Γράφει στο Voria.gr η Μαρία Ριτζαλέου
Συμπόσια με κρασί και ψημένο κρέας, θυμίαμα για κατανυκτική ατμόσφαιρα και αγάλματα αφιερωμένα σε θεούς και ημίθεους, σε ένα απόκρημνο σπήλαιο που αποτελούσε λατρευτικό χώρο για τις ημίθεες Νύμφες
Σε μια μικρή απόκρημνη χερσόνησο, ανάμεσα στον όρμο Ελευθερών (Νέα Πέραμος) και στο μικρό φυσικό λιμάνι της Νέας Ηρακλείτσας στην Καβάλα, στις παρυφές του όρους Σύμβολο, κρύβεται ένα σπήλαιο, που κατά τους προϊστορικούς χρόνους ήταν χώρος λατρείας για τις Νύμφες, αυτές τις ιδεατές μορφές, που κατάγονταν από τους θεούς, αλλά δεν ήταν αθάνατες και -σύμφωνα με τη μυθολογία- ζούσαν στην άγρια φύση παίζοντας με την Άρτεμη.
Το ιερό άντρο των Νυμφών αποτελεί ένα λατρευτικό σπήλαιο που μελετάται από Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας και ο προϊστάμενος του γραφείου Βόρειας Ελλάδας, διδάκτορας αρχαιολογίας, Φώτης Γεωργιάδης, το παρουσιάζει σήμερα στο 3ο Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας Παγγαίου, που διοργανώνουν ο δήμος Παγγαίου με την Μητρόπολη Ελευθερούπολης, στην Ελευθερούπολη.
«Τα σπήλαια αποτελούν χώρους που κατεξοχήν εξάπτουν την ανθρώπινη φαντασία. Κατά συνέπεια, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης έχουν συνδεθεί με υπερβατικές δυνάμεις και με το θείο. Ένα από τα ιερά σπήλαια της αρχαιότητας είναι αυτό των Νυμφών που βρίσκεται στην επικράτεια του Δήμου Παγγαίου.
Τα ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι αποτέλεσε θέση ανθρώπινης δραστηριότητας κατά τη νεότερη νεολιθική ΙΙ περίοδο. Αργότερα, από τα τέλη του 7ου αι. π.Χ., δηλαδή μέσα σε μια γενιά από την ίδρυση της γειτονικής Οισύμης, μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους, ήταν ιερό των Νυμφών», αναφέρει στη Voria.gr ο κ. Γεωργιάδης.
Πρόκειται για ένα μικρό σπήλαιο, με μία κύρια ευρύχωρη αίθουσα, τριγωνικού σχήματος, διαστάσεων 13-15 μ. περίπου και ύψους 17 μ. και άλλη μία μικρότερη, δευτερεύουσα. Η διαμόρφωση που παρουσιάζει σήμερα οφείλεται σε εκτεταμένες καταπτώσεις μεγάλων τμημάτων βράχων από την οροφή του ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα.
Το σπήλαιο ερευνήθηκε πρώτη φορά το 1938 από τον Γεώργιο Μπακαλάκη, τον πρωτοπόρο της αρχαιολογικής έρευνας στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Το 1967 διενεργήθηκε αυτοψία από την Χάιδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη και αργότερα η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας -Σπηλαιολογίας διενήργησε ανασκαφική έρευνα, η οποία και αποκάλυψε την ιστορία του.
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο σπήλαιο ανάγεται στην 5η χιλιετία π.Χ., στη νεότερη νεολιθική περίοδο, ενώ η επόμενη περίοδος έντονης δραστηριότητας ξεκινάει τον 7 ο αι. π.Χ., όταν το σπήλαιο γίνεται ιερό των Νυμφών.
Το σπήλαιο – ιερό των Νυμφών ανήκει πιθανότατα στην ύπαιθρο χώρα της αρχαίας Οισύμης, θασιακής αποικίας που ιδρύθηκε, στο τελευταίο τέταρτο του 7ου π.Χ. αιώνα ή λίγο νωρίτερα. Στην ίδια περίοδο χρονολογήθηκε και η πρωιμότερη τροχήλατη κεραμική που βρέθηκε εντός του σπηλαίου κι έτσι συμπεραίνεται ότι το ιερό των Νυμφών ιδρύθηκε πολύ σύντομα μετά την εγκατάσταση της αποικίας, σχεδόν στην πρώτη γενιά των αποίκων.
«Το σπήλαιο ταυτίστηκε ως ιερό των Νυμφών από την επιγραφή μιας μαρμάρινης βάσης αγάλματος του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκε το 1938 και αναφερόταν στις Νύμφες. Εντοπίστηκαν ακόμη άλλες 3 επιγραφές, που χαρακτηρίζουν τους λατρευτές εταίρους και συμπότες, καθώς και άλλες τρεις λίθινες βάσεις αγαλματίων ή άλλων αφιερωμάτων», επισημαίνει ο κ. Γεωργιάδης.
Οι επιγραφές κάνουν λόγο για ομίλους λατρευτών, για οργανωμένες ομάδες πιστών που πίνουν μαζί στο πλαίσιο της λατρείας των Νυμφών. Τη μαρτυρία αυτή υποστηρίζουν και τα ευρήματα κεραμικής από το σπήλαιο, η πλειονότητα των οποίων προέρχεται από σκεύη που σχετίζονται με την οινοποσία.
Και όπως συμβαίνει και σήμερα, η κατανάλωση κρασιού συνοδεύονταν από άφθονο φαγητό, κατά βάση κρέας. Η μελέτη των κατάλοιπων ζωικής προέλευσης που εντοπίστηκαν, οστών που ανήκουν σε οικόσιτα θηλαστικά, κυρίως αιγοπρόβατα αλλά και χοίρους και βοοειδή, πιστοποιεί την τελετουργική κατανάλωση τροφής στον χώρο.
Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, οι αρχαιολόγοι μπορούν να αναπαραστήσουν στοιχεία της λατρείας. «Μπορούμε να φανταστούμε αγάλματα και μαρμάρινες λεκάνες να κοσμούν το ιερό σπήλαιο, ομίλους λατρευτών να καταφτάνουν, θυμιάματα να καίνε, θυσίες, σπονδές και εορταστικά συμπόσια, όλα αυτά να συμβαίνουν σε τούτο το σχετικά άγνωστο μνημείο, σε μια απόμακρη θέση του δήμου Παγγαίου», σημειώνει ο κ. Γεωργιάδης.
Τα πρωιμότερα αγγεία ιστορικών χρόνων που εντοπίστηκαν στο σπήλαιο είναι κορινθιακά και χρονολογούνται στη μεταβατική περίοδο, στο 630/25-610/05 π.Χ.. Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, το ιερό κοσμούσαν αγάλματα αφιερωμένα από τους πιστούς.
Σημαντικά στοιχεία του λατρευτικού τελετουργικού ήταν οι θυσίες και οι συνεστιάσεις, όπως πιστοποιείται τόσο από τις επιγραφικές μαρτυρίες και την παρουσία των διατροφικών κατάλοιπων, όσο και από τη λεπτή κεραμική, η οποία αποτελείται κυρίως από αγγεία πόσης, αλλά και εμπορικούς αμφορείς.
Στο σπήλαιο τελούνταν σπονδές και γινόταν χρήση θυμιάματος. Στις επιγραφές γίνεται μνεία της προσφοράς «πελάνου», ενός τελετουργικού μείγματος σιταριού, μελιού και λαδιού, ενώ οι λατρευτές αποκαλούνται «εταίροι» και «συμπόται».
Κατά την ανασκαφική έρευνα του σπηλαίου βρέθηκαν τρία θραύσματα πήλινων ειδωλίων και ένα θραύσμα πήλινης προτομής. Το κεφάλι ειδωλίου καθιστής γυναικείας μορφής, σύμφωνα με την κεραμική του ύλη, είναι πιθανότατα επείσακτο από εργαστήριο της Ανατολικής Ελλάδας και χρονολογείται στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα. Επιπλέον, εντοπίστηκε και ένα πήλινο γυναικείο ειδώλιο ύστερων κλασικών-ελληνιστικών χρόνων, που χρονολογείται στο β΄ μισό του 4ου- α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.
Τα σπήλαια ως ιερά
Σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, αν και υπάρχουν λίγα σπήλαια με λατρευτική χρήση ήδη από το 10ο π.Χ. αιώνα (π.χ. το σπήλαιο της Πόλης στην Ιθάκη ή το σπήλαιο-ιερό του Διονύσου και των Νυμφών στην Καλλιθέα Χαλκιδικής), η χρήση αυτή διαπιστώνεται κατά κύριο λόγο στην αρχαϊκή εποχή.
Στη συνέχεια, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, κυρίως στη μέση και ύστερη ελληνιστική περίοδο, παρατηρείται μια ύφεση στη χρήση των σπηλαίων ως χώρων λατρείας, κάτι που συμβαίνει στα σπήλαια της Αττικής, όπου διαπιστώνεται μείωση της δραστηριότητας. Αργότερα, κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, παρατηρείται αρχαιολογικά νέο αυξημένο ενδιαφέρον για τα σπήλαια σε αρκετές περιοχές .
Το μοτίβο αυτό, της εγκατάλειψης ή της μείωσης της δραστηριότητας στα ιερά που βρίσκονται σε σπήλαια, μπορεί να γίνει κατανοητό μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της δραστηριότητας στα αγροτικά ιερά τοπικού χαρακτήρα.
Αντίθετα, στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους και στην πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο διαπιστώνεται κάποια μείωση της πυκνότητας των αρχαιολογικών θέσεων στην ύπαιθρο, στοιχείο της οποίας αποτελεί η εγκατάλειψη των περισσότερων μικρών αγροτικών ιερών. Αρκετά από αυτά τα εγκαταλελειμμένα ιερά ενεργοποιήθηκαν εκ νέου κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο.
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, το κενό αυτό με την εγκατάλειψη πολλών αγροτικών ιερών έχει την ερμηνεία του στη μεγάλη μείωση της κατοίκησης και της εν γένει ανθρώπινης δραστηριότητας στην ύπαιθρο κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους, που φαίνεται πως συνδέεται με την δημογραφική κάμψη της Μακεδονίας.
Η αρχαία Οισύμη που λάτρευε τη θεά Αθηνά
Το σπήλαιο-ιερό των Νυμφών ανήκει στην ύπαιθρο χώρα της αρχαίας Οισύμης , η οποία βρίσκεται στην απέναντι, τη νότια, πλευρά του κόλπου των Ελευθερών. Η Οισύμη, θασιακή αποικία είχε ιδρυθεί σε μια θέση με πλούσιους φυσικούς πόρους. Βρίσκεται σε ένα φυσικό λιμάνι, σε μια εύφορη περιοχή , κοντά σε μεταλλοφόρα εδάφη με πυκνά δάση.
Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η αποικία ιδρύθηκε στα τέλη του τρίτου ή στο τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. Ο Όμηρος κάνει αναφορά στην πόλη, μαρτυρία που επιτρέπει την υπόθεση ότι υπήρχε πριν από την άφιξη των αποίκων.
Μάλιστα, οι ανασκαφές στην ακρόπολη εντόπισαν προ-αποικιακό στρώμα της πρώιμης εποχής του Σιδήρου. Η ακρόπολη, που καταλαμβάνει έναν οχυρό λόφο, περιέκλειε τον αρχαϊκό ναό, του οποίου έχουν εντοπιστεί δύο οικοδομικές φάσεις, του τέλους του 7ου και των αρχών του 5ου π.Χ. αιώνα.
Η παρουσία ευρημάτων του 4ου π.Χ. αιώνα είναι σποραδική, ενώ υπάρχει σημαντική επίχωση του 2ου π.Χ. αιώνα που δηλώνει έντονη δραστηριότητα κατά τη χρονική αυτή περίοδο. Από τον 1ο αιώνα π.Χ. ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα υπάρχουν μόνο λιγοστά ευρήματα.
Η πόλη συνέχισε να ζει ως την ίδρυση της παρακείμενης Ανακτορούπολης στους βυζαντινούς χρόνους . Οι ανασκαφείς της Οισύμης ταύτισαν τη θεότητα που λατρευόταν στο ναό της ακρόπολης με την προστάτιδα της πόλης Αθηνά.
*Οι φωτογραφίες ανήκουν στο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και παραχωρήθηκαν από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας
πηγή: voria.gr