Ένας Ιταλός γνώριμος απ’ τα παλιά μου ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για τον Μίκη Θεοδωράκη, ορμώμενος από την προσωπική μου ζωή.
Ιδού το αποτέλεσμα:
Το μακρινό 1973 ανέβηκα στη Φλωρεντία για να σπουδάσω. Άβγαλτος νεαρός ήμουν τότε, άγουρος, στην Ελλάδα είχαμε χούντα, στα σπίτια και στους δρόμους ο κόσμος απέφευγε τις πολιτικές συζητήσεις από φόβο του χαφιέ, μιας κι όπως έλεγε και ο σοφός λαός »και οι τοίχοι έχουν αυτιά»!
Επιστρέφω στη Φλωρεντία. Υπήρχε η συνήθεια από τις αριστερές οργανώσεις, να στέλνουν κορίτσια από τις προχωρημένες ηλικίες εκεί όπου σύχναζαν οι ‘ματρίκολες’, έτσι αποκαλούσαν τους πρωτοετείς, να διπλαρώνουν τα αγόρια για να οδηγήσουν τα πρώτα βήματα τους σε ένα περιβάλλον εντελώς ξένο, και σε δεύτερο χρόνο φυσικά, στην αγκαλιά της οργάνωσης! Έτσι συνέβη και με εμένα, από καθαρή τύχη λοιπόν βρέθηκα να συχνάζω στα λημέρια του Ρήγα Φεραίου, Μαίρη πρέπει να λέγονταν το κορίτσι, δυο χρόνια μεγαλύτερο μου, κάναμε πολύ παρέα τους λίγους μήνες που άντεξα στην οργάνωση, απέδρασα όμως γρήγορα προς αριστερότερες ακτές, ο σπόρος είχε πέσει, φύτρωσε ταχύτατα, μιλάμε για το ‘Χρέος’, το βιβλίο του Μίκη που άλλαξε αμέσως, ριζικά, τη ζωή μου και τον τρόπο που έβλεπα τα πράγματα.
Τον γνώριζα σαν μουσικοσυνθέτη, άλλες όμως ήταν οι προτιμήσεις μου εκείνο τον καιρό, έγερνα προς Ξαρχάκο και Μαρκόπουλο πλευρά. Η μουσική όμως του Μίκη ακούγονταν παντού, σε κάθε φοιτητικό στέκι, σε κάθε σπίτι σπουδαστή υπήρχαν οι δίσκοι του. Κυνηγημένος από την χούντα τριγυρνούσε στην Ευρώπη δίδοντας συναυλίες, οι οποίες ήταν πάντα εκτός από μουσικά γεγονότα, και πολιτικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς, για την ελευθερία και την δημοκρατία.
Αγαπήθηκε όσο κανείς άλλος από τους προλετάριους κάθε πολιτικής αποχρώσεως, και ο ίδιος ανοικτά κομουνιστής, λιγάκι κριτικός προς το επίσημο, ‘μοναδικό’, κόμμα της αριστεράς, ακριβώς διότι αυτό δυσκολευόταν να ασκήσει κριτική προς το καθεστώς της Σοβιετικής ΄Ένωσης, ο άνεμος του ’68 φύσηξε πολύ μακριά από τους σκληροπυρηνικούς κομουνιστές του ΚΚΕ.
Εμβληματικές οι μουσικές επενδύσεις του σε μεγάλες προοδευτικές ταινίες της τότε εποχής, Ζορμπάς ο Έλληνας, Ζ, ο Αμερικάνος-υπό κατάσταση Πολιορκίας, Σέρπικο, με αποκορύφωμα την μουσική επένδυση στο τεράστιο ποίημα του Πάμπλο Νερούδα Κάντο Χενεράλ, το περίφημο Γενικό Άσμα. Είναι αυτός που έγραψε τον ύμνο του Παλαιστινιακού κράτους! Αυτός που μελοποίησε τους μεγάλους ποιητές, τον Κάλβο τον Σεφέρη και τον Ελύτη, αυτός που συνέθεσε το ανεπανάληπτο μουσικό έπος Μαουτχάουζεν. Ήμουν τυχερός που παρακολούθησα ζωντανά συναυλία του στο θέατρο Broadway εκείνα τα υπέροχα χρόνια ψυχικής ανάτασης.
Αυτός λοιπόν ο τεράστιος μουσικός άνθρωπος που σημάδεψε, μαζί με τη ζωή μου, την ζωή εκατομμυρίων Ελλήνων και άλλων τόσων ανθρώπων του παγκόσμιου ανταγωνιστικού κινήματος, αυτός ο άνθρωπος που ανέδειξε αμέτρητες και αμέτρητους καλλιτέχνες που τραγούδησαν τον πόνο και τους αγώνες της εργατιάς και των λαϊκών τάξεων, που κυνηγήθηκε από την δεξιά, το παρακράτος, φυλακίστηκε από την δικτατορία και ελευθερώθηκε μοναχά κατόπιν των αναρίθμητων πιέσεων της Παγκοσμίου καλλιτεχνικής κοινότητας και όχι μόνο, τιμημένος με το βραβείο Λένιν, αυτός ο άνθρωπος, πολιτικός νάνος στη συνέχεια της ζωής του, αγκαλιάστηκε με την ελληνική δεξιά, εκφράζοντας εκείνο το τρομερό, ‘ή ο Καραμανλής ή τα τανκς’ αμέσως με την πτώση της δικτατορίας. Διετέλεσε υπουργός σε δεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη πατέρα, κατέβηκε σε ακροδεξιά συλλαλητήρια, χέρι χέρι με εγκληματικά ναζιστικά υποκείμενα, προσέφερε απλόχερα πολιτικό άλλοθι στο φασιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής φτάνοντας προς το τέλος της ζωής του! δίχως ποτέ να μετανιώσει, δημόσια τουλάχιστον!
Δεν θα μου λείψει καθόλου ο Θεοδωράκης. Επιστρέφοντας για μια ακόμη φορά στα ιταλικά μου χρόνια, να συμπληρώσω πως τα έξι και βάλε χρόνια που έζησα στην πανέμορφη Φλωρεντία, όπου γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους και εκεί που έζησα την πιο δυνατή εμπειρία της ζωής μου, όλοι με γνώρισαν με το όνομα Μίκης που από την πρώτη μέρα μου έδωσαν οι ιταλοί μου σύντροφοι, ακριβώς τιμώντας αυτό τον απίστευτο καλλιτέχνη και άνθρωπο. Γιατί το Μίκης βγαίνει από το Μιχάλης, που είναι το όνομα μου. Προτιμώ να θυμάμαι τον Μίκη του τότε, αυτόν που μου έμαθε το χρέος μου να στέκομαι πάντα και μόνο δίπλα στους προοδευτικούς ανθρώπους και ποτέ δίπλα στους σκοταδιστές, εκμεταλλευτές, ρατσιστές.
Μίκη να είσαι καλά εκεί που είσαι, ξέρουμε να συγχωρούμε, σε έχουμε συγχωρέσει από καιρό, όλοι δικαιούνται παραστρατημάτων στη ζωή τους, πολύ περισσότερο εσύ. Υπήρξες μεγαλειώδης. Δεν θα μου λείψεις όμως, δυστυχώς
Δυνατές εικόνες και συγκλονιστική μουσική από μια ηρωική εποχή
βλέποντας την ταινία ερωτεύτηκα τους Τουπαμάρος, άλλαξε πλέον η ζωή μου ριζικά!
και
Θέλω να ευχαριστήσω τον αγαπημένο σύντροφο και φίλο Benigno Moi, τον Francesco Masala για την πρόσκληση να γράψω αυτό το κείμενο και τον Daniele Barbieri για την ζεστή φιλοξενία της Bottega του
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος