Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Πέρασαν χρόνια και ζαμάνια από την εποχή που ήρθαν κι έφυγαν τα κύματα της λαίλαπας. Όμως οι τελευταίοι βυζαντινοί σκουτάριοι, που έπεσαν μέχρι τον τελευταίο στα τείχη της γαλάζιας πολιτείας της χριστώνυμης, βαστούν τον όρκο τους ακόμα.
Τα γκρεμισμένα από το τότε κούρσο τείχη ξαναχτίστηκαν. Οι ίδιοι Ρωμιοί χτιστάδες, αργολιθοδομές με αλλεπάλληλες πλινθοδομές περίτεχνα δεμένες με το κουρασάνι, φτιαγμένο όπως λεν με άμμο, μαρμαρόσκονη, με θάλασσα κι αβγά για να το σφίξει, να΄ ναι άτρωτο το χτίσμα στους αιώνες. Που να βρουν άλλους χτίστες οι Μωαμεθανοί, να υψώσουνε το φρούριο το θεόρατο πάνω στης Παναγιάς το βράχο, στο δυνατό και σφριγηλό καπούλι του αλόγατου που θα δινε καινούριο όνομα στην πόλη σε χρόνια κατοπικά.
Λαχτάρα της ψυχής και πίστη τους κράτησε εκείνους τους περήφανους πολεμιστές μες στους αιώνες άγρυπνους φρουρούς του κάστρου, έφυγε η ζωντανή πνοή από λαιμούς σφαγμένους μα παρέμεινε στον τόπο της θυσίας τους, θύμα του όρκου που έδωσαν ομάδην στους Παλαιολόγους.
Στέρεψε πια ο δρόμος του νερού, μα το παλιό υδραγωγείο μένει κι απ΄ τις πολλές καμάρες του οι πέντε εξακολουθούν απτόητες κι αγέρωχες να καταπίνουν τα μικρά και τα μεγάλα τροχοφόρα και την αδιαφορία των ντόπιων, όμως τόσοι αιώνες που περάσανε δεν μπόρεσαν να αντιπαραθέσουν μιαν ανώτερη ομορφιά σ΄ εκείνη την παλιά βυζαντινή φιγούρα κι οι ξένοι στρατοκόποι κοντοστέκονται, κοιτάζουν και θαυμάζουν το πλατύ τους τόξο και κάπου διακρίνουν στα εσωρράχια τις οπές και τις σιωπές τους.
Κάπου εκεί, άδηλες στην απρόσεχτη ματιά, χάσκουν οι εκατόν ογδόντα τρύπες, ίσως και περισσότερα ανοίγματα μες στις μασχάλες και τα στέρνα του υδραγωγείου, πέτρες που ξεκόλλησαν μόνες τους παλιά, λες οι παλιοί οι Καβαλιώτες, και μέσα τους μικρές στοές όπου κουρνιάζουν κι ερωτεύονται, γεννούν, κλωσούν και γουργουρίζουν οι θηλυκές κι οι αρσενικοί, περήφανοι κι αγέρωχοι φρουροί του κάστρου, πετούν στα μήκη και τα πλάτη του κι ελέγχουν τα ψηλά τόξα του υδραγωγείου, τα χαμηλά γερά του ερείσματα.
Το φτεροκόπημά τους σιωπηλό, μα τους προδίνει ο μανδύας. Σταχτιά και μελανά ιμάτια με κρόσσια προσφυρά και ράμφη κίτρινα φλουριά κωνσταντινάτα, μάτια βυζαντινών αγίων και νύχια δίχρωμα, γαμψά και τροχισμένα στο κονίαμα των τοίχων της φωλιάς τους, μασκαρεμένοι λες δικέφαλοι αετοί που πήραν να ημερεύουν από τότε που έδιωξαν τις κίσσες απ΄ το κάστρο.
Στο αριστερό πλευρό του θώρακά τους διακρίνεις αμυδρά στενόμακρο σκουτάρι με χαραγμένον το σταυρό.
Σαν ήμασταν μικρά παιδιά, μας έδειχνε η γιαγιά Βαρύτιμη η Σηλυβριανή όλα της τα σημάδια κι εμείς πιο εύκολα τότε τα ξεχωρίζαμε. Βλέπεις, τα μάτια των μικρών δεν τα θολώνουν καταρράχτες των μεγάλων. Αλλά και τώρα, αν το σούρουπο σταθείς κουκουβιστός κάτω απ΄ τα ποδαρικά της καμαροσειράς, μπορείς ν΄ ακούσεις το κελάρυσμα του στερεμένου δρόμου του νερού και τις κλαγγές των σπαθοφόρων στη μάχη με τις κάργες, τα ψαρόνια και τα κιρκινέζια και όσους άλλους ανυπόληπτους κι επίδοξους κατακτητές τολμούν ν΄ αμφισβητήσουν την επικυριαρχία τους στο αρχαίο τούτο κάστρο.