–«Λοιπόν πώς βρήκατε τα πράγματα στην χώρα μας;» με ρώτησε παρουσία της Γαλλίδος συζύγου μου, ο φιλέλλην Γάλλος γείτονάς μου, συναντηθείς στο κεφαλόσκαλο του κτηρίου που κατοικούμε αμφότεροι πλέον των τριάντα ετών. Είχε σημειώσει την πολύμηνη απουσία μου και ήθελε να έχει την γνώμη μου για την εδώ επικρατούσα κατάσταση.
–«Την βρήκα μαύρη και άχαρη», απάντησα απνευστί. Και διευκρίνισα: Οι δημόσιες υπηρεσίες όπως π.χ. το νοσοκομείο και οι σιδηροδρομικές συνδέσεις δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις καθημερινές απαιτήσεις των πολιτών, η αποζημίωση των απολυθέντων από τις εργασίες τους αργοπορεί εξοργιστικά και άλλα στραβά και ανάποδα κάνουν την ζωή ανυπόφορη. Εξέφερα την γνώμη ότι η εύρυθμη λειτουργία του Κράτους, ιδίως οι προσφερόμενες υγειονομικές υπηρεσίες προς τον πολίτη, που γνώρισα στα χρόνια 70 ανήκει στο παρελθόν. Συνεχίζοντας το«κατηγορητήριο» μου, πήρα ως παράδειγμα το αλαλούμ που επικρατούσε στην διάρκεια της επιστροφής μου: στο αεροδρόμιο του Ορλύ. Το αεροπλάνο έκοβε βόλτες και βόλτες επί μισή ώρα αναμένοντας ένα διαθέσιμο διάδρομο προσγειώσεως. Οι αδημονούντες να αποβιβασθούν επιβάτες υπεχρεώθησαν να περιμένουν εντός του αεροσκάφους άλλη μισή ώρα διότι δεν υπήρχε ο απαιτούμενος αριθμός λεωφορείων που θα τους οδηγούσε στην αίθουσα παραλαβής των αποσκευών. Προσθέστε επίσης και το γεγονός ότι οι βαλίτσες έφθαναν με το σταγονόμετρο.
Την επαύριο της αφίξεως μου στο παρισινό προάστιο, το αστικό λεωφορείο της γραμμής είχε αλλάξει δρομολόγιο και στάσεις χωρίς την παραμικρή αιτιολόγηση των υπευθύνων της εταιρίας που νυχθημερόν εξυπηρετεί τους πολίτες και, κερασάκι πάνω στην τούρτα, η γραμμή του μετρό συνδέουσα το προάστιο που κατοικώ, το νότιο με το βόρειο Παρίσι ήταν προσωρινώς κλειστή. Η σύζυγος μου, περισσότερο ούτως ειπείν Ελληνίδα απ’ ότι ο υπογράφων, βρήκε την ευκαιρία να μου τα ψάλλειγια τα καλά:
–Είδες ότι και εδώ στην επαινούμενη Γαλλία «σου», η κατάσταση δεν είναι καλύτερη απ’ ότι στην Ελλάδα, σχολίασε δηκτικώς κριτικάροντάς με για τις επαναλαμβανόμενες γκρίνιες μου όπως: η στενότητα των πεζοδρομίων της Καβάλας, ο συχνάκις μη σεβασμός του ωραρίου των αστικών λεωφορείων, ακόμη και σε μερικές περιπτώσεις η αναβολή εκτελέσεως μερικών δρομολογίων, τέλος η σπανιότατη χρήση του πληθυντικού πολλών επαγγελματιών απευθυνόμενων στους πελάτες, όπως η ξαφνιάζουσα απότομη συμπεριφορά τους με αδιάκριτες ερωτήσεις, η με διατακτικό ύφος προσταγής των ταξιτζήδων, δίκην διαταγής αξιωματικού προς τους φαντάρους:μόνο στην «πίσω» θέση! Πεταγμένα στην κάλαθο των αχρήστωνοι συμβατικές πλην διευκολύνουσες τις καθημερινές επαφές όπως «σας παρακαλώ, παρντόν με συγχωρείτε, σας ευχαριστώ», η παραχώρηση προτεραιότητος στους ηλικιωμένους βαδιζόντων επί του πεζοδρομίου, όλα αυτά ξεχασμένα. Εν μέρει είχε δίκαιο διότι αυτές οι φραστικές αγένειες και συμπεριφορές παρατηρούνται σήμερα σχεδόν παντού. Μη μπορώντας να αμφισβητήσω τα λεγόμενά της, φρονίμως ποιών το βούλωσα κάνοντας… την πάπια.
Εγκατασταθείς στο γραφείο μου, στο όμορο των Παρισίων προάστιο που κατοικώ, είχα άλλες σκοτούρες: έπρεπε να τακτοποιήσω άνευ αναβολής τα σχεδόν λησμονησμένα και ατάκτως ερριμμένα στη βαλίτσα μου αντικείμενα μετά από εβδομήντα ημέρες παραμονής στην γενέτειρα πόλη, την Καβάλα! Άλλος μπελάς κι’ αυτός. Ευτυχώς όμως τα βιβλία τα είχα τοποθετήσει επιμελώς στη ξεχωριστή προσθήκη της βαλίτσας. Αυτό μου επέτρεψε να ανατρέξω στις σχολικές αναγνώσεις ρίχνοντας μια ματιά στον γραμμένο σε ρέουσα,σχεδόν ποιητική, διανθισμένο με κρητικούς ιδιωματισμούς, καθαρεύουσα «Πατούχα» του Ιωάννη Κονδυλάκη, στο για πρώτη φορά διαβασθέν υπ’ εμού άκρως εξομολογητικό «Πρώτη αγάπη» του ιδίου και, εν συνεχεία,δυστυχώς μεταφρασμένοστην ομιλούμενηδημοτική, το «Όταν όταν ήμουν δάσκαλος». Ήταν σαν να μου έκαναν δώρο άδωρο ένα τόμο του Παπαδιαμάντη μεταφρασμένο στη δημοτική! Στο γλωσσικό, ιδίως στον γραπτό λόγο, ναι μεν είμαι οπαδός της δημοτικής αλλά με ενσωματωμένες λέξεις και εκφράσεις εκεί που πρέπει, της καθαρεύουσας. Χωρίς να είμαι ακραιφνής, πούρος δημοτικιστής, δεν απορρίπτω την χρήση της γενικής στα τριτόκλιτα ονόματα, και δεν θα δίσταζα να χρησιμοποιήσω π.χ. την γενική «του Παρθενώνος» εν αντιθέσει με την δημοτικίζουσα «του Παρθενώνα», «της Αναστάσεως με εκείνη της Ανάστασης» και δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μουνα αντικαταστήσω το Η Παναγία των Παρισίων με το Η Παναγία του Παρισιού, παρ όλον ότι όλοι οι Γάλλοι λένε: νότρνταμ δε Παρί (NotredamedeParis).
Παρ’ όλα αυτά, η δυσανασχέτησή μου με τα ενοχλητικά εν Γαλλία περιγραφόμενα ανωτέρω επεισόδια, (ατυχή;) ηξηφανίσθη ως δια μαγείας με την για πολλοστή φορά ανάγνωση του πονήματος «Ο κύριος Έξαρχος… και άλλες ιστορίες» (2021) του ήδη από το γυμνάσιο αρρένων (χρόνια 60),φίλου Λευτέρη Κελβερίδη, ερωτευμένου με την παρουσίαση γνωστών ταινιών στους κινηματογράφους της Καβάλας. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω; Με την εικόνα ενός δείπνου στην Ραψάνη που περιγράφει την ξεκαρδιστική σκηνή στο «Δυο διαφορετικοί λατερνατζήδες» που «αυθόρμητα, ο τεράστιος Μίκης (Θεοδωράκης) τινάχτηκε, ζώστηκε τη λατέρνα και παρέσυρε τον Χατζιδάκι, που τον συνόδεψε γυρνώντας τη μανιβέλα, σε ρόλους Φωτόπουλου—Αυλωνίτη. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι ξεσηκωμός έγινε μ’ εκείνη τη σκηνή» προσθέτει ο Κελβερίδης. Στο Ο Αρκουδιάρης o συγγραφεύς διευκρινίζει ότι «σήμερα έχουν εκλείψει (οι βασανιζόμενες αρκούδες) ακόμη και τα τσίρκο. Ο κόσμος έχε ευαισθητοποιηθεί και ο νόμοι είναι σκληροί. Τα παιδιά ψυχαγωγούνται αλλιώς. Μαζί με τα ζώα του τσίρκου χάθηκαν κι οι ακροβάτες, οι κλόουν, χάθηκαν και οι θηριοδαμαστές. Χάθηκε κι η παιδική αθωότητα. Όχι όμως κι η βία. Αυτή υπάρχει στα ηλεκτρονικά παιχνίδια τους. Άφθονη θα έλεγα…», κλείνει το κομμάτι του ο Κελβερίδης. Την διαπιστώνω, στους πάγκους των πάρκων, στα λεωφορεία, στον δρόμο, και στην Ελλάδα και στην Γαλλία,όπου τα παιδιά φωνασκούν βιαίως και τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος έχει το καλλίτερο βίντεο για την προβολή των εικόνων βίας. Και εάν τολμήσεις να τους πεις «σας παρακαλώ, λιγότερο θόρυβο» σε αγριοκοιτάζουν ή σου λένε: «πάτε στο σπίτι σαs όπου θα έχετε λιγότερο θόρυβο». Τουλάχιστο χρησιμοποιούν τον πληθυντικό… Σε ένα προσθετέν δισέλιδο παράρτημα του πονήματός του, ο συγγραφεύς δίδει την πεμπτουσία της καθημερινότητος, της έντονης δραστηριότητος των κατοίκων της, και της αποκτηθείσης παμβαλκανικής φήμης της Καβάλας σαν της Μέκκας του καπνού. Γράφει: «Ο παππούς Νικόλας ήταν αμπαλαριστής στο επάγγελμα. Είχε ένα σαμάρι και μ’ αυτό κουβαλούσε τις τόγκες, δηλαδή μεγάλα δεμάτια καπνού δηλαδή, εκεί που έπρεπε να παραδοθούν. Σκληρή δουλειά και κοπιαστική αλλά από τέτοιες δουλειές ζούσε ο μισός κόσμος της Καβάλας τότε την εποχή της καπνεργασίας».
Ουδέν το αληθέστερον όταν άκουα κάθε απόβραδο την μητέρα μου, που ήταν καθαρίστρια και νεροκουβαλήτρα στο καπνομάγαζο Μισσιριάν, να παραπονείται: αχ! αυτό το κοψομέσιασμα δεν θα μ’ αφήσει πάλι ήσυχη στον ύπνο μου…
Μιχάλης Μαυρόπουλος