Dark Mode Light Mode

 «Το άκυρο αύριο» του Κοσμά Χαρπαντίδη. Βιβλιοκριτική

 

 

Γράφει η ιστορικός τέχνης – κριτικός Α.Χ. Κουτσάκου

 

Κάθε μυθιστόρημα είναι μια αρχική εικόνα που μετατρέπεται σε καλειδοσκόπιο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το τελευταίο βιβλίο του Κοσμά Χαρπαντίδη.

Ένα βιβλίο συγκλονιστικό, συναρπαστικό, και ταυτόχρονα σπαρακτικό για όποιον αναγνώστη κρατάει ακόμη το σύμπλεγμα αντικρουόμενων συναισθημάτων και σύγχυσης μπροστά στο ιστορικό παρελθόν.

Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε κυρίως την αφηγηματική του έπους, με άφθονες αναδρομές. Η ροή του «ιστορικού» χρόνου δεν ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία. Όπως και ο Όμηρος, ο Κοσμάς Χαρπαντίδης δημιουργεί ένα χρονολογικό ιστό πάνω στον οποίο εντάσσεται η δράση της «Λάβρυος» και η προσωπική ιστορία της ηρωίδας, το «σήμερα», ως απόρροια γεγονότων που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο παρελθόν, συχνά οριζόμενο με χρονολογίες, αλλά που τελικά, ενώ το τερματικό όριο είναι μια σύγχρονη πράξη βίας, το άλλο άκρο της αφήγησης εκτείνεται απεριόριστα στο βάθος του χρόνου.

Ένα έπος γράφει και ο Κοσμάς Χαρπαντίδης ταυτόχρονα «ηρωικό» και «διδακτικό». Η πρώτη εντύπωση μετά από κάμποσες σελίδες ανάγνωσης: επίθεση προς πάσαν κατεύθυνσιν. Με το φονικό νυστέρι του συναισθηματικά αμέτοχου, αφού μια τέτοια συμμετοχή την μετέφερε στην αφηγήτρια της ιστορίας του, πετσοκόβει ανελέητα τον αδύναμο ιστό που καλύπτει τα καρκινώματα της ιστορίας και της θρησκευτικής πίστης και αναδεικνύει την βαρβαρότητα, την επιπολαιότητα, την κακή κρίση, την αμάθεια, τον φανατισμό, την υποκρισία και τον ωφελιμισμό των εμπλεκόμενων προσώπων και ομάδων. Πολιτικά ουδέτερος, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα της ιστορίας από τον Β’ Παγκόσμιο και μετά για να οδηγήσει κάθε πολιτικά τοποθετημένο άτομο σε προβληματισμό. Υπό τον όρο ότι ο αναγνώστης δεν είναι φανατικός μιας παράταξης. Γιατί αν είναι θα αλαλάξει από ενθουσιασμό όπου νομίζει ότι υμνείται η παράταξή του και θα θελήσει να στραγγαλίσει το συγγραφέα κάθε φορά που διαπιστώνει ότι ο Χαρπαντίδης προσφέρει μερικές φορές τον οίκτο του αλλά ποτέ έπαινο σ’ αυτούς που περιγράφει.

Εκπληκτική σύλληψη αποτελεί η συνεχής χρήση μεταφορών που δεν διακρίνονται όλες τόσο εύκολα. Η αφηγήτρια της ιστορίας επιβίωσε με επιτυχία γράφοντας «ροζ» μυθιστορήματα, ανέθρεψε και έθρεψε μια οικογένεια όπου «κανείς δεν την ήθελε αλλά όλοι την χρειάζονταν». Και τελικά την «έγδυσαν» από τις καταθέσεις της και την πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων όταν φρόντιζε στον υπανάπτυκτο τόπο καταγωγής της μια μάνα χωρίς μνήμη. Όπου επίσης ερωτεύεται κάποιον που υπόσχεται να την ανεβάσει στον ουρανό και ο οποίος αποδεικνύεται απατεώνας, προδότης, ψεύτης και δειλός. Θυμίζει κάτι; Πάρα πολλά. Την Ελλάδα που προσπάθησε να επιβιώσει με «παραμύθια», την εκμετάλλευσή της από πολιτικούς και ψηφοφόρους όσο μπορούν να την αρμέξουν, την εγκατάλειψή της όταν τα «παραμύθια» δεν αποδίδουν, την ουσιαστική έλλειψη πνευματικής εξέλιξης, την έλλειψη μνήμης που αποτελεί ασθένεια ενδημική σ’ αυτόν τον τόπο. Την τάση της να φλερτάρει με «μεσσίες» και να περιμένει από αλλού τη σωτηρία της, ακόμη και την υποσυνείδητη στροφή της προς τον εθνικισμό και τον απολυταρχισμό όταν αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις.

Υπάρχει όμως πολύ περισσότερο έδαφος προς εξερεύνηση στο βιβλίο αυτό. Κάθε πρόσωπο εκπροσωπεί μια ευρύτερη ομάδα. Αντίθετα οι ομάδες που περιγράφονται είναι οι «φιγκιράν» που πλαισιώνουν τους ηθοποιούς στη δραματική αυτή παράσταση.

Το κείμενο ξεδιπλώνεται σαν μια βεντάλια που την ανοίγουμε προσεκτικά. Κάθε της ραβδάκι απεικονίζει ένα μεμονωμένο γεγονός, ανοιχτή προσφέρει μια συνολική εικόνα. Όπως σε κάθε κινέζικη βεντάλια τα θέματα αναπτύσσονται όχι σε οριζόντια χωροταξία αλλά εισδύοντας το ένα στο άλλο, για να αποδείξουν την ύπαρξη μιας ενότητας χωρίς στεγανά.

Και κάπου εκεί σταματά η ομοιότητα με τον Όμηρο.  γιατί το συγκεκριμένο έργο έχει ως αφηγήτρια ένα «υπαρκτό» πρόσωπο, μια γυναίκα συνδεδεμένη μέσω του παρελθόντος της με τον κύριο ήρωα του έργου.

Βαθειές οι ρίζες της ιστορίας του Αρσλάν-αγά, η οποία τοποθετείται σε μια φανταστική μικρή πόλη των ελληνικών συνόρων, όχι μακριά από την Καβάλα και τους Φιλίππους. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα χώρο για να εντάξει το μύθο του αλλά οι υπόλοιπες γεωγραφικές συντεταγμένες είναι υπαρκτές.

Το κείμενο είναι πυκνό σε νοήματα και μεταφορές. Μόνη η ανάλυση των ονομάτων, προσώπων και τοποθεσιών, θα έβγαζε μια μικρή πραγματεία. Η επιλογή τους είναι ένας μικρός οδηγός για τον αναγνώστη. Μικρόπολη, Ξένια, «Κουρδιστό Αρκούδι».

«Ο μίτος της αφήγησης για το τι είχε περάσει αυτός ο τόπος ήταν καλά κρυμένος. Έπρεπε να τον πιάσω από την αρχή.», δηλώνει η αφηγήτρια-συγγραφέας. Και συσσωρεύει μαρτυρίες για το παρελθόν. Το «τρικ» των μαρτυριών επιτρέπει στο συγγραφέα να εκφράσει δυσάρεστες, ανεπιθύμητες απόψεις διά στόματος τρίτων και να διατηρήσει την ουδετερότητά του. ‘Ενα πρίσμα από καθρέφτες που συλλαμβάνει ο καθένας στιγμιαίες εικόνες, δηλαδή περιγραφές και ερμηνείες ανάλογες με την νοοτρoπία του εκάστοτε ομιλητή αλλά που όλες έχουν ένα πυρήνα αλήθειας.

Ιδιαίτερο ρόλο παίζει η φύση, άγρια, οργιαστική, ελκυστική, μυστηριώδης, επικίνδυνη, λυτρωτική. Ένα πολύπλερο μεταφορικό σχήμα, το οποίο η αφηγήτρια της ιστορίας αμφισβητεί κάποια στιγμή: «Αλλά και η θέση της φύσης (σε αντιδιαστολή με την έννοια»πατρίδα») στο έργο μου μπορεί, όσο οργιαστική κι ευλογημένη κι αν είναι, να στηρίξει ένα μυθιστόρημα;» Καίριο ερώτημα. Γιατί στην πραγματικότητα ο Κοσμάς Χαρπαντίδης την πατρίδα του έχει ως κεντρικό άξονα. Τη Μακεδονία. Στο σύνολό της.  Τη Μακεδονία διαμέσου των αιώνων, με τις λαμπρές στιγμές της στο πολύ μακρινό παρελθόν, τις οποίες μνημονεύει ο συγγραφέας στα πεταχτά και δήθεν τυχαία, και τη θαμμένη της ιστορία του 20ου αιώνα. Την τραγική της ιστορία.

Την προσπάθεια να γίνει αμιγώς ελληνική και τη φρίκη πρώτα της βουλγαρικής κατοχής και μετά του εμφύλιου. Τα απίστευτα εγκλήματα εν ονόματι της πατρίδας και της ιδεολογίας, τα οποία διαπράχθηκαν από όλες τις ομάδες των αντιστασιακών. Την απίστευτη βλακεία, αναπόφευκτο αποτέλεσμα ποιών αιτίων;

Η περιγραφή της ζωής στη Μικρόπολη δίνει κάποιες από τις απαντήσεις. Στη σελίδα 38 έχουμε μια αποκαλυπτική περιγραφή που αφορά το σπίτι που εξασφάλισε στην «Αθηναία» Ξένια ο άνδρας της, ο εθνικιστής και πρωτόγονος Σίμος. Ένα σπίτι που «όφειλε να είναι μονίμως ανοιχτό, ένα πλάτωμα για να βόσκουν οι προκαταλήψεις και η φοβία τους για το μέλλον». Στη σελίδα 193 μαθαίνουμε ότι την ενοχλούσαν η ηττοπάθεια, η μοιρολατρεία η μοναξιά, η αναγκαιότητα να συναναστρέφεται τους ίδιους και τους ίδιους, η οπισθοδρομικότητα. Ζούσε σε μια κοινωνία «που δεν μπορούσε να εκτιναχθεί προς τα εμπρός γιατί πάλευε ακόμη με τα φαντάσματα του παρελθόντος». Κάτι που ίσχυε ήδη πριν η Ξένια γεννηθεί. Στη σελίδα 37 ο Χαρπαντίδης γράφει μια από τις πολλές επιγραμματικές φράσεις που συναντάμε σ’ αυτό το μυθιστόρημα: «Γιατί, όταν ο ορίζοντας δεν διευρύνεται, ο πρόγονος θεοποιείται». Στη σελ. 80 η αφηγήτρια μιλάει για τη ζωή της ως ορφανής στο απαίσιο και καταπιεστικό ίδρυμα όπου πέρασε τα σχολικά της χρόνια συνοψίζοντας τον αληθινό στόχο αυτής της καταπίεσης: « Να μην πάρουμε καμιά ανάσα από τις υποχρεώσεις, για να μη συνομιλήσουμε ποτέ με τον εαυτό μας». Πώς ζουν τέοιοι άνθρωποι; «Χωρίς ερμηνεία της ζωής τους, οσα πάνε κι όσα έρθουν, μέσα σ’ ένα διαρκές πηγαινέλα»(σελ. 39).

Άνθρωποι που γεννιούνται και ανατρέφονται σε τέτοιες συνθήκες σπάνια έχουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν ψυχοδιανοητικά. Και να συλλάβουν την έννοια του «εαυτού» μέσα σε ένα πλαίσιο που αγκαλιάζει σφαιρικά τη ζωή τους, ως ένα περιστατικό στο ατέλειωτο ροϊκό συνεχές του χρόνου, δηλαδή της ιστορίας, μέσα σε ένα ευρύτερο «κοινωνικό» πλαίσιο που δεν απορρίπτει οτιδήποτε «ξένο» προς αυτούς.

Η Μικρόπολη με τον στενόμυαλο εθνικισμό της, την οπισθοδρομικότητά της αλλά και τη διαφθορά της. Οι Γάλλοι λένε ότι όσο πιο πολύ αλλάζει κάτι, τόσο παραμένει το ίδιο. Ο συγγραφεας το απαοδεικνύει με ένα απλό σχόλιο. Στη σελ. 62 αναφέρει απλώς ότι οι χωριάτες πρώτα διέλυαν τα τυχαία αρχαιολογικά ευρήματα την ώρα που όργωναν, ενώ αργότερα ανακάλυψαν τη χρηματική τους αξία οπότε τα πουλούσαν στη μαύρη αγορά. Καμιά άλλη αξία δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Γι’ αυτό η αφηγήτρια δηλώνει στην σελ 62 μιλώντας για το φυσικό χώρο που περιβάλλει τη Μικρόπολη: «Δεν ήταν μόνο το πράσινο, δεν ήταν μόνο το μαύρο, υπήρχε και το χρώμα της απουσίας. Ποτέ δεν κατάλαβα την απόχρωσή του, ποτέ δεν κατανόησα πώς έκανε τη διαφορά και βάραινε τη ζωή εδώ». Εκείνη μπορεί να μην το ξέρει αλλά ο συγγραφέας δίνει την απάντηση σε όλη τη έκταση του κειμένου.

Ο Χαρπαντίδης επιμένει να κάνει αναφορές στο «χώμα». Μιλάει για ένα κόσμο χαμένο κάτω από τις προσχώσεις. Η αφηγήτριά του χώνει το μπαστούνι της στη γη  «λες και γύρευε να της μιλήσει η μνήμη του χώματος και της γης». Και τελικά κάποια στιγμή αναπηδά το θλιβερό ερώτημα: «Ποιος θα πιστέψει σ’ αυτή τη γη και σε όσα κρύβει;»

Και πώς θα τη διαχειριστεί;

Ο πατριωτισμός παραμένει μια έννοια λάστιχο (….) τον επικαλούνται και τα δύο άκρα, με διαφορετικό τρόπο. Άσχετα αν όσοι τον υιοθετούν είναι όσοι πρόκειται να προκαλέσουν τραύμα στην πατρίδα τους, γράφει στη σελ. 205. Άρα, ο πατριωτισμός με την τρέχουσα έννοια απορρίπτεται. Ολόκληρη η διήγηση αναφέρεται τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εν ονόματί του.

Ο Αρσλάνογλου, είναι μια τρομερή μορφή, ένα από τα τέρατα που διηύθηναν για χρόνια τη ζωή σε μικρά μέρη. Βασίζεται σε υπαρκτά πρόσωπα, εθνικιστές που έδρασαν μεταπολεμικά μέσα από το ρόλο του Δημάρχου. Για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος στο Κιλκίς. Ο Χαρπαντίδης δεν σκιαγραφεί πάντως μια κλασική προσωπικότητα «κακού». Δίνει όσο περισσότερα στοιχεία μπορεί ώστε να διερευνηθούν τα αίτια της συμπεριφοράς του. Κληρονομικότητα, ανατροφή, ψυχικά τραύματα, βαθύς αλλά διαστρεβλωμένος πατριωτισμός, διεστραμένη αίσθηση ευθύνης. Κλινικά ο Αρσλάνογλου είναι ένας άνθρωπος με διαταραγμένη ναρκισσιστική προσωπικότητα που του επιτρέπει να έχει πεποιθήσεις αλλά όχι ηθικές αρχές και φυσικά στερείται παντελώς ανθρωπιάς. Τον διακατέχει ένα μόνιμο συναίσθημα θυμού, όπως συμβαίνει με όσους θεωρούν τον εαυτό τους μέτρο και σταθμό για όλους τους άλλους. Αποτελεί υπέρτατη ειρωνεία το γεγονός ότι οι υπερβολές του πρώτα προκαλούν την απόρριψή του από το εξίσου διεφθαρμένο αλλά πολύ πιο ρεαλιστικό κόμμα του και τελικά επιτυγχάνουν την αγιοποίησή του από μια εξίσου εγωπαθή και διεφθαρμένη κάστα θρησκόληπτων γυναικών. Τραγικό μπουρλέσκ σε ελληνικό χώρο.

Όλες οι αντιφάσεις της προσωπικότητας του Αρσλάνογλου καθρεφτίζονται στον περιβάλλοντα χώρο. Και όλα τα διλήμματα του αναγνώστη. Η Μικρόπολη αναπτύσσεται προσωρινά χάρη στο χιονοδρομικό κέντρο που ανοίγει και στην αξιοποίηση του καραβάν-σεράι που αποκαθίσταται και γίνεται ξενοδοχείο, δηλαδή έχουμε και αποδοχή μιας πολιτιστικής κληρονομιάς όχι «εθνικής» και ένα άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, προς το σύγχρονο πολιτισμό. Αυτό το οικονομικό εγχείρημα καταρρέει, επειδή οι Έλληνες που κάνουν τουρισμό προτιμούν κάποια στιγμή την πολύ φθηνότερη Βουλγαρία. Και η Μικρόπολη ξαναγίνεται μια κλειστή «τσέπη» στα ελληνικά σύνορα, χαμένη στην άγρια φύση που ο σύγχρονος πολιτισμός δεν πρόλαβε να δαμάσει αλλά ούτε και να μολύνει. Μια φύση που τη «λίπαναν χιλιάδες νεκροί», όπου συναντιώνται ανθρώπινα αγρίμια σαν το Σίμο και το Λάμπρο και όπου συνουσιάζονται ομοφυλόφιλοι αξιωματικοί εν κρυπτώ και παραβύστω.

Το κείμενο βρίθει από τέτοιες πικρές αναφορές. Και από φοβερές αντιφάσεις. Ο εθνικιστής Σίμος βρίσκεται αντιμέτωπος με ομοϊδεάτες των Αθηνών οι οποίοι λατρεύουν το ναζισμό του Χίτλερ, τον ίδιο ναζισμό που ο ήρωας του Σίμου, ο Αρσλάνογλου, και η ίδια του η οικογένεια μίσησαν και πολέμησαν εν ονόματι της πατρίδας. Και βιάζεται συμβολικά και κυριολεκτικά από αυτούς τους «ομοϊδεάτες». Πώς μπορέι να τοποθετηθεί απέναντί τους;

Το πρόβλημα του Σίμου είναι πρόβλημα πολλών Ελλήνων κάθε ιδεολογίας. Σύγχιση. Έλλειψη σταθερών. Αδυναμία ταύτισης και συνεννόησης με ομάδες και ιδέες. Οι ρίζες του κακού πάνε πολύ βαθιά. Όσοι προσπάθησαν να τις ξεριζώσουν στα πρώτα χρόνια της ειρήνης και σχετικής ευμάρειας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο απέτυχαν. Πολλές ωραίες πρωτοβουλίες έσβησαν. Το ζήσαμε και στην Καβάλα.

Φαίνεται ότι η πλειονότητα δεν καταφέρνει να αντλήσει ιδέες από σωστές πηγές. Και αγνοεί τη σφαιρική αντιμετώπιση της ιστορίας. Όπως λέει και ο συγραφέας, κάποιοι δεν χρειάζονται πολλή ιστορία. Τους φτάνει λίγη.

Το κείμενο έχει πολύ περισσότερα στοιχεία και πρόσωπα που θα άξιζε να αναφερθούν. Όπως είπαμε είναι εξαιρετικά πυκνό και εξαιρετικά πλούσιο σε αναφορές, αλληγορίες και επιγραμματικές φράσεις. Κάθε αναγνώστης που το απόλαυσε ή πρόκειται να το απολαύσει μπορέι να τις αναζητήσει μόνος του. Θα είναι μια υπέροχη εξερεύνηση. Καλό ταξίδι σε όποιον την επιχειρήσει.

Προηγούμενο άρθρο

ΘΕΑΤΡΟ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΑΛΑΚΟΥ - «Ο ρομαντισμός στη μουσική δωματίου»

Επόμενο άρθρο

ΑΣΕΠ: Εκδόθηκαν τα προσωρινά αποτελέσματα της προκήρυξης 7Κ/2017 και για τον Οργανισμό Λιμένα Καβάλας