Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Πιάνω στα χέρια μου την τανάλια κι ο νους μου κάνει άλμα. Άλμα κάνει, χρονικό. Δεκάδες χρόνια πίσω πηδά. Εικόνες γρήγορες, θολές, η μία πάνω στην άλλη πανωτιάζονται κι ύστερα χάνονται. Και λόγια. Λόγια, παράξενα ειπωμένα, γρήγορα και ακατάληπτα. Σαν πως ακούγονταν στα παλαιά τα κασετόφωνα όταν έτρεχε γρήγορα η καφετιά ταινία πίσω γυρνώντας.
Και να που ξεκαθάρισε η εικόνα και γαλήνεψε ο ήχος. Και βλέπω τον πατέρα μου μ’ αυτή την ίδια την παλιακιά την στραβωμένη την τανάλια, να προσπαθεί κάποια καρφιά να βγάλει, από ένα παλιοσάνιδο.
Και τον ακούω κιόλας. Καθαρά τον βλέπω και τον ακούω κιόλας. Ακόμα και την λάμψη στα μάτια του βλέπω κι ακούω την βρισιά του. Δεν έβριζε ο πατέρας μου, κάτι μουρμούραγε που βρισιά αυτός το έλεγε.
Ίδιες κινήσεις, ίδιο βλέμμα κι οι σκέψεις μου όπως εκεινού. Με λόγια φανέρωνε τις σκέψεις του τότε σε μένα, τότε που μικρός εγώ πίσω του συνέχεια έτρεχα.
Για να μαθαίνω έλεγε.
Για αυτό μου μιλούσε και μου εξηγούσε.
Και μάθαινα.
Και έμαθα.
Γραμμένα στον νου μου όλα. Κι έγιναν οι σκέψεις του δικές μου. Κάτι μουρμουράω και γω. Βρίζω. Ιδρώνω στην προσπάθεια και βρίζω.
Σαν κι εκείνον.
Και στο σώμα, στην ύλη, χορό τα γονίδια στήνουν. Γύρη από τα πεύκα, τις καστανιές και τις σουσούρες στον αέρα γύρω μου και…..φτάρνισμα.
Φτάρνισμα δυνατό……αλλεργικό……και τρόμαξα.
Ίδιο κι αυτό.
Πόσο πολύ πατέρα μου σου μοιάζω καθώς τα χρόνια μου περνούν και μεγαλώνω!
Μαζί μου τρόμαξε και ο αδελφός του, κοινή αυλή…..λίγο πιο πάνω το σπίτι του…..το πατρικό τους.
Άκουσε τον ήχο τον ανθρώπινο.
Δεν με είχε δει που πριν λίγο ήρθα στο σπίτι που μεγάλωσα. Στο χωριό. Και μέσα στην ταραχή του, στον αδελφό του η φαντασία του τον πήγε κι έβαλε φωνή ….
“Θανάση….. εσύ είσαι Θανάση;”
Μπορεί κι εφτά, κι οχτώ χρόνια να πέρασαν από τότε που εκείνος έφυγε.
“Θανάση…. εσύ είσαι Θανάση;
“Εγώ είμαι θείε…. ποιός Θανάσης;…. είσαι καλά;”
“Μα το φτάρνισμα;”
Έκανε τον σταυρό του.
Σαν τα χρόνια περάσουν, πολλές φορές κάθε μέρα οι παλιοί μας τον σταυρό τους κάνουν.
Είναι ο θάνατος που όλο πλησιάζει και μαζί του τον φόβο κουβαλά!
Τον φόβο, για το άγνωστο, που πέρα απ’τη ζωή υπάρχει.
~•~•~•~•~
Την τανάλια στα χέρια του κρατά, όπως εκείνος.
Είναι αδύνατο ο νους τού ανθρώπου να μην κάνει αναδρομή στο παρελθόν όταν στριφογυρνά στον χώρο που τα παιδικά του χρόνια έζησε.
Κάθε γωνιά, μια θύμηση.
Η βρύση, ο κουβάς, το φτυάρι για το σκάψιμο του κήπου και το παλιό πιθάρι που καλαμπόκι γεμάτο ήταν. Για τις κότες και την φλώρα την κατσίκα με την ίσια αλογίσια τρίχα και το μακρύ μουστάκι.
Της μάνας του την φίλη. Την αληθινή την φίλη της και την παρέα της. Στα δύσκολά της.
“Μόνο αυτή με καταλαβαίνει”, έλεγε και σκούπιζε τα δάκρυά της με το μαντήλι της που το φύλαγε μέσα στο αριστερό μανίκι τής ρόμπας της.
Και κει στη ρεματιά, το δέντρο τού πατέρα του, το αγαπημένο δέντρο. Η συκιά. Κι από την άλλη τη μεριά ο φούρνος, και λίγο πιο κει ο πλάτανος που κούνια στο πιο ψηλό κλαδί ο πατέρας του τού είχε φτιάξει.
“Πιο ψηλά….πιο ψηλά….πιο ψηλά…..σπρώξε με πιο δυνατά να πάω πιο ψηλά…..να δω τον κόσμο πέεεερα από το βουνό.”
Πάνω από το ρέμα στα ουράνια πετούσε κι ονειρεύονταν.
Στα ίδια βήματα πατά τώρα κι αυτός. Στα ίδια κι όλο, όλα τα περασμένα τού θυμίζουν.
~•~•~•~•~
Στα χέρια του την τανάλια κρατά, την στραβωμένη, την παλιά, την σκουριασμένη. Και το σκεπάρνι. Κάτι καρφιά από ένα παλιοσάνιδο να βγάλει προσπαθεί για να του φτιάξει κούνια. Στον πλάτανο στο πιο ψηλό κλαδί, στα ουράνια να πετάξει, να δει τον κόσμο από ψηλά, να ονειρευτεί. Δίπλα του, αυτός, ο γιος του ο μικρός, το ομοίωμά του. Ο εγγονός εκεινού. Του ταξιδεμένου.
Στο νου του καταγράφει αυτό που εκείνος κάνει. Του μοιάζει πολύ και ξέρει πώς όταν μεγαλώσει έτσι ακριβώς κι αυτός θα κινηθεί.
Στα βήματά του, θα πατήσει, θα του μοιάσει. Έτσι γίνεται.
Τα δάχτυλο του με μια κίνηση άτσαλη χτυπά, ματώνει, μα την δουλειά του δεν την σταματά.
~•~•~•~•~
Άτσαλη η κίνησή μου το δάχτυλο κτυπώ….πονώ….ματώνω και θυμάμαι…..το αίμα βλέπω, το δικό του…..
Εκεινού το αίμα, αχνό, μα ακόμα εκεί.
Σαν εικόνα αγιογράφου ξακουστού.
Τόσα πολλά χρόνια, χρόνια πολλά και το αίμα του εκεί. Πάνω στο ξύλο.
Άγιο αίμα.
Την δουλειά μου δεν τη σταματώ…….
Πόσο πολύ πατέρα μου….
Πόσο πολύ πατέρα μου σου μοιάζω…..
Παλαιοχώρι Καβάλας
Καλοκαίρι 2018