Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Εξηνταένα χρόνια συνταξιούχος η κυρία Στέλλα, η δασκάλα. Στα δεκαπέντε χρόνια υπηρεσίας βγήκε στη σύνταξη. Από τα τριάντα έξι της, λόγω μιας μικρής αλλά επώδυνης αναπηρίας, απομεινάρι του μεγάλου πολέμου.
Μισούσε τους κατακτητές. Θεωρούσε και θεωρεί την κατάκτηση μιας χώρας από μια άλλη ως την χειρίστη πράξη. Ούτε τα ζώα εκδηλώνουν τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Μισούσε τον πόλεμο, τους σχεδιαστές του, μα πιο πολύ μισούσε τους γεροντότερους, που έστελναν τα νέα παιδιά τους, βορά στα κανόνια. “Να πήγαιναν εκείνοι,” έλεγε, “όχι τα νέα παιδιά που είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους.”
Δεν θέλει να το ξαναδεί αυτό και πολύ φοβάται ότι πάλι έτσι θα γίνει και έτσι θα γίνεται και στο μέλλον. Θα θυσιάζονται τα νέα παιδιά για τις ορέξεις των λίγων και των γεροξεκούτηδων. Θα φεύγουν οι νέοι και θα μένουν πίσω οι γέροι να συνεχίζουν με την άκρατη τάση εκδίκησης προς τον αντίπαλό τους. Για τα συμφέροντά τους και την καλοπέρασή τους. Καλύτερα να μη φέρνουν παιδιά στον κόσμο αυτοί οι άνθρωποι. Να τους τεστάρουν όλους τους ανθρώπους και όσοι εκδηλώνουν τέτοιες τάσεις να τους στειρώνουν.
”Ε μα πια.”
Μισούσε πολύ τους κατακτητές η κυρία Στέλλα, τα μισούσε όλα αυτά γι’ αυτό και αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στα πόδια και στο δεξί της χέρι από θραύσματα χειροβομβίδας και έτσι μετά από λίγα χρόνια ήταν πια αδύνατο να ανταποκριθεί στη δουλειά της. Επιδεινώθηκε η κατάστασή της, ειδικά στο χέρι της. Δεν ήθελε να σταματήσει, της άρεσε η δουλειά της, αλλά δυστυχώς δεν γινόταν άλλο.
Σε τρία χρόνια θα κλείσει τα εκατό, η κυρία Στέλλα, η δασκάλα. Μεγάλωσε παιδιά και εγγόνια και τώρα δισέγγονα με την σύνταξή της.
Και τόχει δηλώσει.
Δεν θα πεθάνει αν δεν αποκαταστήσει τον άνεργο σαρανταπεντάχρονο εγγονό της και δεν τελειώσει τις σπουδές της η δισσέγγονή της, πούχει και το όνομά της.
Προς τιμήν της.
“Δεν θα πεθάνω”, δηλώνει χωρίς να σηκώνει αντίρρηση η κυρία Στέλλα, λες και φέρνει κανείς αντίρρηση. Τουναντίον μάλιστα, στα όπα όπα την έχουν.
“Δεν θα πεθάνω αν η Στελλίτσα μου δεν τελειώσει της σπουδές της και δεν την δω να μπαίνει μέσα στην τάξη, να διδάξει στα μικρά παιδάκια γράμματα.”
Δασκάλα.
Όπως και η ίδια, δύο χρόνια πριν τον μεγάλο πόλεμο.
“Δεν θα πεθάνω, ο κόσμος να χαλάσει.”
Μα σάμπως την αφήνουν οι άλλοι να πεθάνει.
Λίγο βήχα έχει και τρέχουν όλοι.
“Η γιαγιά, η γιαγιά, η γιαγιά”, φωνάζουν όλοι πανικόβλητοι και βγαίνουν έξω και οι γειτόνοι κατατρομαγμένοι.
“Πέθανε;” ρωτούν με αγωνία, συμμεριζόμενοι τους “εν τη ιδία καταστάσει” γειτόνους τους.
“Όχι, όχι …… όχι θεός φυλάξει.”
Δεν πιστεύει και πολύ στα θεία η οικογένεια τής κυρίας Στέλλας, της δασκάλας, αλλά όταν πρόκειται για την υγεία τής μεγάλης γιαγιάς τους, τα επικαλούνται χωρίς κανένα ενδοιασμό και μάλιστα σταυροκοπιούνται όλοι, κάνοντας και μεγάλο, ολόκληρο σταυρό, όχι σαν αυτόν που κάνουν οι γριές στην εκκλησία. Μια μουτζούρα κάνουν εκείνες, μόνο σταυρός δεν είναι αυτό που κάνουν. Κάτι σαν να τινάζουν κάποιο σκουπίδι από πάνω τους ή να διώχνουν κάποια ενοχλητική μύγα, μοιάζει.
“Έβηξε κάπως παράξενα η γιαγιά μας, μπορεί και να αερίστηκε, αλλά κατατρομάξαμε”, ενημέρωσαν τους γείτονές τους.
Τώρα τελευταία, κάπως μπερδεύουν τους δύο αυτούς ήχους της, γιατί σαν να έγιναν ίδιοι, και κάθε τέτοια αλλαγή στους ήχους της και στην συμπεριφορά τής καθημερινότητάς της, τους προκαλεί μεγάλη ανησυχία.
“Θεός φυλάξει.”
“Είναι τώρα καιρός για να πεθάνει.” Ας τελειώσει πρώτα η κρίση.
“Λες να φτάσει τα εκατόν είκοσι;”, λέει ο δεκαπεντάχρονος αδελφός της Στελλίτσας. Γιατί ο υποψήφιος επιστήμονας τότε υπολογίζει να ανακάμψει η οικονομία της χώρας, καθόσον σκέφτεσαι να σπουδάσει οικονομικά για να σώσει την χώρα του.
Όχι που θα την έσωζε ο Βαρουφάκης.
Στις εξόδους τους μαζί και η γιαγιά. Να παίρνει καθαρό αέρα, να καθαρίζουν τα πνευμόνια της.
Και στη θάλασσα και στο βουνό και στο χωριό στο πανηγύρι, μαζί τους. Παντού.
Ακόμη και στις καλοκαιρινές συναυλίες την παίρνουν μαζί τους.
Πολύ της αρέσει εκείνη η συνταξιούχος δασκάλα, που τώρα τελευταία τραγουδά. Της θυμίζει την αγαπημένη της Μπέλλου.
“Βελεσιώτου, Βελετσιώτου,” κάπως έτσι της είπε ότι την λένε η Στελλίτσα της. Δεν ακούει και καλά.
Αλλά και κείνος ο Σωκράτης τής αρέσει, μάλαμα παιδί, όνομα και πράμα.
Ότι αρέσει στη Στελλίτσα της, αρέσει και σ’ αυτήν.
Και ο άλλος ο Λαρισινός, ο Θανάσης, που έχει και το όνομα τού συγχωρεμένου της, τής αρέσει, πολύ της αρέσει, σαν ποιητής της φαίνεται.
“Να δεις που μια μέρα κάποια από τα λόγια του θα διδάσκονται στα σχολεία.”
Σαν αερικό θα ζήσω λέει και τραγουδά η Στελλίτσα, αερικό θα γίνω λέει και η κυρία – Στέλλα, αερικό διάβολος θα γίνω εγώ όμως, λέει εκείνη, αρπάζοντας την ευκαιρία από το τραγούδι της Στελλίτσας.
“Καλέ γιαγιούλα, άλλο αερικό εννοεί ο Θανάσης.”
“Το ξέρω Στελλίτσα μου, τέτοιο αερικό σαν του Θανάση ήμουν και γω στα νιάτα μου, σαν και σένα.
Αλλά τώρα θα γίνω άλλου είδους αερικό, μαύρος αιμοσταγής δαίμονας θα γίνω, κακό πνεύμα, ο εξ από δω θα γίνω εγώ.
Τέτοιο αερικό θα γίνω και θα πάω στον ύπνο εκείνου του αγιογδύτη του παστρικοχέρη, του γείτονά μας, του Αντώνη λέω, πούχει και το όνομα εκείνου του τρισκατάρατου που και γω δεν ξέρω πόσα κεφάλια πήρε στον εμφύλιο, ξέρω εγώ τι λέω, και θα τον κάνω να χεστεί από τον φόβο του. Το κάθαρμα.
Πρώτα θα τον κάνω να διαβεί αυτός το ποτάμι και ύστερα από χρόνια θα πεθάνω εγώ, αν πεθάνω, και αν θέλει βέβαια κι ο Θεός.
Θεέ μου συγχώρα με αν κριμάτισα, αλλά τι να κάνω η έρημη.”
Τα είπε όλα μια και έξω, χωρίς ανάσα και έβαλε και τον Θεό μέσα, γιατί, που ξέρεις…….
Προψές, τον άκουσε κάτω από το παραθύρι της, που έλεγε στον άλλο τον λήσταρχο τον πολυτεχνίτη που όλο με το δημόσιο ανακατεύονταν και δώσε χρήμα και πάρε αέρα ήταν:
“Ακόμα ζει αυτή η σκατόγρια; Έχει ρημάξει το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτήν, και όλους τους κωλόγερους πληρώνουμε τώρα.”
“Αυτή το ρήμαξε, και όχι αυτός και όλοι οι όμοιοί του, που χρόνια ολόκληρα μέσα στα σκατά και στη ρεμούλα ζούσαν, ζουν και έτσι ακόμα να ζήσουν θέλουν.
Στη ρεμούλα και στη κομπίνα.
Έφαγαν, έφαγαν, έτρωγαν και δεν χόρταιναν και ούτε που ποτέ θα χορτάσουν, που κακό χρόνο νάχουν.
Ρεμούλα και κομπίνα.”
Την άκουσε και ο μικρότερος δισέγγονός της.
Το “Φωτάκη της” όπως τον έλεγε χαϊδευτικά.
Γιαγιούλα μου, τι θα πει ρεμούλα;