Μου έλεγε η μάνα μου, η κυρα Φανή «δέβα γιαβρίμ ση θάλασσα, σο Μονόπετρον, και φέρον ολίγα μυδόπα να φτάω σας ένα πιλάφ.» Έπαιρνα το καλαθάκι μου, τον μικρό τσίγκινο κουβά κι έπεφτα το πρωί, τότε που τα νερά ήσαν καθάρια και λαμπικαρισμένα από το φως της Ανατολής.
Σε κάθε βουτιά μου έβγαζα ένα ή δύο, μεγάλα τραγανίσια που μύριζαν ιώδιο. Υπολόγιζα και το θαλάσσιο ρεύμα που συχνά με έσπρωχνε στη μικρή νησίδα. Τ’ άγγιζα πάντοτε με γυμνό χέρι.
Χταπόδια γλιστρούσαν πάνω στα βράχια ανέμελα. Σαργοί και πανέμορφοι γύλοι με πλησίαζαν· έρχονταν άφοβα προς στο μέρος μου. Περνώντας από το συνοικιακό καφενείο- ουζερί του «Πραβινού», άνοιγα δύο -τρία με το μαχαιράκι οστράκων και τ’ άφηνα στο πιάτο του μαστρο Λιόλιου, του ελαιοχρωματιστή, εισπράττοντας τις πιο θερμές ευχές του.
Το μεσημέρι, όλο το σπίτι μοσχομύριζε από το νόστιμο φαγητό. Κι όμως η ευλογία αυτή, μετά από χρόνια, χάθηκε σαν από κατάρα. Οι βράχοι δεν βγάζανε μύδια. Κάποιοι από τη γειτονιά μας παίνευαν το Μονόπετρο και η είδηση, πως στον τόπο αυτό μπορούσες να βρεις τα καλύτερα μύδια του κόσμου, έφθανε σε όλη τη πόλη και στον νομό της.
Κι έρχονταν οι άσχετοι με σκεπάρνια ή φτυάρια μικρά και τα σάρωναν όλα καταστρέφοντας τον γόνο. Άλλοι, πάλι, γέμιζαν τσουβάλια για να τα πουλήσουν. Η φύση έχει τη δική της αντοχή. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα.