Εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη του Θοδωρή Γκόνη στο «Φως» και στο Στέφανο Λεμονίδη
Ένα «όχι» τον έκανε στιχουργό, το ντέρμπι της Αργολίδας τού έδωσε την πρώτη… θεατρική παράσταση, ο ερχομός στην Αθήνα τού άνοιξε τον πνευματικό δρόμο και οι ιστορίες που ήθελε να πει, πέρα από τους φίλους, στον πολύ κόσμο, τον έχρισαν συγγραφέα.
Και ο Θοδωρής Γκόνης είναι πλέον από τους πιο επιτυχημένους σκηνοθέτες της χώρας και ο δημιουργός του φεστιβάλ των Φιλίππων που έπαψε να υποδέχεται παραστάσεις αλλά να κάνει παραγγελίες ως το «Νέτφλιξ» της Βορείου Ελλάδας. Καταγωγή από την Αρκαδία, την Αλωνίσταινα, μεγάλωσε στην Αργολίδα, την Γκάτζια και το Ναύπλιο, μεγαλούργησε σε μια συγγενική μορφολογικά πόλη, την Καβάλα, αλλά η Αθήνα είναι η πόλη που ευγνωμονεί.
«Βρέθηκα στην Αθήνα την εποχή της μεταπολίτευσης να σπουδάσω οικονομικά, είμαι ακόμα επί πτυχίω. Ευτύχησα και έμεινα στο κέντρο, εκεί όπου συνέβαιναν όλα τα ωραία της εποχής. Αρκούσε να βγεις στον δρόμο -σήμερα βέβαια ένας νέος πρέπει να φτιάξει και τον δρόμο-, οι μισοί φοιτητές μιλούσαν για πολιτική, οι υπόλοιποι για μουσική, θέατρο, λογοτεχνία, εμένα με τράβηξαν σαν μαγνήτη οι δεύτεροι.
Μπήκα στη σχολή Κατσέλη, τότε που υπήρχε μόνο η σχολή του Εθνικού και του Κουν και κάθε χρόνο έβγαιναν 50 ηθοποιοί και όχι 1.000 όπως τώρα. Ήρθα από την επαρχία, ήμουν άπραγος, ατζαμής, άσχετος με λίγα λόγια, αλλά με την επιθυμία της μάθησης ήθελα να μπω στα νερά της ζωντανής ζωής.
Μιλούσαν οι γύρω μου για τη λογοτεχνία και εθίστηκα όπως συνηθίζει κάποιος το τσιγάρο. Είχα βέβαια και καλούς δασκάλους, μου έδειξαν τη ζωή, μου άνοιξαν τα μάτια, περπατούσα την πόλη και ήταν σαν να σπούδαζα στο σπουδαιότερο πανεπιστήμιο του κόσμου – και βέβαια παρακολουθούσα και την ομάδα που αγαπούσα, την ΑΕΚ».
Σαν να ζούσατε σε ένα παραμύθι, σε ένα λούνα παρκ…
Ήταν κάτι εντελώς καινούργιο, με καλωσόριζε ένας νέος κόσμος, ξεκινούσε μπροστά στα μάτια μου μια αστραφτερή παράσταση και χωρίς να το καταλάβω πέρασα μαζί της απέναντι. Δεν με συγκινούσε όταν έβλεπα τη Βουγιουκλάκη στον δρόμο, χωρίς να έχω κάτι εναντίον της, αλλά έμεινα άναυδος όταν είδα στη Φωκίωνος Νέγρη τον Μίλτο Σαχτούρη.
Όταν πήγαινα στα βιβλιοπωλεία και χάζευα με τις ώρες, έβλεπα σημαντικούς ανθρώπους να επιλέγουν ένα βιβλίο και να με οδηγούν κατά κάποιον τρόπο, να μου δείχνουν έναν άλλον δρόμο, πανηγύριζε η ψυχή μου. Γνώρισα τον Βογιατζή, τον Παπαβασιλείου, τον Βακαλόπουλο, τον Παπαγιώργη, τον Πετσόπουλο, τον Ξυδάκη.
Και τότε άρχισα να «κλέβω» από αυτούς,έχει σημασία από ποιους «κλέβεις» και ποιοι σε «κλέβουν», γιατί κάποια στιγμή πρέπει να επιστρέψεις τα κλοπιμαία αναδρομικά. Μετά φτιάχνεις τον δικό σου κήπο. Η Αθήνα, με λίγα λόγια, μου άνοιξε τα μάτια, μου προσέφερε μια ζωή, με δυσκολίες μεγάλες βέβαια, αλλά και τη λύση τους, την κρατούσε σαν ανθοδέσμη στα χέρια της.
Και το ποδόσφαιρο πώς επηρέασε τη ζωή σας;
Σε μεγάλο βαθμό τα ντέρμπι Παναργειακός – Πανναυπλιακός ήταν οι πρώτες παραστάσεις της ζωής μου. Πρώτα είδα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και μετά μια θεατρική παράσταση. Είδα 22 παίκτες, 22 ηθοποιούς, δύο θιάσους, δύο ομάδες να προσπαθούν να φτιάξουν κάτι.
Για να καταλάβετε, όταν ζούσα στο Ναύπλιο, ποτέ δεν πήγα στην Επίδαυρο. Πήγα πρώτη φορά ως ηθοποιός και μετά συνειδητοποίησα ότι είχα συναντήσει σπουδαίους θεατράνθρωπους, όταν τους σέρβιρα στα εστιατόρια που δούλευα. Τότε δεν έδινα σημασία. Τα ντέρμπι της Αργολίδας, λοιπόν, ήταν μαγευτικά.
Στο Άργος είχαν ένα γήπεδο, ένα χωράφι μέσα στους πορτοκαλεώνες, και παρακολουθούσαμε τα ματς πάνω στα σύρματα. Γινόταν ένα τάκλιν και η λάσπη ερχόταν στο πρόσωπό μας, το ζούσαμε. Και όταν η μπάλα έφευγε στα περβόλια, μερικές φορές την επιστρέφαμε, άλλοτε την παίρναμε σαν λάφυρο και φεύγαμε. Τις παλιές τρίφυλλες. Μια φορά, μάλιστα, συνέβη και το νόστιμο, ο ιδιοκτήτης του χωραφιού-γηπέδου το όργωσε γιατί δεν του πλήρωναν τα ενοίκια και ματαιώθηκε το ματς. Το καλύτερο παιχνίδι της ζωής μου ήταν το Παναργειακός – Πανναυπλιακός 2-2.
Άλλη παιδική ανάμνηση από την Αργολίδα;
Πολλές, και αστείες και σοβαρές, είχε έρθει με μεταγραφή ένα σπουδαίο σέντερ μπακ, ο Ντουνιάς, από τον Πανιώνιο, για να τον ευχαριστήσουν του έκαναν δώρο ένα ρολόι, όταν όμως έφυγε στον ΠΑΣ Γιάννινα και επέστρεψε στο Άργος την επόμενη σεζόν ως αντίπαλος όλο το γήπεδο φώναζε «Π…. Ντουνιά, το ρολόι».
Και τι δεν κάναμε για να μπούμε τότε στο γήπεδο επειδή δεν είχαμε λεφτά. Τρυπώναμε κάτω από τα συρματοπλέγματα και τρίβαμε τα γυαλιά που έβαζαν στις μάντρες, με αποτέλεσμα πληγιασμένα χέρια και πόδια. Ως και τις προπονήσεις βλέπαμε…
Βέβαια, η μεγάλη αγάπη μου ήταν η ΑΕΚ, ο Λαβαρίδης, Ο Σκευοφύλακας, ο Πομώνης, ο Καραφέσκος και πάνω απ’ όλους ο Παπαϊωάννου. Θαύμασα την ομάδα του Μπάγεβιτς, δεν τον έβριζα όταν πήγε στον Ολυμπιακό, αλλά λυπήθηκα, στενοχωρήθηκα όταν μπήκε στη Νέα Φιλαδέλφεια με τη φόρμα του Ολυμπιακού. Σαν να έβλεπα τον Κολοκοτρώνη με τούρκικο φέσι.
Στην Αργολίδα έμαθα για τα στημένα ματς. Ένας παίκτης έκανε το παιχνίδι της ζωής του, έβγαλε δύο φορές την μπάλα πάνω από τη γραμμή, αλλά έκανε πέναλτι στα τελευταία λεπτά και κατέβασε τις κάλτσες για να αποδείξει ότι αυτός είναι ο ρυθμιστής, ότι αξίζει τα λεφτά που πήρε. Και φυσικά είχε κακό ποδοσφαιρικό τέλος… «Ο μεγάλος παίκτης στα στημένα φαίνεται, μη σου κακοφαίνεται». Το κάναμε τραγούδι με τον Φώτη τον Σιώτα, με τον τίτλο «Τζορτζ Μπεστ».
Και από τους τωρινούς;
Μετά τον Μαύρο, τον Μανωλά και τον Ντέμη, τον Μάνταλο. Θεωρώ ότι είναι κατά κάποιον τρόπο η συνέχεια του Παπαϊωάννου και στενοχωριέμαι όταν τον βρίζουν. Ένας παίκτης που έχει τη σκιά του Παπαϊωάννου πάνω του. Ο Μπακασέτας έφυγε και γλίτωσε.
Στενοχωριέμαι όπως βλέπω τελευταία την ΑΕΚ και θέλω να πιστεύω ότι με το νέο γήπεδο θα φτιάξει και η ομάδα. Στην Αθήνα όταν ήρθα πήγαινα και γύριζα από τα Κάτω Πατήσια στη Νέα Φιλαδέλφεια με τα πόδια, υπέροχη διαδρομή. Η χαρά μεγάλη, το πλεονέκτημα της οδοιπορίας, αν το ματς βέβαια έληγε 0-0 η επιστροφή ήταν…
Και πώς γίνατε στιχουργός;
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος μού είπε σε μια συζήτηση «αυτά που λες είναι σαν τραγούδια. Να σου γνωρίσω τον Ξυδάκη. Γράψε». Και εμπνεύστηκα από ένα «όχι» μιας κοπέλας, της ζήτησα να βγούμε το βράδυ και μου έκανε αρνητικό νεύμα με το κεφάλι της. Αργότερα βγήκαμε, αλλά της εξομολογήθηκα «καλύτερα που μου είπες αρχικά “όχι”, γιατί θα χάναμε το τραγούδι».
Και έγινε επιτυχία με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Γίνονται τρελά παιχνίδια με τον στίχο και το μυαλό, ξεκινάς για να πας στα Τρίκαλα Κορινθίας και καταλήγεις στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Στον δρόμο τα βρίσκεις όλα. Έδωσα, λοιπόν, τους στίχους στον Ξυδάκη, τους ξέχασα και μια μέρα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «άκουσε ένα τραγούδι, σ’ αρέσει;».
Έτσι ξεκινήσαμε και μετά ήρθε το «Κάιρο-Ναύπλιο-Χαρτούμ», «το Ακρωτήριο Ταίναρον», η «Δόξα Δράμας», δυο λέξεις που μου άρεσαν σαν λογοπαίγνιο, «το εστιατόριο που τρών’ τα συνεργεία» και άλλα πολλά, ο δρόμος είχε ανοίξει για τα καλά.
Αγαπημένες πόλεις σου το Ναύπλιο και η Καβάλα, με πολλές ομοιότητες. Τη διαλέξατε την Καβάλα γιατί σας θύμιζε το Ναύπλιο;
Σε διαλέγουν, δεν τις διαλέγεις, και μετά σε σταυρώνουν.
Γιατί σε σταυρώνουν; Χρησιμοποιείτε κακιά λέξη…
Ναι, αλλά μετά τη σταύρωση ακολουθεί η ανάσταση. Είμαι ευγνώμων προς την Καβάλα, γιατί κάναμε σπουδαία πράγματα. Εννιά χρόνια στο ΔΗΠΕΘΕ και 14 στο Φεστιβάλ Φιλίππων.
Τι αλλάξατε στο Φεστιβάλ;
Το Φεστιβάλ Φιλίππων έχει μεγάλη παράδοση, να φανταστείς ότι φτάσαμε στον 65ο χρόνο, αλλά το 2009 που πήγα υποδεχόταν παραστάσεις και τίποτα περισσότερο. Με περισυλλογή, πείσμα και αγώνα δώσαμε ένα άλλο στίγμα, παραγγέλναμε πλέον εμείς αυτά που θέλαμε.
Είχαμε τη δική μας τοπική καλλιέργεια, τη δική μας ματιά, τον δικό μας ορίζοντα -ανοιχτό πάντα στα καινούργια ρεύματα-, το θέμα μας, θέατρο, μουσική, χορό, σε κάθε μυστική γωνιά της πόλης και όχι μόνο στο στενό πλαίσιο του θεάτρου Φιλίππων.
Δεν συναντήσατε δυσκολίες;
Δυσκολίες με τη λύση τους. Είμαι αγωνιστικά απαισιόδοξος και μου αρέσουν οι ανατροπές. Διπλό ημίχρονο, άσος τελικό. Και το θέατρο δεν είναι σαν τον κινηματογράφο, έχει απρόβλεπτα. Ποτέ μια παράσταση δεν είναι ίδια με την προηγούμενη και την επόμενη. Σαν το ποδόσφαιρο. Ποτέ ένα ματς δεν μοιάζει με άλλο. Άλλες φορές βρέχει, άλλες έχει αέρα, άλλες ήλιο, άλλες συννεφιά.
Ζηλεύετε επομένως τους προπονητές, που είναι οι σκηνοθέτες του αγώνα;
Ζηλεύω τον Κλοπ, μεγάλος σκηνοθέτης που ετοιμάζει την ομάδα, τον θίασο, για μεγάλες παραστάσεις, σαν να ανεβάζει Σαίξπηρ, άνθρωπος με μεγάλη κουλτούρα, όταν τον ακούς να αναφέρει λόγια και φράσεις του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Ναι, αλλά στο θέατρο δεν αυτοσχεδιάζουν, έχουν σενάριο και σκηνοθέτη πάνω από το κεφάλι τους.
Πρώτα απ’ όλα, και στα δύο υπάρχει οριοθετημένος χώρος. Η σκηνή, η μικρή, η μεγάλη περιοχή, το σημείο του πέναλτι. Υπάρχουν ομάδα, θίασος, αγώνας, αναπνοή, ζωντανοί άνθρωποι, πρέπει να προσέχει πολύ το σώμα του ο ηθοποιός, όπως ο ποδοσφαιριστής, να εξασκεί τη μνήμη του, να προπονείται ασταμάτητα.
Και ο ποδοσφαιριστής κάποτε σταματάει, σε αντίθεση με τον ηθοποιό που συνεχίζει ως τα βαθιά γεράματα, αν προσέχει το σώμα του. Ο Κλοπ λοιπόν ετοιμάζει τη Λίβερπουλ σαν να ετοιμάζει τον θίασο να παίξει σε μεγάλα φεστιβάλ, Αβινιόν, Επίδαυρο, στο «θέατρο των ονείρων».
Θα θέλατε επομένως να γίνετε προπονητής;
Θα ήθελα να έχω μια οποιαδήποτε θέση μέσα σε μια «ομάδα», να βρίσκομαι με προπονητές και παίκτες. Να ζω το κλίμα, την αγωνία, την προετοιμασία, τον πυρετό πριν και μετά τον κάθε «αγώνα», να είμαι μαζί τους στο γήπεδο, να βγαίνω στη σκηνή. Το θέατρο έχει πολλά κοινά με το ποδόσφαιρο.
Δεν είναι επομένως το όπιο του λαού;
Εξαρτάται από τον τρόπο προσέγγισης. Και το φαρμάκι κάνει κακό, αλλά σε σωστές ποσότητες είναι φάρμακο.
Ποδόσφαιρο, όχι μπάσκετ;
Μπάσκετ βλέπω μόνο τα τελευταία λεπτά. Κι αν δεν είχαμε τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, δεν θα είχαμε στην Ελλάδα τέτοια τρέλα με το μπάσκετ. Και στο ποδόσφαιρο προτιμώ κάτι αγώνες τρίτης κατηγορίας, κάτι πρωινά ματς συνοικιακά, εκεί βλέπεις τον πραγματικό κόσμο, τα χάλια, τις δυνατότητές του, την ομορφιά και την ασχήμια αγκαλιά να τραγουδάνε. Και οι λιγότερο αστραφτεροί άνθρωποι δεν είναι χωρίς λάμψεις.
Γρήγορα μεταπηδήσατε από την ηθοποιία στη σκηνοθεσία;
Ως το 1996 ήμουν ηθοποιός δίπλα στον Βασίλη Παπαβασιλείου, σπουδαίος δάσκαλος, γρήγορα όμως ήθελα να κάνω κάτι δικά μου σχέδια, να έχω την ευθύνη ολόκληρη και τα λάθη φυσικά όλα δικά μου.
Και φτάσαμε στο τέλος της ενότητας Καβάλα-Φεστιβάλ Φιλίππων. Γιατί;
Και ο Βενγκέρ έμεινε πολλά χρόνια στην Άρσεναλ, ο Γκέραρντ στον ΟΦΗ, αλλά έφυγαν κάποτε. Όλα έχουν ένα όριο.
Επιστροφή στην Αθήνα.
Ναι, τέλος η επαρχία και έχω ήδη κάποια σχέδια στο μυαλό μου. Κάναμε για λίγο το «Σφαγείο του Έρωτα» του Παντελή Μπουκάλα, θα το συνεχίσουμε και τον χειμώνα. Τα «δυο λάθη» μετά τα «Δεύτερα» με τον Φώτη Σιώτα και έναν δίσκο με τον Χρίστο Θεοδώρου, στη «Μικρή Άρκτο».
Πάντα είχα ως βάση την Αθήνα, την αποθήκη με τα εργαλεία μου, τα μολύβια, τους χάρακες. Φόρτωνα και έφευγα. Η Αθήνα ήταν για μένα μια βακτριανή καμήλα που βάσταγε το λίπωμα στα δύσκολα και με έσωζε. Μεγάλη ερημιά, μεγάλη πόλη και μου αρέσει η καμήλα. Αν κάπνιζα, θα προτιμούσα τα Κάμελ. Θα εγκατασταθώ στην Αθήνα σαν τον άνθρωπο που γυρίζει στον τόπο του.
Και πώς περάσατε από τους στίχους στη συγγραφή βιβλίου;
Ήθελα να πω τις ίδιες περίπου ιστορίες με άλλον τρόπο ή με τον ίδιο τρόπο αλλιώς και με αυτοβιογραφικές αναφορές -όσο πατάει η γάτα βέβαια-, στο «μαύρο φόρεμα του κόρακα» το προσπάθησα κάπως. Όλες οι ιστορίες δένονται μεταξύ τους υπόγεια. Μία ιστορία είναι κατά βάθος.
Γράφω για δύο πόλεις, δεν λέω τα ονόματά τους, αλλά καταλαβαίνεις. Οι ήρωες δεν έχουν περάσει τον ισθμό της Κορίνθου. Είναι η διαδρομή ενός ανθρώπου που ανεβαίνει σε μια μεγάλη πόλη. Δεν έχει ιδέα τι θέλει να κάνει. Έπεσε από το αεροπλάνο και σώθηκε. Αυτά που λέει είναι αλήθεια και ψέματα μαζί – δηλαδή μιλάει η ζωή. Κάποιες φορές λυπάμαι που δεν είμαι αρκετά τολμηρός.
Ποτέ δεν είναι αργά…
Πράγματι, αν σκεφτείς ότι ο Σωκράτης, ενώ περίμενε το κώνειο, μάθαινε στον πλάγιο αυλό έναν σκοπό, ποτέ δεν είναι αργά. Οι μεγάλες ομάδες εκμεταλλεύονται τον έξτρα χρόνο λες και έχουν ένα ημίχρονο μπροστά τους. Δεν πανικοβάλλονται όπως οι μικρές ομάδες, παίζουν οργανωμένα και κερδίζουν.
Οι μεγάλες ομάδες, οι μεγάλοι παίκτες. Η ΑΕΚ έχασε 3-2 από τον Άρη, αν και κέρδιζε 0-2. Ντροπή. Εκεί φαίνεται η μεγάλη ομάδα. Πρόσφατα στον αγώνα με την Εθνική μας το Κόσοβο έπαιζε με «γιόμες» να μας ισοφαρίσει, πήγε και ο τερματοφύλακας μπροστά και δέχθηκαν δεύτερο γκολ.
Όπως και στη ζωή, ο φοβισμένος άνθρωπος ζει με άγχος, με στρες. Ενώ ο ώριμος άνθρωπος στα τελευταία του ζει με αγάπη, με πάθος, με ευγνωμοσύνη. Όχι με φόβο και τρόμο. Είναι ήσυχος και γενναιόδωρος. Η ζωή είναι ένα μικρό πανηγύρι. Άσ’ το να περάσει ήρεμα, αν είναι να γίνει κάτι, θα γίνει. Ό,τι είναι να συμβεί, θα συμβεί, εσύ να γυμνάζεις τα στρατεύματά σου, την ομάδα σου, τον θίασό σου.
Αγαπημένοι παίκτες παγκοσμίως;
Οι Νοτιοαμερικάνοι, ο Ζαϊρζίνιο, ο Μπατιστούτα, ο Σόκρατες, ο Μαραντόνα. Μοιάζουμε και στη φτώχεια με την Αργεντινή. Φυσικά και ο Κρόιφ ήταν μεγάλη μορφή, γιατί είχε κάτι το λατινοαμερικάνικο, αυτοσχεδίαζε. Κι εμείς περιμένουμε τώρα στην ΑΕΚ από έναν Νοτιοαμερικάνο να μας φτιάξει ομάδα. Θα το δείξει η παράσταση.
πηγή: fosonline.gr