να του κρατούν συντροφιά μέχρι τα ξημερώματα. Δεν έφευγαν, αν δεν άκουγαν πρώτα το «Πέντε Έλληνες στον Άδη».
(…) κι ακουγόταν από πάνου:
γεια σου, Παπαϊωάννου!
Με το Βασίλη Τσιτσάνη στις Τζιτζιφιές έκαναν θραύση. Η συνεργασία τους ξεπερνούσε τα όρια της φιλίας: ήταν καρντάσια, βλάμηδες, αδελφοποιτοί. Ο «Βλάχος» έβγαλε όλη την πίκρα του σ’ ένα τραγούδι που έγραψε στη μνήμη του, ένα βαρύ ζεϊμπέκικο αφιερωμένο στο «Γιάννη με τη χρυσή καρδιά».
Ένα άλλο τραγούδι πολύ σημαντικό γράφτηκε το 1972 από το Χρήστο Νικολόπουλο σε στίχους του Πυθαγόρα. Το ίδιο σημαντική είναι και η ερμηνεία του Στέλιου Καζαντζίδη.
Ο ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΑΝΝΗΣ
Μπαρμπα – Γιάννη, γέρασες,
πολλές φουρτούνες πέρασες
κι από κοντά μας ήρθε ο Χάρος να σε πάρει.
Εσύ που σαν αδέρφι μας
ε χάλαγες το κέφι μας,
κάνε μου τώρα και μια τελευταία χάρη.
R
Ένα γράμμα να μου στείλεις απ’ τον Άδη,
αν το φως είν’ πιο καλό απ’ το σκοτάδι.
Φως υπάρχει εδώ πάνω,
μπαρμπα – Γιάννη μου, που λες,
μα το φως τι να το κάνω,
που ‘ναι μαύρες οι καρδιές…
Μπαρμπα – Γιάννη, φίλε μου,
ένα μαντάτο στείλε μου
και το μπουζούκι σου κι εκείνο περιμένει.
Εδώ τα ίδια πράματα: βάσανα, πόνοι, κλάματα…
Στον κάτω κόσμο τελοσπάντων τι συμβαίνει;
Δύο χρόνια αργότερα, με τους ίδιους ακριβώς συντελεστές, κυκλοφόρησε ακόμη ένα τραγούδι αποχαιρετιστήριο και παρόμοια σημαντικό. Δεν είναι μια επανάληψη της ίδιας συνταγής: είναι, θαρρείς, συνέχεια του προηγούμενου. Πάντως έγινε και αυτό μια μεγάλη επιτυχία, αφού συνθέτης, στιχουργός κι ερμηνευτής μοιάζουν να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους.
ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΟΣ
Έπεσε σαν κεραυνός
στη γειτονιά μας το μαντάτο
κι έκλεισαν τα μαγαζιά
και τα σπιτάκια πάνω ως κάτω.
Ο καλύτερος ο φίλος
εβασίλεψε σαν ήλιος,
της παρέας το στολίδι
πάει σ’ αγύριστο ταξίδι.
R
Πάει κι αυτός, πάει κι αυτός,
ο αετός και το λιοντάρι:
τους ωραίους, μαύρη μοίρα,
μας τους παίρνεις άπονα…
Πάει κι αυτός, πάει κι αυτός
κι απ’ τον κόσμο αυτόν θα πάρει
δυο λουλούδια, λίγα δάκρυα
και πολλά παράπονα.
Δάκρυα για το λεβέντη μας
το φίλο δεν εγκρίνω.
Πέστε του τ’ αγαπημένο
το τραγούδι του εκείνο,
που ‘λεγε και τραγουδούσε
στη γυναίκα π’ αγαπούσε
στο μεθύσι, στο κρασί του
και ξελάφρωνε η ψυχή του.
Την ίδια χρονιά, το 1974, ο αγαπημένος του λαού τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης ερμήνευσε ένα ακόμη όμορφο τραγούδι που συνέθεσε αυτήν τη φορά ο Μίκης Θεοδωράκης σε ωραίους λιτούς στίχους του Γιάννη Καλαμίτση. Είναι κι αυτό κατά κάποιον τρόπο θλιβερό και αποχαιρετιστήριο, καθώς τονίζει τις επιπτώσεις που έχει στο συναισθηματικό κόσμο των φίλων η όποια ξαφνική «αναχώρηση» ενός αγαπητού προσώπου.
ΚΑΙ ΔΕ ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ
Είχαμ’ αναμμένα φώτα
και γλεντούσαμε,
είχαμ’ ανοιχτή την πόρτα
και γελούσαμε,
το τραπέζι ήταν στρωμένο
με το πιάτο σου,
όταν ήρθε το σταλμένο
το μαντάτο σου.
R
Και δε μίλησε κανείς:
τέτοιες ώρες τι να πεις…
Κάποιοι τρέξανε στην πόρτα
και την κλείσανε
κι άλλοι σβήσανε τα φώτα
και δακρύσανε.
Ένας πως θα πάει να μάθει
μας ψιθύρισε
κι έφυγε για να ξανάρθει,
μα δε γύρισε…
Ποιος είπε πως δεν υπάρχει ομορφιά μες στην ανθρώπινη συγκίνηση και λύπη;