Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Με θυμάσαι μια μέρα που καθόμουν σε ένα σκαλί, εκεί έξω….στην πίσω αυλή;
Έφηβος ήμουν πια.
Σίγουρα θα με θυμάσαι.
Και τη μέρα αυτή θα τη θυμάσαι, γιατί σαν ξεχωριστή η μέρα αυτή να ήταν.
Κι άλλες φορές με είχες δει να κάθομαι εκεί, γιατί εκεί, το αγαπημένο μου μέρος ήταν. Και κάθε φορά τα ίδια λόγια μού έλεγες. Θα τις θυμάσαι όλες τις φορές, μα πιο πολύ εκείνη.
Ήταν η πρώτη φορά που απάντηση στα λόγια που μου είπες, έδωσα.
Με θάρρος και δυνατή φωνή. Σαν θράσος τότε μου φάνηκε. Που τη δύναμη βρήκα, που την ψυχή;
Κάθε φορά που εκεί να κάθομαι με έβλεπες, με την πλάτη μου ακουμπισμένη στο καμαράκι, τα ίδια λόγια μου έλεγες….και αυστηρά.
“Διάβασες τα μαθήματά σου…. τις ασκήσεις σου τις έλυσες;
Όλα πια τα τελείωσες. Όλα και κάθεσαι εκεί και χαζολογάς; ”
Με μια ανάσα τα έλεγες. Απάντηση δεν περίμενες και συνέχιζες.
“Δεν έχεις τίποτα άλλο πιο σημαντικό να κάνεις; Άντε σήκω από κει.”
Δεν ήξερες μα σημασία αυτό καμιά δεν έχει.
Τα ίδια αυτά τα λόγια πάντα μού έλεγες, κάθε φορά που εκεί να κάθομαι με έβλεπες κι ύστερα αμέσως έφευγες.
Δίχως εγώ τίποτα να πω. Απάντηση δεν έπαιρνες από μένα, μα ούτε και συ περίμενες απάντηση να πάρεις.
Σαν να σε φοβόμουν λίγο, μα πιο πολύ εγώ τα λόγια που ήθελα για να σου πω, δικά μου τα κρατούσα.
Μέσα μου.
Για χρόνια.
Στην εφηβεία ήμουν και στο σκαλί πάλι καθόμουν, εκεί στο καμαράκι, μια στην γη κοιτούσα και μια πέρα στο βουνό.
Ρόδιζε ο ουρανός, απόγευμα ήταν, η ώρα περασμένη και ο ήλιος είχε πια κατέβει χαμηλά. Χάνονταν αργά, με μια μεγαλοπρέπεια ο ήλιος πίσω από το βουνό, όταν πάλι πέρασες από κει εσύ. Μεγαλοπρεπής και συ μου φάνηκες. Σαν τον ήλιο.
Σηκώθηκα όρθιος.
Σχεδόν σε είχα φτάσει στο ύψος.
Θυμάσαι;
Τα ίδια λόγια πάλι μου είπες και γω με θάρρος στάθηκα μπροστά σου και σαν κι άλλο να ψήλωσα την ώρα εκείνη, κι απάντηση σου έδωσα. Για πρώτη φορά. Και την απάντησή μου άκουσες.
Ανέκφραστο, ψυχρό, με μια περίεργη σκληράδα το πρόσωπό σου.
Θυμάσαι;
Θυμάσαι τι σου είπα;
Την αγαπώ αυτή τη γη σου είπα, μα δεν θα μείνω εδώ.
Τον κόσμο θέλω να γνωρίσω, εκεί που ήλιος πάει και χάνεται θέλω και γω να πάω.
Να δω, να ανακαλύψω, να ζήσω θέλω, κι ύστερα πάλι θά ‘ρθω, θα γυρίσω.
Και έφυγες δίχως τίποτα να πεις.
Θυμάσαι;
Θυμάσαι τότε που πάλι εκεί στο σκαλί καθισμένο να κάθεσαι σε είδα;
Τα ίδια λόγια αυστηρά σού είπα πάλι, όπως κάθε φορά.
Μια στην γη κοιτούσες και μια εκεί που δύει ο ήλιος.
Πέρα μακριά στο βουνό κοιτούσες. Φλόγες πύρινες στον ουρανό ο ήλιος πίσω του άφηνε, φλόγες που στην ψυχή σου μέσα μπήκαν και σ’ άντρεψαν.
Όρθιος σηκώθηκες, στο ύψος με ξεπέρασες και θαρετά απάντηση μου έδωσες.
Θυμάσαι;
Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου αυτή η μέρα γιε μου ήταν.
Σε κείνον…….