Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
«Να ‘ρθει λίγο να τον διω, πριν πεθάνω, μια αγκαλιά να τον κάνω.»
Πέθανε χωρίς να τον δει, χωρίς μια αγκαλιά να τον κάνει. Και το ‘χει κρίμα τώρα αυτός, και θλίβεται, και στεναχωριέται, κι όποτε περνά από το σπίτι της κόρης της, εκεί όπου η Ευαγγελία έμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής της, μακριά από το προγονικό της, μια σφίξη στην καρδιά τον πιάνει.
«Να ρθει πριν πεθάνω λίγο να τον διω, να τον αγκαλιάσω.»
Έτσι παράγγελνε συχνά στη μητέρα του η παλιά γειτόνισσά της η Ευαγγελία. Κι αυτός, με το αύριο, το μεθαύριο, και το «εντάξει μωρέ θα πάω κάποια μέρα» το τελείωνε. Δεν πήγε ποτέ. Μπορεί όμως και να πήγαινε αλλά δεν πρόλαβε. Έτσι γίνεται συνήθως με το «εντάξει μωρέ». Γιατί στη ζωή είναι κι αυτά που δεν σε περιμένουν.
Ήθελε λίγο να τον δει, να θυμηθεί και να χαρεί. Εκείνα τα χρόνια να θυμηθεί, που παιδάκι αυτός μέσα στα πόδια της γυρνούσε. Δυο φέτες καρπούζι η Ευαγγελία έκοβε, τού’ δινε την μια, την άλλη αυτή, κι έξω απ’ την ξύλινη την πόρτα, στον δρόμο, στο πεζούλι κάθονταν και φτύναν τα κουκούτσια. Κι ύστερα τις μύγες που μαζεύονταν μετρούσαν. Μέσα στο χαγιάτι μεγάλωσε μαζί με τα πολλά παιδιά της, όλα μεγαλύτερα απ’ αυτόν, άλλος δεκαπέντε χρόνια, άλλος δέκα, πέντε, κι ο μικρότερος, ο ένατος, τρία χρόνια μεγαλύτερός του, αλλά κι αυτός μεγάλος του φαίνονταν. Σαν δικό τους παιδί τον είχαν. Το δικό της παιδί πριν πεθάνει ήθελε να δει και να αγκαλιάσει. Κι αυτός δεν πήγε. Να τον δει και να θυμηθεί εκείνα τα όμορφα χρόνια ήθελε, γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι σαν μεγαλώσουν. Έτσι γίνονται οι άνθρωποι όταν τα χρόνια τους περάσουν. Μια ευαισθησία ντύνει την ψυχή τους. Την τυλίγει και την σφίγγει. Και κείνοι ανάσα να πάρουν θέλουν. Απ’ τα παλιά. Να θυμηθούν και να χαρούν θέλουν, κι αυτό είναι το καλύτερο φάρμακό τους, το γιατρικό που τους δίνει ζωή, είναι. Και δεν της το’ κανε το χατήρι, δεν της έδωσε ζωή, μον’ πήγε τώρα σε κείνο το χαγιάτι, κι έρημο το βρήκε, με χαλασμένη την σκεπή και με τις πλάκες του σπασμένες, κι ετοιμόρροπο. Κι ένα δάκρυ λύπης κύλησε από τα μάτια του. Κι ακόμα ένα δάκρυ, όμως δάκρυ χαράς τώρα, σαν άκουσε από τον εγγονό της Ευαγγελίας πού’ χει τ’ αντρός της το όνομα, ότι θα το φτιάξει το χαγιάτι.
«Θα ξαναζωντανέψει το χαγιάτι» του είπε, «και μαζί με αυτό θα ζωντανέψουν όλοι.»
Έτσι του είπε, μα αυτός δεν το πιστεύει.
Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί, μον’ μέσ’ την ψυχή μας βάρος είναι όταν δεν τους τιμάμε όσο ζούν.
Θα περάσω να σε δω θεία……. όχι δεν θα το ξεχάσω…. Αύριο κι όλας.