Υποδεχόμαστε πάντα με χαρά βιβλία που έχουν κάτι διαφορετικό να προτείνουν, και ιδιαίτερα όταν ο συγγραφέας τους είναι από την Καβάλα, όπως ο ευρηματικός Αχιλλέας ΙΙΙ, συγγραφέας του βιβλίου «Παραχαράκτης» (το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νεφέλη), αλλά και του Κομπλεξικού(2016), ενός πρωτότυπου «λεξικού» γεμάτου με λέξεις που συνέθεσε και ερμήνευσε ο ίδιος με φαντασία, χιούμορ και δηκτικό λόγο.
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ, με σαφώς παιγνιώδη διάθεση, επιμένει στο βιογραφικό που συνοδεύει το τελευταίο του βιβλίο στον μύθο της (ανα)γένννησής του σε διαφορετικούς κάθε τόσο τόπους και χρόνους, όμωςγια να ξεκαθαρίσουμε κάπως τα πράγματα αναζητήσαμε τον ίδιο για να μας δώσει κάποιες εξηγήσεις για τη σχέση του με την πόλη μας, αλλά και να μιλήσουμε για τα βιβλία του.
-Τελικά, που ξεκινάει η αλήθεια και σε ποιό σημείο αυτή συναντά το ψέμμα σε αυτά τα παράξενα βιογραφικά που συναντά κανείς στα βιβλία σας; Τι σχέση έχετε με την Καβάλα;
-Η αλήθεια συναντά την επινόηση –και αντικαθίσταται από τα προϊόντα της– κάθε φορά που νομίζω ότι υπάρχει ένας αρκετά καλός λόγος για να συμβεί κάτι τέτοιο. Αν είναι να μείνουμε για λίγο στα γεγονότα, ας πούμε ότι γεννήθηκα στην Καβάλα το 1979. Μεγάλωσα στη γειτονιά που αποκαλούνται για υπεβολικά πολύ καιρό «Νεόκτιστα», πέρα από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, στην πλαγιά του βουνού –μια γειτονιά που, αν δεν έχω χάσει κάποια πρόσφατη εξέλιξη, εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως. Πήγα σε ένα νηπιαγωγείο το οποίο (μετά την ανέγερση του 9ου Δημοτικού σχολείου από όπου αποφοίτησα στη συνέχεια) έγινε για κάποιο διάστημα γκαράζ, ενώ τώρα δεν ξέρω τι ρόλος του έχει ανατεθεί. Τελείωσα το 9ο δημοτικό σχολείο (γεγονός για το οποίο θεωρώ τον εαυτο μου ιδιαίτερα τυχερό), το Ζουμπουλάκειο Γυμνάσιο στο Σούγιελο και το 4ο Λύκειο (που ήταν πάντα υψηλού επιπέδου καθώς, όπως γνωρίζετε,είναι χτισμένο στο βουνό). Έφυγα από την πόλη το 1998 για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, και από τότε επιστρέφω κυρίως για να συναντήσω τα μέλη της οικογενείας μου που ζουν εδώ και μερικούς καλούς φίλους. Τα τελευταία δεκατρία χρόνια κατοικώ στην Αθήνα.
– Ο «Παραχαράκτης», το τελευταίο σας βιβλίο, είναι ένα πραγματικά πρωτότυπο βιβλίο. Πώς θα το περιγράφατε εσείς ο ίδιος σε κάποιον εντελώς ανυποψίαστο;
-Ο «Παραχαράκτης» περιέχει 54 ιστορίες που τεντώνουν τα όρια της πραγματικότητας και τη μπολιάζουν με στοιχεία από έναν παράλληλο κόσμο όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν. Στις σελίδες του μπορεί να δει κανείς το προφανές να παραχαρράσσεται μπροστά στα μάτια του και να μεταλλάσεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό, ενώ οι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να πλήξουν παγιωμένες αντιλήψεις και στερεότυπα. Επίσης, ως βιβλίο, ο Παραχαράκτης έχει διαστάσεις 21×14 εκατοστά, μυρίζει σχετικά ωραία και διαθέτει εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από έναν φίλο και συμμαθητή μου από το νηπιαγωγείο ακόμη (ναι, από εκείνο το νηπιαγωγείο που έγινε γκαράζ), τον ζωγράφο Δημήτρη Μάνο.
-Διαβάζοντάς τον «Παραχαράκτη» βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με διαρκείς ανατροπές για κάποιες από τις οποίες μπορεί και να μην είναι απόλυτα προετοιμασμένος. Ωστόσο μετά από λίγο, σελίδα τη σελίδα, αρχίζεις να μπαίνεις στο κλίμα και απολαμβάνεις αυτό το παράξενο παιχνίδι με το παράδοξο. Που αποδίδετε αυτή την ανάγκη διαστρέβλωσης της πραγματικότητας;
-Ένας από τους στόχους μου κατά τη συγγραφή (και όχι μόνο) είναι αυτή ακριβώς η εισαγωγή στη λογική ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανείς απολύτως και τυφλά όσα βλέπει ή διαβάζει, ούτε να στηρίζεται σε όσα του έχουν μάθει, αλλά, αντιθέτως, να τα αμφισβητεί και να τα σκέφτεται καλύτερα πριν τα δεχτεί ως δεδομένα. Μου αρέσει να βλέπω όλη αυτή την εξωτερίκευση σκέψεων και απόψεων που πραγματοποιείται πρώτα με τη γραφή και έπειτα με την κυκλοφορία ενός βιβλίου, ως μια προσπάθεια αφενός έκφρασης και αφετέρου αναζήτησης «συνενόχων»– όπου ως «συνενοχους» ορίζω εκείνους οι οποίοι απολαμβάνουν αυτό το παιχνίδι λογικής και φαντασίας όσο και εγώ. Νομίζω ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι αφόρητα βαρετή έως ασφυκτική μερικές φορές. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι διαρκώς τέτοια (βαρετή ή ασφυκτική), ούτε ότι είναι εύκολο να ζήσει κανείς σε έναν κόσμο όπου τα πάντα μπορούν ανα πάσα στιγμή να αποδειχθούν τόσο πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι δείχνουν – τουλάχιστον τόσο θεαματικά διαφορετικά όσο σε μερικές από τις ιστορίες του «Παραχαράκτη». Νομίζω ότι που και που οφείλουμε να προκαλούμε οι ίδιοι αλλαγές, και έτσι να επαναπροσδιορίζουμε τη θέση και τη σχέση μας με το περιβάλλον. Βλέπουμε καθαρότερα αλλάζοντας την οπτική μας γωνία. Θυμάμαι ένα πρωινό Σαββάτου πριν από αρκετά χρόνια –ήμουν στο δημοτικό ακόμη–που είχα πάει για κολύμπι στο παλιό ανοιχτό κολυμβητήριο της πόλης, στο Φάληρο (που σήμερα είναι άδειο καιθλιβερό). Οι υπεύθυνοι είχαν μόλις γεμίσει τη μικρή πισίνα, εκείνη με το κεκλιμένο δάπεδο που προορίζεται για τουςνεαρότερους κολυμβητές. Θυμάμαι ότι νύσταζα ελαφρώς, όταν είδα το νερό που φαινόταν και ήταν πεντακάθαρο και εντελώς αυθόρμητα αποφάσισα να βουτήξω. Πήρα φόρα λοιπόν και πήδηξα, και ήταν σαν να είχα βουτήξει σε μια δεξαμενή γεμάτη παγάκια! Αυτομάτως κάθε ίχνος νύστας εξαφανίστηκε και βγήκα έξω σοκαρισμένος και όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου περισσότερο ξύπνιος από εκείνη τη βουτιά. Από τότε ανατρέχω σε αυτή την εμπειρία και τη χρησιμοποιώ ως παράδειγμα όποτε θέλω να αναφερθώ στην αναγκαιότητα και στη χρησιμότητα του σοκ, του αιφνιδιασμού, του ξεβολέματος, στην υπηρεσία της αφύπνισης, της αναζωογόνησης και της εξέλιξης. Αυτή φυσικά είναι μια αρχή που βρίσκει εφαρμογή τόσο στην τέχνη όσο και σε άλλα πεδία της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας. Άλλωστε, όπως αναφέρει και μια από τις παροιμίες που συναντά κανείς στους «Γάμους τους Ουρανού και της Κόλασης» του William Βlake, «Τα στάσιμα νερά γεννάνε την πανούκλα».
-Κάθε ιστορία του βιβλίου συνοδεύεται από μια παλιά φωτογραφία. Θέλετε να μας μιλήσετε για τη σχέση των φωτογραφιών με τα κείμενα που συνοδεύουν;
-Πρόκειται για φωτογραφίες που τραβήχτηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα και κυκλοφορούν στο διαδύκτιο σαν περιπλανώμενα στο διάστημα κομμάτια ενός πλανήτη που εξεράγη και πλέον δεν υπάρχει. Αυτό που προσπάθησα να κάνω στον «Παραχαράκτη» είναι να χρησιμοποιήσω αυτές τις παλιές φωτογραφίες ως ερεθίσματα για να γράψω ιστορίες οι οποίες θα τις ξεπερνούσαν, θα άλλαζαν το οπτικό τους μήνυμα ή θα μπορούσαν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά με αυτές, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που η διαδικασία αντιστράφηκε και βρέθηκα να αναζητώ την κατάλληλη φωτογραφία για μια συγκεκριμένη ιστορία. Αυτές οι 54 φωτογραφίες, έχουν αξία από μόνες τους και αποτελούν αποδείξεις του παρελθόντος ενός κόσμου που έχει πλέον εξελιχθεί.
-Πώς σας φαίνεται η πόλη μας μετά από 21 χρόνια που λείπετε;
-Αρκετά διαφορετική απ’ ό,τι 21 χρόνια νωρίτερα, αλλά αυτό δεν αποκλείεται να έχει να κάνει και με το ότι και εγώ έχω αλλάξει αρκετά από τότε. Η Καβάλα είναι μια όμορφη πόλη η οποία θα μπορούσε να είναι ακόμη ομορφότερη και ελπίζω να το πετύχει, ξεπερνώντας αρκετά από τα προβλήματα που είμαι σίγουρος ότι γνωρίζετε καλύτερα από εμένα.
-Θα επιστρέφατε στην Καβάλα για να ζήσετε μονιμα εδώ;
Η επιστροφή έπειτα από τόσο πολύ καιρό είναι μια δύσκολη απόφαση. Επειδή η οικογένεια, η εργασία,το συγκρότημα και μερικά ακόμη άτομα και πράγματα που συγκροτούν αυτό που θα μπορούσαν να αποκαλέσω «ζωή μου»βρίσκονται πια στην Αθήνα, η οποιαδήποτε μεταφύτευσή στην Καβάλα φαντάζει αδύνατη αυτή την περίοδο, παρότι εκεί βρίσκονται άνθρωποι που αγαπώ και θα ήθελα να μπορώ να περνάω περισσότερο χρόνο μαζί τους. Άσε που μου λείπουν όλοι αυτοί οι μεγάλοι περίπατοι που έκανα δίπλα στη θάλασσα και στα δρομάκια της πόλης.Η αλήθεια είναι ότι συνθήκες ζωής και οι προτεραιότητες μας αλλάζουν και αυτός που φεύγει δεν είναι ποτέ το ίδιο πρόσωπο με εκείνον που επιστρέφει.
-Τέλος, έχετε κάποια λέξη ή έχετε πάρει ερεθίσματα για κάποια ιστορία από κάτι που συνέβη στην Καβάλα;
-Ερεθίσματα για ιστορίες μπορεί να πάρει κανείς ακόμη και παρατηρώντας τις ενώσεις από τις πλάκες του πεζοδρομίου. Από τα 19 πρώτα χρόνια της ζωής μου στην Καβάλα έχω πάρει πολλά στοιχεία που κρύβονται μέσα σε ιστορίες που έγραψα, απλώς θα μου επιτρέψετε να μη σας τα αποκαλύψω. Όσον αφορά το παιχνίδι με τις λέξεις και το νόημα τους –που τόσο πολύ μου αρέσει– θα σας πω οτι ως φοιτητής, είχα σκεφτεί αντί για «Καβαλιώτης» να συστήνομαι ως «Καβαλάρης», ιδέα που εγκατέλειψα αρκετά νωρίς για πολλούς λόγους, αρκετοί από τους οποίους είναι ευνόητοι.
*Πληροφορίες για το βιβλίο: