Ξεγυμνώθηκε το σπίτι του κυρ Σταύρου, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα κρυφό στα αδιάκριτα μάτια.
Ο τελευταίος τοίχος έπεσε χθες βράδυ. Μπορώ και διακρίνω, ξεθωριασμένα χρώματα απ΄ τη βροχή και τον ήλιο, γαλάζιο και μπεζ, οι τελευταίες πινελιές… Μαντεύω πως το γαλάζιο ήταν το υπνοδωμάτιο, το μπεζ καθιστικό. Η κουζίνα και η τουαλέτα κρατάνε ακόμα μυστικά, το άχρωμο τσιμέντο στέκει άγρυπνος φύλακας, ο τσατμάς δεν άντεξε…
Κατέρρευσε η μεσοτοιχία, πληγώθηκε θανάσιμα και το διπλανό σπίτι, της κυρίας Σουλτάνας. Βλέπω μέσα απ΄ την πληγή που χάσκει, την κουπαστή της σκάλας που ανεβαίνει στα δωμάτια. Πεισματικά οι τοίχοι αρνούνται να αποκαλύψουν την ζωή των ενοίκων, αν και το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο. Κομμάτια ξεκολλάνε από πάνω του,τα παράθυρα γείρανε προς τα μέσα, δεν περιμένουν κάποιον να τα ανοίξει. Η στέγη κάθισε…δεν υπάρχει κάποιος που να τη χρειάζεται.
Όμως το βράδυ σαν να είδα σκιές να γλιστράνε στο σπίτι του κυρ Σταύρου, νομίζω τρεις. Τριγυρνούσαν στο καθιστικό οι δυο έμειναν εκεί, η τρίτη σαν να μπαινόβγαινε στη κουζίνα. Υπέθεσα πως είναι η κυρία Φωτούλα, έστρωνε το τραπέζι για τον Μπέμπη και τον κυρ Σταύρο.
Ίσως το φως από τον στύλο να παίζει μαζί μου, ίσως οι αναμνήσεις που έχω απ΄ την γειτονιά που μεγάλωσα να με βαραίνουν καθώς μεγαλώνω και εγώ… Σαν να άκουσα θόρυβο από πιάτα και μια φωνή να μου λέει, Τάσο, το τελευταίο μας δείπνο…