Ήταν στην αρχή μια «αγία τριάδα» που είχε μέσα της το καντηλάκι της γιαγιάς και του παππού αναμμένο με λάδι νοσταλγίας των αλησμόνητων πατρίδων της Μικρασίας συνεχώς ανανεούμενο και μια μικρή φλογίτσα μεγάλης αγάπης, που διαρκώς μεταλαμπαδευόταν σε κύκλους ομόκεντρους και περιγεγραμμένους. Πώς ρίχνεις ένα βότσαλο στην ακύμαντη απλωσιά μιας λίμνης κι αρχίζουν να σχηματίζονται ολοένα και πιο πολλοί περιγεγραμμένοι κύκλοι; Έτσι αυτή η ζέση και ο ζήλος μεταδόθηκε αρκετά γρήγορα στα όποια νέα μέλη του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, όχι μόνο σε κάποιους παλιότερους που έχουν μνήμες από την πρώτη και δεύτερη προσφυγική γενιά, αλλά και σε πολύ μικρά παιδιά. Αυτό το τελευταίο ασφαλώς, για λόγους ευνόητους, είναι και το πιο σπουδαίο.
Η εκδήλωση της Τετάρτης 6 Ιουνίου, παρά το ότι είχε ν’ αντιπαλέψει με καύσωνες και συλλαλητήρια, γέμισε για μιαν ακόμη φορά το ανεπαρκές πλέον αμφιθέατρο του Διοικητηρίου (συγνώμη, αλλά έτσι προτιμώ να το λέω) ασφυκτικά. Αφού μέχρι και ο φίλος μου ο Χριστόδουλος έκανε κουράγιο και ήρθε. Το πρόγραμμα περιλάμβανε μια σειρά από δρώμενα, ήθη, έθιμα, μουσικές, τραγούδια και χορούς που έδεναν μεταξύ τους έτσι, ώστε να κερδίζουν τη συνεχή προσοχή και – θα έλεγα – μέθεξη των παρισταμένων συμπολιτών.
Κύριος άξονας φυσικά ήταν «το Αιγαίο της μνήμης και της ζωής», τα νησιά του Ανατολικού Αιγίου (Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος) που δέχθηκαν τα πρώτα κύματα των Μικρασιατών προσφύγων τον Αύγουστο του 1922, αλλά και η Κρήτη, οι Κυκλάδες (κυρίως η Σύρα του Βαμβακάρη) και φυσικά ο Πειραιάς που δέχτηκε το κύριο ρεύμα απ’ το προσφυγομάνι που εγκαταστάθηκε στις παράγκες της Δραπετσώνας και της Κοκκινιάς, για ν’ απλωθεί εντέλει σε όλη την Αττική, μέχρι τη Μαγκουφάνα και τη Λυκόβρυση.
Την όλη εκδήλωση στήριξαν με τη συμμετοχή και τη συνεργασία τους η Κρητική Αδελφότητα Καβάλας, οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι Ποταμιουδίων, Αγίας Παρασκευής, «Αρίων» Κυργίων, οι «Ιχνηλάτες», καθώς και το Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης της Ελληνικής Παράδοσης «Εμμέλεια» με την παραχώρηση φορεσιών. Τα κείμενα της Προέδρου Σοφίας Τσίγκου ήταν επιμελημένα. Οι μαρτυρίες που αποτέλεσαν βασικά στοιχεία στη ροή της εκδήλωσης ήταν του Κυριάκου Λυκουρίνου, του Μιχάλη Γιαννούλη και του Σπύρου Φουντουλάκου. Την αφίσα και το πρόγραμμα επιμελήθηκε με τη γνωστή της καλαισθησία η Κατερίνα Κελέσογλου. Γενικός δερβέναγας και μάστορας του ήχου ήταν για μιαν ακόμη φορά ο Βασίλης Αναστασιάδης και μάστορας των φωτισμών με σημασία στη λεπτομέρεια και πολύ μεράκι, όπως πάντα, ο Παναγιώτης Μεμετζής.
«Εν αρχή, όμως, είναι ο λόγος της Μουσικής». Μια μικρή αλλά «γεμάτη» ορχήστρα, που είχε το γενικό πρόσταγμα της παράστασης και που κατόρθωσε να μετατρέψει σε χαρά πικρές μνήμες προσφύγων, καταξιώνοντας έτσι το ευρηματικό «μότο» της εκδήλωσης: «Πέντε καράβια βάσανα, πέντε λιμάνια γλέντια». Ο Γιώργος Δεληγιάννης στο βιολί, ο Σάκης Γιώργου (ούτι, κιθάρα, τραγούδι) και οι παλιοί του «Πολυκλαδικού» Φώτης Σπαθάρης (λαούτο, μπουζούκι, τραγούδι) και ο Γιώργος Καραγεωργίου (κρουστά, τραγούδι) ενθουσίασαν το κοινό. Και είναι πολύ συγκινητικό για το δάσκαλο ν’ ακούει από άξιους ανθρώπους κάθε ηλικίας ν’ αποκαλούν τους μαθητές του «Δασκάλους», με κεφαλαίο δέλτα. Γιατί και στον προφορικό λόγο φαίνεται καθαρά πότε το δέλτα του «Δασκάλου» είναι κεφαλαίο…
Στο τραγούδι όλοι οι χορευτές αποδείχθηκαν καλλίφωνοι (φροντίζει και ο Πολύκαρπος γι’ αυτό εδώ και χρόνια). Αισθαντική ωστόσο ήταν η φωνή της Έλενας Ζαχαροπούλου σ’ ένα τραγούδι, αλλά η Λίτσα Ασωνίτου (παρά το νεαρό της ηλικίας της) διαθέτει μιαν απίθανων δυνατοτήτων φωνή, σαν το παλιό κρασί… Και βέβαια εκείνοι που άναψαν όλες τις λαμπάδες του κεφιού ήταν οι χορευτές. Καλαματιανοί, μπάλλοι, παλιοί καρσιλαμάδες, απτάλικοι, συρτοί, δετοί και τρίπατοι και σιγανοί τρεχάτοι, ζερβόδεξοι, σούστες και πεντοζάληδες, χασάπικοι και ζεϊμπέκικοι καταχειροκροτήθηκαν από το κοινό.
Μεγάλος ο αριθμός των χορευτών, με δύο τμήματα ενηλίκων, ένα τμήμα εφήβων και ένα παιδιών. Η απόδοση όλων εξαιρετική, ακόμη και των δύο παλαίμαχων «Πυθαγορείων» (Εμμανουήλ ο «Τροβαδούρος» και Τάκης «Σαραβάκος»), την παράσταση όμως έκλεψαν τέσσερα αδέλφια: η Μαρία, η Χριστίνα, ο Ορέστης και το μικρό «κομπρεσέρ», ο Παύλος, που ήταν γύρω στα τριάμισι κα με τα τσαλίμια του τους έκανε όλους … σπαράλια ο «αλητάμπουρας». Αφού το 14 μηνών πέμπτο παιδί της οικογένειας Κασμερίδη δεν έλεγε να ησυχάσει στην αγκαλιά της μαμάς του, ήθελε κι αυτό να χορέψει μαζί με τον Παύλο! Τόσο ενθουσιασμένο ήταν, που η ώρα ήταν προχωρημένη (έντεκα παρά κάτι) και δεν ήθελε να κοιμηθεί… Κάτι τέτοια μας κάνουν οι Μικρασιάτες και δεν μπορούμε να τους ξεχάσουμε! Ο Γιώργος Καραγεωργίου και η Ζωή Κυρκούδη έκαναν καλή δουλειά στη διδασκαλία χορού. Πάντα τέτοια και καλή συνέχεια!
Χρήστος Τσελεπής
******