Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Ο ταχυδρομικός διανομεύς της συνοικίας μου, γλιστρώντας ντελικάτα την αλληλογραφία στο γραμματοκιβώτιο,με προειδοποιεί: λόγω ολιγόωρων στάσεων εργασίας την προσεχή εβδομάδα να μην περιμένω να βρω διπλωμένη την εφημερίδα στο γραμματοκιβώτιο.
Αυτός και οι συνάδελφοί του δε θα κάνουν την συνηθισμένη γύρα τους. Δε θα είναι οι μόνοι σε αυτή την περίπτωση. Τα συνδικάτα ανήγγειλαν ότι θέλουν να «μπλοκάρουν τη χώρα». Ο μέσος Γάλλος ευρισκόμενος μέσα στη δίνη των τελευταίων γεγονότων, τα οποία συνοψίζονται στην απορρύθμιση του δικαιώματος συντάξεως, και στην μπαχαλοειδή ατμόσφαιρα της συζητήσεως στο Κοινοβούλιο για το ίδιο θέμα, «μυρίζεται»ότι η 7η Μαρτίου θα είναι ενδεικτική της εξελίξεως του θέματος.
Η συμμετοχή του αυτή την ημερομηνία στις πορείες σε όλες τις γαλλικές πόλεις με πρωτοβουλία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και την υποστήριξη των αριστερών κομμάτων θα είναι αποφασιστική για την διατήρηση της συντάξεως του στα 62 και όχι στα 64 χρόνια του.
Ταυτοχρόνως ο πολίτης αναρωτιέται για το βαθύτερο νόημα των πρόσφατων γεγονότων. Είναι οι συνέπειες της καθολικής αποδιοργανώσεως της κρατικής μηχανής όπως π.χ. τα νοσοκομεία; Μήπως η σοβούσα κρίση οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην απότομη αλλαγή των αξιών, που η αστική τάξη επέβαλε, και λίγο-πολύ όλοι αποδέχονταν.
Διαβλέπει ότι οι κρατούντες την εξουσία επιχειρούν να τις αλλάξουν ριζικώς προς το συμφέρον τους. Εν πάση περιπτώσει, κρίση υπάρχει όταν «το παλαιό πεθαίνει και το καινούργιο δεν μπορεί να γεννηθεί: διαρκούντος αυτού του μεσοδιαστήματος παρατηρούνται πολυποίκιλα νοσηρά φαινόμενα», υπεστήριξε ο βαθύς γνώστης και αναλυτής του μαρξισμού Ιταλός πολιτικός και φιλόσοφος Αντόνιο Γκράμσι.
Ένα γεγονός πάντως σηματοδοτεί την τωρινή δημόσια ζωή: σύμφωνα με πολλές δειγματοληψίες οι Γάλλοι πιστεύουν ότι η πολιτική χάνει μέρος της επιρροής που είχε στους πολίτες έναντι του συνδικαλισμού. Η εν λόγω ιδέα αποτελεί τον κεντρικό άξονα πρόσφατων παρατηρήσεων των ειδικευμένων στις πολιτικοοικονομικές αναλύσεις.
Κατά πολλούς,το θέμα έθεσε επί τάπητος ο πολιτικολόγος- κοινωνιολόγος Ζερόμ Φουρκέ (Jérôme Fourqué), ο οποίος υποστηρίζει ότι οι συμπολίτες του απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την πολιτική εστιάζοντας το ενδιαφέρον τους στις ψυχαγωγικές δραστηριότητες.
Μέχρι του δε απέφευγε να διευκρινίσει εάν αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος για τα τρέχοντα πολιτικά πράγματα θα μπορούσε να αντικατασταθεί στον πολιτικοκοινωνικό τομέα από μια αυθόρμητη, μακρόθεν των συνδικάτων, διεκδικητική κινητοποίηση, όπως εκείνη των κίτρινων γιλέκων.
Και όντως αντικαταστάθηκε. Δεν του διέφυγε όμως της προσοχής ότι οι εν λόγω διαδηλωτές παρόλο ότι αρνιόταν την ανάμειξη των κομμάτων και των συνδικάτων στην προβολή των αιτημάτων τους (πρωτίστως φθηνότερη βενζίνη), διαπίστωνε ότι η κοινή γνώμη δεν αποδοκίμαζε εμφανώς τη συχνά βίαιη συμπεριφορά των κίτρινων γιλέκων.
Τούτου διαπιστωθέντος, τα συνδικάτα έπαυσαν να κακολογούν τα «γιλέκα» στα οποία καταλόγιζαν ότι επηρεάζονται από μη ελεγχόμενα στοιχεία και την άκρα δεξιά και δειλά-δειλά άρχισαν να μην εμποδίζουν την συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις τους.
Η απορρύθμιση του δικαιώματος συντάξεως ήλθε στη κατάλληλη στιγμή για να επιδράσει καταλυτικώς επί των συνδικάτων τα οποία, πράττοντα σοφώς (διότι αφ’ ενός διείδαν τη διάθεση του κοινού για δράση και αφετέρου απέβλεπαν στην ενδυνάμωση του αριθμού των διαδηλωτών) αποκατέστησαν στο πι και φι την ενότητα δράσεως και ταυτοχρόνως έπαυσαν να χαρακτηρίζουν σαν αποδιοπομπαίους τράγους τους επιφυλακτικούς έναντι του συνδικαλισμού πολίτες.
Μερικοί όμως εξ αυτών παίρνοντας σαν παράδειγμα την αρχική πολιτική των «γιλέκων» που απέσπασαν μερικά οφέλη χρησιμοποιώντας βία καταστρέφοντας την δημόσια και ιδιωτική περιουσία, προπαγανδίζουν την σκλήρυνση των απεργιών.
Οι αντιτιθέμενοι σε αυτή την τακτικά ανταπαντούν ότι έτσι πράττοντας απομακρύνουν τους υπόλοιπους πολίτες από τη συμμετοχή τους στις διαμαρτυρίες. Από την πλευρά τους τα πολιτικά κόμματα δεν ήταν, και δεν είναι σήμερα στις καλύτερες στιγμές τους.
Στις τάξεις της Ανυπότακτης Γαλλίας η εσωτερική αυταρχική συμπεριφορά του Μελανσόν επικρίνεται από πολλά στελέχη, τα οποία εποφθαλμιούν την διαδοχή του. Βεβαίως για το κοινό, ο εν λόγω πολιτικός διατηρεί ακόμη μια σχετική επιρροή στις μάζες εξ αιτίας της εξαιρετικής ρητορικής του ευφράδειας.
Επικρίθηκε επίσης και από το Μαρτινέζ, γενικό γραμματέα του αριστερού συνδικάτου CGT, ο οποίος προσήψε στο Μελανσόν ότι επιδιώκει την ιδιοποίηση της κοινωνικής κινητοποιήσεως με σκοπό να υποβιβάσει τα συνδικάτα σε δεύτερο πλάνο.
Στους Ρεπουμπλικανούς ο ανταγωνιστής για την προεδρία του κόμματος Πραντιέ (Aurélien Pradié), νούμερο 2,αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα καθήκοντα του από τον εκλεγέντα πρόεδρο του κόμματος διότι διαφωνούσε εν μέρει με το μακρονικό νομοσχέδιο συντάξεων.
Στους σοσιαλιστές οι πληγές της μάχης τον παρελθόντα Ιανουάριο για την προεδρία επουλώθηκαν μεν αλλά τα ίχνη τους δεν έσβησαν παντελώς. Στους κομμουνιστές οι οποίοι ανταλλάσσουν απόψεις για το εντός δυο μηνών συνέδριό τους δυο πλατφόρμες προωθούν διαφορετικές θέσεις.
Τέλος από την πλευρά του, το κόμμα της Μαρίν Λε Πέν (Εθνικός Συναγερμός) παραμένει προς το παρόν αλώβητο από εσωτερικές διενέξεις. Σεβαστό τμήμα του πληθυσμού παρακολουθεί τις θέσεις του, είναι δε αξιοσημείωτο και λίαν ανησυχητικό το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν διάφορες δημοσκοπήσεις που υποστηρίζουν ότι το κόμμα ελκύει πολλούς νέους.
Είναι, διευκρινίζουν, το πρώτο κόμμα στις τάξεις της νεολαίας. Ωσαύτως δεν είναι επίσης τυχαίο ότι μέρος της καθεστηκυίας τάξεως παίρνει σοβαρώς υπ’ όψιν του την πιθανότητα νίκης της Λε Πέν το 2027 σε περίπτωση μονομαχίας της τελευταίας με τον υποψήφιο στις προεδρικές προερχόμενο από ένα άλλο παραδοσιακό κόμμα.
Επ’ αυτού, ο Ερίκ Σιόττι, πρόεδρος των Ρεπουμπλικανών (LR) δήλωσε, σύμφωνα με το «Le Canard Enchaîné», ότι εάν η «προεδρική εκλογή ελάμβανε χώρα την Κυριακή (19 Φεβρουαρίου), ο Μελανσόν και η Λε Πέν θα συμμετείχαν στο δεύτερο γύρο. Και θα ήταν η Λε Πέν που θα εξελέγετο». Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου…