Το Δασάκι των Πεντακοσίων, τα δικά μας Πεύκα, ήταν ένας από τους χώρους που μας τραβούσε για τα παιχνίδια μας.
Προτεραιότητα είχε πάντα η θάλασσα. Η ακτογραμμή της γειτονιάς μας είχε τέτοιες κολπώσεις και βυθό που μας μάγευε. Όταν όμως οι καιρικές συνθήκες ήταν απαγορευτικές τότε γυρνούσαμε στην άλλη φωλιά μας, στα Πεύκα μας.
Το πρώτο δέντρο στο Άλσος αυτό το φύτεψε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, λέγοντας την φράση «Όπως θα αναπτυχθεί και θα μεγαλώσει αυτό το δέντρο που φυτεύω σήμερα, έτσι θα μεγαλώσει και θα δυναμώσει η Ελλάδα μας».
Από την ημέρα εκείνη και για πολλά χρόνια είχε αναλάβει να το ποτίζει το δέντρο αυτό και να το περιποιείται ο κυρ Αχιλλέας που ζούσε κοντά στο δάσος, μη τυχόν και μας ξεραθεί και χαθεί και η Ελλάδα μαζί του. Είναι το ψηλότερο δέντρο μπαίνοντας από τα δυτικά, που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στα πρώτα αυτά χρόνια της ανάπτυξής του, στον κενό χώρο που σήμερα υπάρχει το όμορφο γήπεδο του Μπάσκετ υπήρξε ένα εξοχικό κέντρο «Η Όασης». Εκεί τα προπολεμικά Σαββατόβραδα γίνονταν πανηγύρι. Οι Μικρασιάτες Πρόσφυγες όλων των φυλών, καπνεργάτες ως επί το πλείστον, γλεντούσαν την ζωή.
Είχαν δει με τα μάτια τους τον θάνατο λίγα χρόνια πριν στον ξεριζωμό αλλά και κατά την διάρκεια της εξορίας τους. Στην προσφιλή Πατρίδα, που ήταν το αγαπημένο τους όνειρό στην σκλαβιά, ένοιωσαν την καταφρόνια και τον εμπαιγμό.
Ήρθαν ρακένδυτοι και δούλεψαν με την ψυχή τους να φτιάξουν τον τόπο, να τον αναστήσουν, πέτυχαν. Άρχισαν να στέκονται στα πόδια τους. Τώρα ήθελαν να ρουφήξουν κάθε δευτερόλεπτο της ζωής, να δημιουργήσουν υποδομές για το καλύτερο και να σπείρουν πλούσια την ζωή για να μεγαλώσουν την Ελλάδα της ψυχής τους.
Η Όασης ήταν ο τόπος που τους προσέφερε αυτή την δυνατότητα για διασκέδαση με μουσική και καμία φορά και με τον μπερντέ του Καραγκιόζη. Τα Σαββατόβραδα εκείνα ήταν για τους παλιούς αξέχαστα. Ήρθε όμως ο πόλεμος του 40 και η κατοχή της και η Όαση εγκαταλείφτηκε και οι εγκαταστάσεις της καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν.
Το δασάκι όμως δεν το αφήσαμε εμείς τα παιδιά της κατοχής. Τα δέντρα του ήταν το καταφύγιό μας και το παιχνίδι μας. Διαγωνιζόμασταν ποιος θα περάσει περισσότερα δέντρα δίχως να πατήσει χώμα. Αργότερα όταν μπήκε στην ζωή μας και ο Ταρζάν, δέσαμε σχοινιά στα χοντρά κλαδιά και λικνιζόμασταν πιστεύοντας ότι είμαστε ο Τζόνι Βαϊσμίλερ αλλά περισσότερο μοιάζαμε την Τσίτα του τον χαριτωμένο χιμπατζή που ήταν η συντροφιά του.
Η Όαση σαν κέντρο διασκέδασης μπορεί να μη υπήρχε αλλά έμεινε ο χώρος στον οποίο έδωσε το όνομά της και έγινε γήπεδο ποδοσφαίρου που ασκούνταν η ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς μας η «ΕΛΠΙΔΑ» μας.
Στον χώρο αυτόν έπαιξαν ποδόσφαιρο σπουδαίοι ποδοσφαιριστές του τοπικού ποδοσφαίρου αλλά και Πανελλήνια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γιάννη του Κανάκη. Ο πατέρας του Γιάννη Κωσταντινουπολίτης στην καταγωγή, ήταν ο ιδρυτής της δικής μας ομάδας της «ΕΛΠΙΔΑΣ» μαζί με τον Γερμαντζήδη και άλλους Πεντακοσιανούς πρόσφυγες.
Στην ΕΛΠΙΔΑ έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα και ο Γιάννης ο Κανάκης. Όταν όμως ιδρύθηκε η ΑΕΚ της Καβάλας τότε μεταπήδησε σ’ αυτήν και μετά στην ΆΕΚ Αθηνών που λάμπρυνε με τις επιδόσεις του το Ελληνικό Ποδόσφαιρο.
Ο Γερμαντσζήδης μετακόμισε στην Δράμα όπου ίδρυσε και εκεί την ΕΛΠΙΔΑ της Δράμας που για πολλά χρόνια ανταγωνίζονταν ισάξια την Δόξα Δράμας. Στο χώρο της Όασης όμως ανδρώθηκαν και άλλοι ποδοσφαιριστές όπως τα Αδέλφια Παυλίδη, Παύλος και Χρήστος καθώς και τα αδέλφια Σιδηρόπουλοι, όλοι τους ποδοσφαιριστές του ΒΥΡΩΝΑ Καβάλας.
Μια άλλη ακόμη δυάδα ποδοσφαιριστών ήταν και τα αδέλφια Αλίπα που κατά συγκυρία είχαν το άλλο δωμάτιο του ίδιου διαμερίσματος στα Πεντακόσια που έμενε ο Γιάννης Κανάκης με την οικογένεια του. Το διαμέρισμα αυτό ήταν στην οδό Νοταρά ανατολικά από το πρώτο σκαλάκι που κατέβαινε στην οδό Δεληγιάννη.
Ο Γιώργος ο Αλίπας έπαιζε αριστερό εξτρέμ στην ΑΕΚ και όταν ήρθε η Φενέρ Μπαχτσέ και έπαιξε φιλικό αγώνα με την ΑΕΚ Καβάλας, ζήτησε να τον πάρει αλλά τότε οι αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη.
Το ποδόσφαιρο ήταν καθαρά ερασιτεχνικό, ο ποδοσφαιριστής έπαιζε μόνο για την φανέλα του και η αμοιβή του ήταν μια γκαζόζα στο τέλος του κάθε αγώνα, αν υπήρχε και αυτή. Εμείς οι πιτσιρικάδες φάγαμε πολύ σκόνη και χαλάσαμε πολλά παπούτσια στο γηπεδάκι της Όασης.
Δεν είχε κάποια βρύση για να βρέξουμε λίγο τα χείλη μας τα σκασμένα από την δίψα. Την λύτρωση την βρίσκαμε στην Τζούλη. Το σπίτι της κύριας Τζούλη ήταν στην Ανατολική πλευρά του δάσους, το πρώτο ανεβαίνοντας από την άσφαλτο που περιβάλει το Δασάκι από την Νότια πλευρά του.
Η κυρία Τζούλη ήταν ευνοούμενη, είχε βρύση, σπάνιο είδος στην εποχή μας να έχεις βρύση στο σπίτι σου. Ήταν σημάδι ευμάρειας. Όταν έτρεχε η βρύση ξεδιψούσαμε από εκεί. Αν δεν ήταν η ημέρα και η ώρα που θα είχε νερό στην περιοχή τότε η κυρία Τζούλη μας έδινε έναν αλουμινένιο μαστραπά και πίναμε νερό από ένα πιθάρι που μάζευε νερό για να ποτίζει τα φυτά της.
Τότε εμείς στα πεντακόσια υδρευόμασταν από Δημοτικές βρύσες και το νερό στις βρύσες αυτές έτρεχε μόνο τρεις ημέρες την εβδομάδα με διάρκεια ροής τρεις ώρες. Πηγαίνοντας να δροσιστούμε στην κυρία Τζούλη καμιά φορά συναντούσαμε κάτι τύπους παράξενους που φώλιαζαν κάτω από την Πλάκα.
Εκεί Ανατολικά υπάρχει ένας βράχος, μια πλάκα που από κάτω του δημιουργείται μια σπηλιά. Εκεί φώλιαζαν οι τύποι αυτοί και έπαιζαν μουσική με κάποια μικρά οργανάκια που έβγαζαν έναν ήχο με μεταλλική χροιά αλλά ευχάριστο στην ακοή.
Αργότερα μάθαμε ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν χασισοπότες και η σπηλιά εκείνη ήταν «ο Τεκές τους». Την ιδιότητά του Χασικλή, των ανθρώπων αυτών, την μάθαμε με δραματικό τρόπο για αυτούς.Ένα απόγευμα τους συνέλαβαν οι Χωροφύλακες και τους πέρασαν σε άσχημη κατάσταση μέσα από το γήπεδό μας αφού πρώτα θα πρέπει να είχαν φάει πολύ ξύλο.
Στον χώρο όμως αυτό παίζονταν και άλλα παιχνίδια και θυμάμαι μια τραγική περίπτωση με θύμα έναν μαθητή της πέμπτης τάξης Δημοτικού και συμμαθητή μου. Συγκεκριμένα έπαιζαν λακκάκια με τζιτζιλιά ο Νίκος ο Σιδηρόπουλος με κάποιον άλλον που δεν θυμάμαι το όνομά του.
Ο Νίκος έδωσε το σακούλι του με τα τζιτζιλιά να τα κρατά ο Σάββας ο Φέρελης ο συμμαθητής μου. Ο χώρος που περιγράφω ότι έγινε το γεγονός δεν έχει καμιά σχέση με την εικόνα που παρουσιάζεται στην φωτογραφία.
Δεν είχε καμιά περίφραξη η επιφάνεια του καλύπτονταν από χώμα και είχε ένα πεζουλάκι στα είκοσι εκατοστά στις τρείς πλευρές του παραλληλογράμμου εκτός της Βόρειας πλευράς. Στην μέση ακριβώς της Νότιας πλευράς είχε πέσει ο τοίχος και υπήρχε κενό.
Ο Σάββας περπατούσε επάνω στο πεζουλάκι και κουνούσε το σακουλάκι με τα τζιτζιλιά και έκανε μαγικά για να κερδίσει ο Νίκος. Την διαδρομή αυτή την έκανε πολλές φορές, στην τελευταία όμως σκόνταψε και έπεσε μέσα στο χάσμα που υπήρχε στον γκρεμισμένο τοίχο.
Χτύπησε στο κεφάλι και έμεινε στον τόπο. Η τάξη μας είχε παραβρεθεί στην κηδεία του και τον κλάψαμε. Ο Σάββας ήταν από τα παιδιά εκείνα που η παρουσία του μέσα στην τάξη γίνονταν φανερή με τον πράο και συνετό του χαρακτήρα που ήθελε να σβήνει φωτιές στις αντιθέσεις μεταξύ των συμμαθητών αλλά και των φίλων στην γειτονιά μας.
Μας έλειψε. Με την φροντίδα του δραστήριου Συλλόγου των Πεντακοσίων έχει αναμορφωθεί ο χώρος και σήμερα η εικόνα του έχει την μορφή της παραπάνω φωτογραφίας. Έχει γίνει χώρος άθλησης στο όμορφο γηπεδάκι του μπάσκετ αλλά και τόπος εκδηλώσεων του Συλλόγου.
Εκεί όμως καταφεύγουν οι γέροντες, οι συνομήλικοί μου, απόστρατοι πια της ζωής. Είναι τόπος συνάντησης όταν οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν. Προσέρχονται με το ασταθές βήμα τους, πολλοί με την βοήθεια της βακτηρίας καμιά φορά και με το Π. Τέτοια είναι η λαχτάρα τους να είναι παρόντες στη σύναξη τους αυτή που δεν λογαριάζουν κόπο, την έχουν ανάγκη.
Εκεί αρχίζουν με τα χαριεντίσματα και τα σκωπτικά πειράγματα προς τους νεανίζοντες. Κατόπιν εισβάλλουν οι αναμνήσεις του παρελθόντος οι γεμάτες νοσταλγία, αγάπη και συγκίνηση. Όλοι έχουν κάτι να πουν, κάτι να θυμηθούν από αυτά που σημάδεψαν την ψυχή τους και το κοινωνούν και στους άλλους σ’ αυτήν τη θεία μυσταγωγία.
Δυστυχώς δεν έχω την δυνατότητα συμμετοχής σ’ αυτές τις ωραίες συγκεντρώσεις γιατί η μοίρα μου έλαχε να ζω μακριά από την γειτονιά μου και η προσέλευση μου είναι δύσκολη.
Παναγιώτης Φώτου