Dark Mode Light Mode

Τα μύδια: Κείμενο του Χρήστου Κεραμίδη

Μου έλεγε η μάνα μου, η κυρα Φανή «δέβα γιαβρίμ ση θάλασσα, σο Μονόπετρον, και φέρον ολίγα μυδόπα να φτάω σας ένα πιλάφ.» Έπαιρνα το καλαθάκι μου και τον μεταλλικό κουβά κι έπεφτα το πρωί, τότε που τα νερά ήσαν καθάρια και λαμπικαρισμένα.

Κάθε βουτιά κι ένα ή δύο μεγάλα τραγανίσια που μύριζαν ιώδιο. Τα έβγαζα με γυμνό χέρι. Χταπόδια γλιστρούσαν πάνω στα βράχια ανέμελα. Οι σαργοί και οι πανέμορφοι γύλοι με πλησίαζαν κι έρχονταν μπροστά στη μάσκα μου.

Περνώντας από το καφενείο, άνοιγα δύο τρία με πλακουτσωτό μαχαιράκι και τα ‘βαζα στο πιάτο ενός γέρου μερακλή, εισπράττοντας τις ευχές του. Το μεσημέρι, όλο το σπίτι μύριζε από το νόστιμο φαγητό.

Κι όμως η ευλογία αυτή, μετά από χρόνια, χάθηκε σαν από κατάρα. Οι βράχοι δεν βγάζανε μύδια. Κάποιοι από τη γειτονιά μας παίνευαν το Μονόπετρο, και η είδηση πως, στον τόπο αυτό, μπορούσες να βρεις τα καλύτερα μύδια του κόσμου, έφθασε μέχρι πάνω στα ορεινά χωριά του νομού.

Κι έρχονταν οι άσχετοι με σκεπάρνια ή φτυάρια μικρά και τα σάρωναν όλα καταστρέφοντας τον γόνο. Άλλοι, πάλι, γέμιζαν τσουβάλια για να τα πάνε να τα πουλήσουν. Η φύση έχει τη δική της αντοχή. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα.

Προηγούμενο άρθρο

ΑΟΚ - Νίκη Βόλου: Η ημέρα και η ώρα της αναμέτρησης στο «Ανθή Καραγιάννη»

Επόμενο άρθρο

Επιτάχυνση των γεωπολιτικών χρόνων