Η Λιλία, μοναχοπαίδι του Βασίλη και της Αθηνάς, είχε σαν σήμερα τα γενέθλιά της. Το 1941, μέσα σε λίγους μήνες, έχασε και τους δύο γονείς της κι έμεινε, 17χρονο κορίτσι, μόνη κι ορφανή. Ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, μαζί με την γλυκιά, αρχόντισσα γυναίκα του, την πήραν και την έκαναν παιδί τους. Στο τέλος του 1941 την έστειλαν σε φιλική οικογένεια στο Βόλο, γιατί η βουλγαρική κατοχή στην Καβάλα ήταν πολύ σκληρή και οι συνθήκες τραγικές. Στο Βόλο είχαν εγκατασταθεί Ιταλικές κατοχικές αρχές και η ζωή ήταν κάπως καλύτερη.
Από εκεί η Λιλία είχε αλληλογραφία με τον αγαπημένο της Κυριάκο που τον γνώρισε τις παραμονές του πολέμου. Εκείνος είχε προσληφθεί ως ειδικός μελισσοκόμος στην Γεωργική Υπηρεσία στην Καβάλα αλλά μετά την πτώση του μετώπου και την εγκατάσταση των κατοχικών δυνάμεων στη χώρα, τοποθετήθηκε στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής.
Μακριά και οι δύο από την αγαπημένη τους Καβάλα, αντάλλασσαν τρεις και τέσσερις φορές το μήνα γράμματα μέσα στα οποία φώλιαζαν τον έρωτά τους αλλά και την προσμονή τους να ξανανταμώσουν στην ελεύθερη Καβάλα. Τα γράμματα της Λιλίας πριν φύγουν από το Βόλο, ανοίγονταν από την Ιταλική διοίκηση για λόγους ασφαλείας και αφού εξετάζονταν, ξανακλείνονταν με μια ειδική ταινία και μια σφραγίδα που έγραφε «Verificato per Censura» (Θεωρηθέν υπό της Λογοκρισίας). Ύστερα έπαιρναν το δρόμο για τον παραλήπτη τους.
Η Λιλία κι ο Κυριάκος ξανάσμιξαν μετά τον πόλεμο στην Καβάλα, παντρεύτηκαν έκαναν δύο παιδιά και έζησαν μαζί 58 ολόκληρα χρόνια.
Όταν το 2005 ο Κυριάκος πέθανε, η Λιλία «ξέθαψε» από ένα ντουλάπι που τά ‘χε καταχωνιασμένα, τα γράμματα της Κατοχής, φυλαγμένα με τάξη σε ένα παλιό τενεκεδένιο κουτί από γαλλικά σοκολατάκια, και καθισμένη στην πολυθρόνα της τα διάβαζε ώρες ολόκληρες, κάθε μέρα, ξανά και ξανά, καμιά φορά και φωναχτά, όταν νόμιζε ότι δεν την άκουγε κανείς. Το έκανε αυτό επί τέσσερα χρόνια, κλαίγοντας ή και γελώντας, μέχρι που «έφυγε» κι εκείνη για να ξανασμίξει με τον αγαπημένο της Κυριάκο.
Τα γράμματα της κατοχής, τακτοποιημένα με τάξη στο παλιό τενεκεδένιο κουτί από γαλλικά σοκολατάκια, έμειναν παρακαταθήκη στα παιδιά τους για να τους θυμίζουν την αγάπη που πήραν αφειδώλευτα απ’ τους γονείς τους.
Η μάνα μας σαν σήμερα, είχε τα γενέθλιά της.
Θόδωρος Θεοδωρίδης