Γράφει ο Πασχάλης Παλαβούζης
Στ’ ανοιχτά της βραχονησίδας, λίγο δυτικότερα από το ατελείωτο πήγαιν’ έλα των πορθμείων της γραμμής Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου, έχασε τη ζωή του ηρωικά μαχόμενος πριν 105 χρόνια ο Ανθυποπλοίαρχος (Ι) Δημήτριος Αργυρόπουλος. Ήταν ο πρώτος νεκρός Έλληνας αεροπόρος του Α Παγκοσμίου Πολέμου και προερχόταν από τις τάξεις του Ναυτικού μας… Λίγοι το γνωρίζουν!
Η ανεμπόδιστη κατάκτηση της ανατολικής Μακεδονίας από τους Βούλγαρους τον Αύγουστο του 1916 είχε προκαλέσει κύμα αγανάκτησης στο σώμα των Ελλήνων αξιωματικών. Κάποιοι από αυτούς, μη δεχόμενοι να παραμένουν αδρανείς μπροστά στο δράμα Ελλήνων αδελφών που βίωναν ξανά τη στυγνή κατοχή των πατρογονικών τους εστιών από τον εχθρό, έσπευσαν να προσχωρήσουν στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης των Βενιζέλου – Κουντουριώτη – Δαγκλή.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν οι περισσότεροι αξιωματικοί του νεοσύστατου Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος. Είχαν προσφερθεί εθελοντικά να πυκνώσουν τις τάξεις των αεροπόρων της Αντάντ στη Θάσο, έχοντας ως μοναδικό σκοπό την εκδίωξη του Βούλγαρου εισβολέα από τα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας. Μεταξύ τους ο Ανθυποπλοίαρχος (Ι) Δημήτριος Αργυρόπουλος.
Γεννημένος το 1894, είχε παρουσιαστεί ως ιδιώτης με τη 2η Σειρά του 1915 στο Π. Φάληρο για να λάβει εκπαίδευση χειριστή – αεροπόρου του Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος. Με το που προσχώρησε στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης, στάλθηκε μαζί με συναδέλφους του στο αγγλικό εκπαιδευτικό κέντρο της Χορταρόλιμνης στη Λήμνο για να ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση ως χειριστής.
Από τον Ιανουάριο του 1917 η επιχειρησιακή του εκπαίδευση συνεχίστηκε στο Καζαβήτι της Θάσου και μέχρι την 5η Ιουνίου 1917, μετείχε κανονικά σε πλείστες πολεμικές αποστολές πάνω από τα εδάφη της βουλγαροκρατούμενης ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Μια από τις κύριες ενασχολήσεις των αεροπόρων της Θάσου ήταν η πυρπόληση των γινομένων σπαρτών στις εύφορες πεδιάδες εκατέρωθεν της κοίτης του ποταμού Νέστου, αφού ολόκληρη η περιοχή ήταν υπό βουλγαρική κατοχή.
Στην εβδομαδιαία του αναφορά επιχειρήσεων (1/6/1917) ο διοικητής της 2ης Πτέρυγας της βρετανικής Βασιλικής Ναυτικής Αεροπορικής Υπηρεσίας, Πλοίαρχος (Ι) F. R. Scarlett, σημείωνε: «Τα σπαρτά σε αυτήν την περιοχή είναι σχεδόν γινομένα και έτοιμα για να καούν, οπότε λαμβάνονται μέτρα για να ξεκινήσουν οι επιθέσεις».
Τρίτη, 5 Ιουνίου 1917, ώρα 11:00 το πρωί, αεροδρόμιο Καζαβητίου Θάσου. Δύο βομβαρδιστικά Henri Farman HF.27, φορτωμένα με εμπρηστικές βόμβες κι ελληνικά πληρώματα ξεκινούν με τη συνοδεία ενός κατδιωκτικού υδροπλάνου Sopwith Schneider για να πυρπολήσουν τις σοδειές στην πεδιάδα της Χρυσούπολης.
Χειριστής στο βομβαρδιστικό ‘Ν3010’, είναι ο Αργυρόπουλος κι έχει για παρατηρητή – πολυβολητή τον Ανθυποπλοίαρχο (Ι) Παντελή Ψύχα. Στο HF.27 με αριθμό ‘9135’ χειριστής είναι ο Έλληνας αρχηγός του κλιμακίου της Θάσου, Υποπλοίαρχος (Ι) Αριστείδης Μωραϊτίνης (ο παρατηρητής του παραμένει δυστυχώς άγνωστος).
Στο καταδιωκτικό υδροπλάνο χειριστής είναι ο Άγγλος Ανθυπολοίαρχος (Ι) William Vagie Simons. Τα αεροπλάνα πιάνουν ανοιχτό σχηματισμό και πορεύονται αργά προς τα ΒΑ. Εκείνο που δε γνωρίζουν οι σύμμαχοι αεροπόροι είναι πως στην περιοχή επιχειρήσεων, τους περιμένει ο Γερμανός άσος του Μακεδονικού Μετώπου, ο Υπολοχαγός (Ι) Rudolf von Eschwege, του κλιμακίου της FA30 στη Δράμα.
Το πρωινό της 5ης Ιουνίου 1917 βρίσκει τον Eschwege να περιμένει υπομονετικά τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη της Α Μοίρας από τη Θάσο, ξαπλωμένος στη σκιά του φτερού του αεροπλάνου του – ενός καταδιωκτικού Albatross DIII σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις – κάπου στα χωράφια του Ερατεινού.
Ο ήλιος είναι δυνατός, υπάρχει έντονη θολούρα από τη ζέστη στην ατμόσφαιρα, η ώρα έχει μόλις περάσει τις 11:00 και ο Γερμανός αεροπόρος απλώς … περιμένει. Λεπτά αργότερα, ο βόμβος κινητήρων κάνει τον Eschwege να αναπηδήσει! Αρπάζει τα κιάλια του, κοιτάζει προς τα νοτιοδυτικά, εκεί που βρίσκεται η Θάσος, προσπαθεί να ξεχωρίσει τις σιλουέτες μέσα στην αχλή της ζέστης. Μάταια!
Έχει ήδη ελέγξει τις ταινίες με τις σφαίρες στα δυο του πολυβόλα. Ύστερα φορά το πανωφόρι και την κάσκα του. Είναι πανέτοιμος για την αναχαίτιση των εισβολέων. Με μια δεύτερη αναγνώριση εντοπίζει τρία αεροπλάνα πάνω από το ακρωτήρι Ακρονέρι Κεραμωτής (Κοτζούν Νακλά).
Πετούνε χαμηλά, το πολύ χίλια με χίλια διακόσια μέτρα. Σιγουρεύεται για την πορεία τους και περιμένει υπομονετικά να πλησιάσουν… Στόχος του Eschwege, όπως και κάθε άλλου πετυχημένου διώκτη οπουδήποτε στον κόσμο, ο πλήρης αιφνιδιασμός του αντιπάλου.
Τα μουντά χρώματα της ατράκτου και των πτερύγων κάνουν το αεροπλάνο του δυσδιάκριτο από τον αέρα. Επιλέγει, λοιπόν, να περιμένει, ώσπου να πέσουν οι πρώτες βόμβες τριγύρω του, όσο επικίνδυνο κι αν είναι αυτό. Και πέφτουν…
Με την εκδήλωση των πρώτων πυρκαγιών στις παρακείμενες καλαμποκιές, ο Eschwege παίρνει θέση στο κόκπιτ, γυρίζει το διακόπτη εκκίνησης, αλλά … κανένα αποτέλεσμα! Ο δύστροπος κινητήρας αρνείται πεισματικά να πάρει μπροστά παρά τις συνεχείς προσπάθειες του Γερμανού άσου.
Βράζοντας από θυμό και αναθεματίζοντας την κακή του τύχη, αρπάζει ένα δοχείο με πετρέλαιο, ανοίγει τα καπάκια των κυλίνδρων, ρίχνει μέσα λίγο από το καύσιμο, ασφαλίζει τα καπάκια, περιστρέφει την έλικα, ύστερα το διακόπτη εκκίνησης για πολλοστή φορά και … ως εκ θαύματος ο κινητήρας ζωντανεύει!
Η έλικα περιστρέφεται! Περνά τις ζώνες στον ώμο του, τις ασφαλίζει και απογειώνεται τάχιστα προς την κατεύθυνση που χάθηκε ο εχθρικός σχηματισμός. Γρήγορα τα ανώτερα πτητικά χαρακτηριστικά του αεροπλάνου του, τού επιτρέπουν να αποκτήσει πλεονέκτημα ταχύτητας και ύψους.
Τα δύο Farman και το συνοδό ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τη στεριά κρατώντας ανοιχτό, χαλαρό σχηματισμό. Δε δείχνουν να τον έχουν εντοπίσει. Εφορμά ταχύτατα προς το αεροπλάνο του Μωραϊτίνη. Με τις πρώτες ριπές ο Έλληνας αρχηγός βυθίζει απότομα το βομβαρδιστικό κι οριζοντιώνει λίγα μέτρα πάνω από τη θάλασσα την ώρα που ο παρατηρητής του, όρθιος στη θέση του, βάλει κατά του Γερμανού διώκτη.
Τα πολυβόλα του γερμανικού καταδιωκτικού παθαίνουν εμπλοκή κι ο Eschwege ανακυκλώνει για να τα ξεμπλοκάρει. Την ίδια στιγμή δέχεται τα πυρά του Sopwith Schneider, που δεν ολοκληρώνει την επίθεσή του καθώς ο Simons διαπιστώνει σοβαρό πρόβλημα στον κινητήρα – το υδροπλάνο παίρνει πορεία προς το Καζαβήτι.
Ο Γερμανός επαναλαμβάνει την επίθεσή του, αυτήν τη φορά στο ‘Ν3010’ των Αργυρόπουλου – Ψύχα. Ο Πλοίαρχος Scarlett στην επίσημη αναφορά του σημειώνει: «…Ο εχθρός επιτέθηκε από πάνω και πίσω, τραυματίζοντας ελαφρά στο πόδι και το αφτί κατά την πρώτη προσβολή τον Ανθυποπλοίαρχο (Ι) Ψύχα και προκαλώντας βλάβη στο πολυβόλο του.
Κατά τη δεύτερη προσβολή κατέρριψε το αεροπλάνο. Ο Ανθυποπλοίαρχος (Ι) Ψύχας βρέθηκε τότε στη θάλασσα, 20 γιάρδες μακριά από το αεροπλάνο. Βρήκε τον Ανθυποπλοίαρχο (Ι) Αργυρόπουλο με τη σωσίβια ζώνη του ενεργοποιημένη και το πρόσωπο εντός του νερού, τον έστρεψε σε ύπτια θέση και του μίλησε, είδε όμως ότι είχε πεθάνει γι’ αυτό και τον τοποθέτησε πάνω στην άνω πτέρυγα του αεροπλάνου, το οποίο δεν είχε βυθιστεί ακόμη και ξεκίνησε κολυμπώντας για τη Θάσο που απείχε περίπου 3 μίλια.
Όταν έφτασε περίπου 1000 γιάρδες από τη στεριά, τον ανέσυρε ελληνική λέμβος και τον αποβίβασε ασφαλώς στο νησί…». Ο Άγγλος διοικητής τελείωνε την αναφορά του ως εξής: «…Ο θάνατος του Ανθυποπλοιάρχου (Ι) Αργυρόπουλου αποτελεί πραγματική απώλεια για την αεροπορική κοινότητα, γιατί ήταν ικανός και γενναίος αεροπόρος και την ημέρα και τη νύχτα.
Ήταν εξαιρετικά αγαπητός μεταξύ των Ελλήνων και Άγγλων συναδέλφων του και συντέλεσε τα μέγιστα για την εδραίωση φιλικών αισθημάτων μεταξύ των ελληνικών και βρετανικών μονάδων της Θάσου. Η δράση του Ανθυποπλοιάρχου (Ι) Ψύχα επισύρει το μέγιστο έπαινο ως κατόρθωμα ανδρείας και καρτερίας.
Γιατί παρά το ότι βρισκόταν σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση υπερασπιζόμενος ένα βαρύ αεροπλάνο που δεχόταν επίθεση από πίσω, διατήρησε την ψυχραιμία του και έπραξε ό,τι ήταν δυνατόν. Όταν βρέθηκε στη θάλασσα, δεν εγκατέλειψε τον Ανθυποπλοίαρχο (Ι) Αργυρόπουλο παρά μόνο, όταν βεβαιώθηκε ότι αυτός ήταν νεκρός.
Έδειξε μεγάλη καρτερία κολυμπώντας 2,5 μίλια μέχρι τη Θάσο. Την επόμενη μέρα εκτέλεσε ελαφρά υπηρεσία». Ο θάνατος του Ανθυποπλοιάρχου (Ι) Δημητρίου Αργυρόπουλου οφειλόταν πρωτίστως σε πλημμελή σχεδίαση της αποστολής και λιγότερο στην ακαταλληλότητα του αεροσκάφους του, που ούτως ή άλλως, ήταν απαρχαιωμένο: επανάληψη των χαρακτηριστικών προηγούμενων αποστολών, υποτίμηση της δυνατότητας αιφνιδιασμού από τον ικανότατο αντίπαλο, διατήρηση χαμηλού ύψους και χαλαρού σχηματισμού από τα αεροσκάφη της αποστολής, συνοδεία από απαρχαιωμένο καταδιωκτικό υδροπλάνο, το οποίο, συν τοις άλλοις, ήταν εφοδιασμένο με ένα μόνο πολυβόλο (Lewis 0.303 in), μη δυνάμενο να βάλλει συγχρονισμένα εντός του δίσκου της έλικας, κλπ.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, παρά την απώλεια του Farman την 5η Ιουνίου 1917, οι αποστολές πυρπόλησης της σοδειάς στην πεδιάδα της Χρυσούπολης αλλά και λίγο ανατολικότερα, στις πεδιάδες του νομού Ξάνθης, συνεχίστηκαν για δύο τουλάχιστον εβδομάδες με το ίδιο ακριβώς προφίλ!
Και ο Eschwege κατάφερε και κατάρριψε ένα ακόμη αεροπλάνο, αυτήν τη φορά της Μοίρας F. Εκείνη την εποχή, στην αυγή της χρήσης του αεροπλάνου για πολεμικούς σκοπούς, τα παθήματα αργούσαν πολύ να γίνουν μαθήματα…
Σημείωση: 1) Όλες οι ημερομηνίες είναι το νέου ημερολογίου, 2) Ο βαθμός των Αργυρόπουλου και Ψύχα στο Ελληνικό Ναυτικό ήταν αυτός του Σημαιοφόρου, αλλά οι Άγγλοι στις αναφορές τους του απέδιδαν το βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου. 3) Οι φωτογραφίες αποτελούν μέρος της συλλογής μου. Εκτενέστερη περιγραφή της αερομαχίας με διασταύρωση Αγγλικών, Γερμανικών, Ελληνικών και Βουλγαρικών πηγών δίνεται στο βιβλίο μου «Θάσος – το άγνωστο αεροδρόμιο».