Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Τέλος της δεκαετίας του πενήντα. Τόσα ήταν και τα χρόνια του παππού μου. Λεβέντης. Έπιανε την πέτρα και την έστιβε. Εδώ πατούσε κι εκεί βρίσκονταν. Κι εγώ, ακόλουθός του. Μπροστά αυτός και πίσω του εγώ. Σε όλα και πάντα. Στα ζωντανά, στα ζώα λέω… μαζί. Στα μοσχάρια που εξέθρεφε και στην αγελάδα. Να τα ταΐζει, να τα καθαρίζει από τις βρωμιές τους, να αρμέγει, να φτιάχνει γιαούρτι, κι εγώ… δίπλα του. Στις κότες. Στα κουνέλια. Να φτιάχνουμε κλουβιά και κλουβιά, κι άλλα κλουβιά όσο εκείνα γεννοβολούσαν και πλήθαιναν. Κι ύστερα να παίρνει το φτυάρι και να άμμο χαλίκια και τσιμέντο, να φτιάχνει χαρτς και να τσιμεντώνει διαδρομάκια ολόγυρα του σπιτιού. Στις αποθήκες και στ’ αχούρια. Κι εγώ δίπλα του με το μυστρί. Ο μικρός κάλφας. Ο εγγονός του. Έπιανα το φτυάρι κι εγώ. Ίσα που μπορούσα να το σηκώσω. Έμπηγε και στρογγυλές πετρούλες στο τσιμέντο. Καλλιτεχνήματα. Ήταν και καλός τεχνίτης στη δουλειά του, επαγγελματίας σαγματοποιός. Έφτιαχνε σαμάρια και χάντρινα πολύχρωμα στολίδια για τα μουλάρια και τα άλογα. Περίτεχνα στολίδια για τα τσάνια. Το έθιμο του χωριού μου του προφήτη Ηλία. Και σαν τελειώναμε τις δουλειές μας παίρναμε τους δρόμους. Μου μάθαινε τους πρωθυπουργούς και τους βασιλιάδες των χωρών, με ποιά κράτη συνορεύουμε, πόσο πάει το δολάριο, πόσο έχει το κρέας το κιλό και τα λουκούμια. Και αριθμητική. Πρόσθεση και αφαίρεση. Ποιά είναι η Βασίλισσα της Αγγλίας, ο Βασιλιάς της Ισπανίας, της Ελλάδος….
Κι ύστερα, στου Χαρίση το μπακάλικο μπροστά και με τους φίλους και συγχωριανούς ολόγυρά μας, γίνονταν η επίδειξη.
“Ποιός είναι ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας παιδίμ;” με ρωτούσε ο παππούς μου.
“Ο Αντόν Γιούγκοφ”, απαντούσα με περηφάνια εγώ. Έκπληκτοι όλοι. “Ρε το άτιμο!”
“Ποιός είναι ο καγκελάριος της Γερμανίας παιδίμ”, με ξαναρωτούσε.
“Ο Αντενάουερ”, έλεγα εγώ κι έτρωγα και καμιά χαϊδευτική καρπαζιά. “Ρε το τσογλανάκι!”
“Πόσο κάνει τρία και τέσσερα, παιδίμ;”
“Επτά”, κι εγώ φυλαγόμουν μη φάω πάλι καμιά.
Άμα ήταν κάτι που δεν ήξερα, μου το έλεγε στο αυτί τάχατες κρυφά, κι εγώ πεταγόμουν μέχρι εκεί πάνω, γινόμουν άλλος τόσος και απαντούσα….
“Μπράβοοοοο”, μου έλεγαν, τουλούμι φουσκωμένο εγώ.
Ύστερα παίρναμε τον ανήφορο για το σπίτι. Ζόρικος ο ανήφορος μα ήταν αυτός μαθημένος στις ανηφοριές. Κάθε τρία τέσσερα βήματα του παππού μου εγώ έβαζα τρεχάλα για να τον φτάσω. Πώς να ακολουθήσω τα πατήματά του; Ηταν μικρά τα βηματάκια μου. Λαχάνιαζα.
Και πέρασαν χρόνια και χρόνια, κι άλλα χρόνια.
Δεκαετία του ογδόντα. Τόσα τώρα και τα χρόνια τού παππού μου. Λεβέντης στην ψυχή μα τώρα με το μπαστουνάκι του. Μπροστά στο μπακάλικο του πατέρα μου.
“Ποιός είναι ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας παιδίμ;”
Γελάει…
“Πας απάνω;” με ρωτά.
“Ναι”.
“Πάμε παρέα”, μου λέει.
Μπροστά ρίχνει το μπαστουνάκι του, στηρίζεται, ισορροπεί και πιο πίσω ακολουθεί το σώμα του.
Περπατώ δίπλα του. Τον νοιάζομαι.
Θυμάμαι που λαχάνιαζα μικρός.
Κόβεται η ανάσα του.
Λίγο πιο πάνω από το σχολείο, σταματά. Κοντανασαίνει και ύστερα από λίγο παίρνει βαθιά ανάσα. Τα βήματά του δεν τον πάνε πια.
“Θυμάσαι που έτρεχες να με φτάσεις;”
“Θυμάμαι”.
Δύο χιλιάδες είκοσι ένα.
Ανεβαίνω την ανηφοριά. Τα βήματά μου άρχισαν να βαραίνουν. Στέκομαι για λίγο πιο πάνω από το σχολείο να πάρω μια ανάσα.
Κοιτώ στον ουρανό.
Παππού… εεεεεεε Παππού;… Θυμάσαι;….
Ιούλιος του 2021