Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Καμιά εξηνταριά βήματα μακριά απ’ το σπίτι προς τα πάνω, στην ανηφοριά προς το πάρκο του καστανόδασους είναι μια διχάλα. Απ’ εκεί ξεκινά στ’ αριστερά ένα δρομάκι που βγάζει ίσια σε μια πυκνοχορταριασμένη καταπράσινη χωμάτινη βουνίσια καμπουρίτσα ίσαμε με ένα γήπεδο. Στη μέση και προς τα ανατολικά της καμπουρίτσας ξεπροβάλλει και αντιφεγγίζει στο φως, το μικρό κατάλευκο ξωκλήσι της Παναγίας. Πιο πάνω, το δρομάκι στρίβει δεξιά, στενεύει και γίνεται πετρώδες. Στα δεξιά του ξεκινούν οι φτέρες, και στα αριστερά, ψηλότερα, ορθώνονται οι κέδροι, όμοιοι με περιστρεφόμενους δερβίσηδες σε έξταση ιερή. Εκεί ακριβώς είναι ο μεγάλος σαν λεωφορείο βράχος. Ξεφυτρωμένος απ’ τη γη. Βράχος χρώματος σκούρου γκρι ως μαύρο, ωσάν βαρυφορτωμένο σύννεφο έτοιμο να αδειάσει το φορτίο του. Γεμάτος είναι ο βράχος με βρύα υγρά συνήθως τις βροχερές κρύες εποχές, κι άλλοτε ξεραμένα, σαν σε νάρκη καλοκαιρινή. Από τα δεξιά και διαγώνια του βράχου ξεκινά ένα μικρό μονοπάτι. Ίσα που διακρίνεται.
Μάιος του 1962.
Παίρνω το μονοπάτι. Λίγο πιο πάνω συναντώ την μικρή μου ρεματιά και κάτω από του πλατάνου μου τις κλάρες μια γουβίτσα γεμάτη με τρεχούμενο νερό. Ήσυχα κυλά το νερό και δυο βήματα πιο κάτω, ακριβώς στου πλάτανου τις ρίζες ανταμώνει με μια πηγή, γίνεται χείμαρρος μικρός που στροβιλίζεται αργά αργά ανάμεσα στις γυαλισμένες ολοστρόγγυλες πέτρες πριν το διάφανο υγρό συναντήσει τον λαξευμένο από αιώνες γρανιτένιο βράχο. Εκεί, είναι ο μικρός μου καταρράκτης. Πέφτει κάτω χαμηλά γουργουρίζοντας το νερό και χάνεται μέσα στην υδροχαρή χαμηλή βλάστηση. Κάθομαι στην άκρη του βράχου, με τα πόδια μου κρεμασμένα στο κενό. Κοιτώ γύρω μου τις ανθισμένες αγριοβατομουριές, τα μικρά γυαλιστερά βραχάκια, και στα αριστερά μου, λίγο πιο κει, από την άλλη όχθη της ρεματιάς, σε ένα χωράφι, τον γεροθόδωρο που τσαπίζει τον μπαχτσέ του. Ακούω την βαριά του ανάσα. Ακούω και τα ζουζουνίσματα των μελισσών όπου έρχονται να ξεδιψάσουν ανάμεσα από τ’ αγώγια τους. Κουβαλούν ολημερίς τη γύρη από τους καστανοανθούς. Φυσάει αεράκι. Θροΐζουν του πλάτανου τα φύλλα κι εγώ σκέφτομαι και λέω πως μου μιλούν κιόλας. Μοσχοβολά η φύση. Εδώ τώρα που σας μιλώ, εδώ που κάθομαι και κοιτώ ψηλά ανάμεσα στις φυλλωσιές, βλέπω λωρίδες το γαλάζιο τ’ ουρανού. Και σχέδια παράξενα. Κοιτώ και τη ζωή μου. Εδώ τώρα που σας μιλώ κοιτώ κι ακούω γύρω μου και την άλλη ζωή. Της φύσης. Οσφραίνομαι την υγρασία της. Σταλάζουν ζωή οι ανοιξιάτικοι ανθοί. Αυτή εδώ, αυτή εδώ η γουβίτσα, είναι η θάλασσά μου. Μέσα της βλέπω όλα τα ταξίδια μου. Όλα. Και, τα φουρτουνιασμένα, και, τα σε ήρεμα νερά.
Κάτω στα πόδια μου, εκεί που χάνεται το νερό, βλέπω κι όλα τα μελλούμενα μου.
Με τα μάτια κλειστά.
Και σ’ αυτή εδώ τη σταλαγματιά πάνω στο γυμνό μου πόδι βλέπω την πατρίδα μου.
Αυτή είναι η πατρίδα μου κι ο τόπος μου.
Του Μαΐου