Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Όχι βέβαια! Δεν είναι ο ίδιος ο συγγραφέας υπεύθυνος υποκλυσμών. Απλά η χρήση πρώτου ενικού προσώπου από τη μεριά του αφηγητή μοιάζει τεχνηέντως να μετατρέπει το σαρκασμό σε αυτοσαρκασμό. Είναι μια τεχνική που συναντιέται και στον «Ισορροπιστή Αεροσκαφών» (και εκεί ονομαστική και γενική). Μια τεχνική που επιτείνει την τάση του συγγραφέα να… ξεγελάσει τους αναγνώστες του, να τους μπάσει μες στα όνειρα και τις ιδέες του, να χτυπήσει τα όποια αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα, λιανίζοντας με τον τρόπο του τη σοβαροφάνεια και τον καθωσπρεπισμό. Έτσι μας οδηγεί κι εμάς να σαρκάσουμε και ν’ αυτοσαρκαστούμε, ανεβάζοντας συνεχώς την αίσθηση του χιούμορ, στοιχείο που αυξάνει τους ορίζοντες της ουσιαστικής επικοινωνίας.
«(…) Επικρατούσαν πάντα όσοι εφορμούσαν χωρίς κανένα δισταγμό και αναστολή, χωρίς κανέναν ηθικό ή άλλο φραγμό, με την ορμή της χήρας στο κρεβάτι και τη δεξιοτεχνία και την ταχύτητα του έμπειρου κλεφτοκοτά. Και άρπαζαν προνόμια, εξουσία, προβολή, δόξα και, κυρίως, χρήμα. Κι ας ισχυρίζονται κάποιοι πως τάχα “το χρήμα πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς”. Ίσχυε πάντα το “βουρ στον πατσά” (…)».
Όσοι υποστηρίζουν ότι από παλιά τα παιδιά του Αϊ – Γιαννιού δεν διαθέτουν αρκετό χιούμορ, ασφαλώς «πλανώνται πλάνην οικτράν». Ο Θόδωρος Θεοδωρίδης χειρίζεται το χιούμορ με τέχνη περισσή. Είναι αφηγητής με τεχνικές παλιού παραμυθά. Αφήγηση απλή, ανεπιτήδευτη, ακομπλεξάριστη. Σπαρταριστές στιγμές, δεμένες με τις θύμησες της παιδικής ηλικίας. Λόγος κοφτερός και σταράτος. Κάποιες συχνές εναλλαγές τύπων της δημοτικής και της λόγιας γλώσσας εντείνουν κι ενισχύουν την τάση του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού. Η ένταση έτσι ανεβαίνει και η επικοινωνία με τον αναγνώστη παίρνει καινούργιες διαστάσεις.
«Με τη Βαρβάρα (…) συμπτωματικώς και όλως τυχαίως παρατηρήσαμε αμφοτέρωθεν μίαν αύξησιν της επιθυμίας μας δι’ ερωτικήν συνεύρεσιν, κυρίως κατά τας Κυριακάς και εορτάς, με ιδιαιτέραν απόδοσιν τας εθνικάς τοιαύτας (25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου, απελευθέρωσις της Αθήνας κ.λ.π.) αλλά και το Πάσχα, ιδιαιτέρως δε μετά την Ανάστασιν ότε και ψάλλεται το θριαμβευτικόν “Άρατε πύλας”, που αποδίδει διά της βιβλικής αυτής ρήσεως γλαφυρότατα την ολοκληρωτικήν επικράτησιν του ανεσπέρου φωτός και της ζωής έναντι του μαύρου σκότους και του θανάτου (…)».
Το δεύτερο αυτό βιβλίο – και εξίσου αξιόλογο με το πρώτο – είναι ένα σπονδυλωτό διήγημα σε μέγεθος νουβέλας, γραμμένο με κέφι, μακριά από κάθε είδους σεμνοτυφίες και τεχνητές επικαλύψεις της κοινωνικής πραγματικότητας. Η πλοκή του βαδίζει από έκπληξη σε έκπληξη, από αιφνιδιασμό σε αιφνιδιασμό, από γέλιο σε γέλιο, από καταγγελία σε καταγγελία. Το ζωηρό του ύφος σε ταξιδεύει ευχάριστα, με αποτέλεσμα να το τελειώνεις με τη μία. Ο Θόδωρος Θεοδωρίδης έχει βρει τον τρόπο ως πεζογράφος (αλλά και ως τραγουδοποιός) να σου μεταδίδει την τάση ν’ απολαμβάνεις τα έργα του για δεύτερη και τρίτη φορά. Γιατί ασφαλώς ούτε η δεύτερη ανάγνωση δε φτάνει. Σε άλλους είναι σπάνιο, όμως αυτός το κατορθώνει!
«Έπρεπε να φτάσω σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως λόγω… γήρατος, για να αποκτήσω επιτέλους το θάρρος και την αποφασιστικότητα που μου έλειπαν μια ολόκληρη ζωή. Και δεν ξέρω αν πραγματικά τα κατέκτησα κι αυτά, τελικά. Διότι η πείρα, όπως λένε, είναι μια χτένα που την αποκτάς όταν πια δεν έχεις καθόλου μαλλιά…».
Τελικά ο φίλος μας ο Θόδωρος, είτε ως ισορροπιστής αεροσκαφών είτε ως υπεύθυνος υποκλυσμών είτε ως ρακοσυλλέκτης της Πλατείας Φουάτ είτε ως μουσικός εκφραστής εφτά απωθημένων που θέλει να πάρει τα βουνά είτε ως φίλαθλος του Α.Ο.Κ., είναι απολαυστικός. Η δημιουργική συνέχεια είναι αναμενόμενη.