Η τρέλα του Σεχίδη. Το έγκλημα του αιώνα. Ο γιος του Φρανκεστάιν. Ο κανίβαλος που άκουγε Τσαϊκόφσκι. Αυτά ήταν μόνο μερικά από τα πρωτοσέλιδα που προσπαθούσαν να περιγράψουν το απίστευτο έγκλημα της Θάσου. Στις 19 και 20 Μαΐου του 1996 ο Θεόφιλος Σεχίδης, 24χρονος φοιτητής Νομικής τότε, σκότωσε πέντε μέλη της οικογένειάς του: Τους γονείς του, την αδερφή του, την γιαγιά του και τον θείο του.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν ένας περίεργος άνθρωπος. Έπασχε από σχιζότυπη διαταραχή που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σχιζοφρένεια, αλλά κατά την τέλεση της αποτρόπαιης πράξης του είχε πλήρη επίγνωση του εγκλήματος: Του χώρου, του χρόνου και της πράξης. Σπούδαζε στη Νομική Κομοτηνής. Η μητέρα του ήταν νοικοκυρά, ο πατέρας του δάσκαλος και η αδερφή του έπασχε από σχιζοφρένεια. Ωστόσο, αξονική τομογραφία εγκεφάλου στην οποία υποβλήθηκε ανέφερε πως υπάρχουν «εγκεφαλικά ευρήματα που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φυσιολογικά».
Ο Θεόφιλος Σεχίδης δολοφόνησε τα μέλη της οικογένειάς του χωρίς κάποια αφορμή. Ωστόσο, αναφέρθηκε πως η οικογένεια Σεχίδη είχε πολλές ιδιομορφίες και ο ίδιος ο Θεόφιλος Σεχίδης διαβίωσε σε δυσμενείς συνθήκες.
Το φονικό
Ο πρώτος του φόνος ήταν αυτός του 58χρονου θείου του, τον οποίο αρχικά έσπρωξε από γκρεμό, έπειτα από λογομαχία διότι πίστευε ότι ήθελε να τον σκοτώσει. Έπειτα, έκοψε το κεφάλι του «για να μην βασανίζεται άλλο». Έπειτα, πυροβόλησε τον 55χρονο πατέρα του, Δημήτρη, επειδή ο δεύτερος κρατούσε μαχαίρι, φοβούμενος ότι ήθελε να τον δολοφονήσει. Έκοψε την καρωτίδα αρτηρία του. Στη συνέχεια, σκότωσε την 48χρονη μητέρα του, Μαρία, αποκεφαλίζοντάς τη χρησιμοποιώντας δύο μαχαίρια, καθώς και αυτή κρατούσε μαχαίρι, και έπειτα την 27χρονη αδερφή του, Έμμυ (Ερμιόνη) Σεχίδη, με τον ίδιο τρόπο. Ο Σεχίδης αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων και τους διατήρησε στο ψυγείο, για «μεταγενέστερη μελέτη». Την επόμενη ημέρα, η 75χρονη γιαγιά του Σεχίδη,Ερμιόνη, πήγε στο σπίτι της οικογένειας και εκείνος την σκότωσε επίσης με τον παραπάνω τρόπο. Ισχυρίστηκε ότι εκείνη ήθελε τον τραυματίσει με ένα μαχαίρι.
Την επόμενη μέρα, τεμάχισε όλα τα πτώματα με αλυσοπρίονα, εκτός από αυτό του θείου του, τα τοποθέτησε σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στη χωματερή της Καβάλας.
Το έγκλημα αποκαλύφθηκε όταν η θεία του, Ελένη Σεχίδη, κατήγγειλε στην βέλγικη αστυνομία ότι έχει εξαφανιστεί ο άντρας της. Επί περίπου δύο μήνες τηλεφωνούσε στο σπίτι της οικογένειας, αλλά το σήκωνε ο Θεόφιλος και έλεγε πως λείπουν όλοι στο εξωτερικό. Λίγο καιρό μετά την καταγγελία ταξίδεψε στην Ελλάδα, αναζητώντας τον σύζυγό της. Στην διαδικασία της αναζήτησης συμμετείχε και ο Θεόφιλος. Η θεία του αντιλήφθηκε πως ο πάντοτε ιδιόρρυθμος Σεχίδης είχε πλέον αναπτύξει μία εντελώς αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά.
Ο Σεχίδης συνελήφθη, τελικά, και παραδέχτηκε τα εγκλήματά του. «Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» δήλωσε, αρχικά, στην κατάθεσή του και αργότερα πρόσθεσε: «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Τους ξέκανα για να μην με ξεκάνουν».
Η δίκη διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια για τις ανθρωποκτονίες κατά συρροή και σε ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοχρησία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και για περιύβριση νεκρού….
Το 2010 ο ψυχίατρος του Οργανισμού Κατά των Ναρκωτικώ ντου Αττικού Νοσοκομείου, Γεώργιος Τζεφεράκος, δήλωσε ότι ο Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια, και όχι από σχιζότυπη διαταραχή.
Το έγκλημα του Σεχίδη προσελκύει το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας μέχρι και σήμερα.
Η εργασία
Φοιτητές του τμήματος του ΕΚΠΑ και του Παντείου Πανεπιστημίου, συνέταξαν εργασία για την υπόθεση Σεχίδη, η οποία δημοσιεύτηκε στο crimetimes όταν το 2017 κατέθεσε αίτηση αποφυλάκισης.
Όλα ξεκίνησαν στα τέλη Μαΐου του 1996. Η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης ασχολείται με μία περίεργη υπόθεση, την μέσα σε ένα 24ωρο εξαφάνιση πέντε μελών της οικογένειας του Θεόφιλου Σεχίδη. Επρόκειτο για τον 55χρονο πατέρα του, τη 48χρονη μητέρα του, την 27χρονη αδελφή του, την 75χρονη γιαγιά του και τον 58χρονο θείο του, αδελφό του πατέρα του. Η σύζυγος του τελευταίου, Ελένη, μόνιμη κάτοικος Βελγίου, δήλωσε στην Αστυνομία ο σύζυγός της δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της από τις 19 Μαΐου.
Ο πατέρας του Σεχίδη , Δημήτρης, εργαζόταν ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο της Κεραμωτής, η μητέρα του, Μαρία, ήταν νοικοκυρά, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή του, Ερμιόνη, έπασχε από σχιζοφρένεια.
Οι Αρχές έφτασαν γρήγορα στον Θεόφιλο με τον ίδιο να υποστηρίζει ότι ο θείος του είχε φύγει για Ιταλία και οι υπόλοιποι για γερμανία, όπου θα έμεναν μόνιμα. Τα ίδια είχε πει και στη θεία του. Τελικά ομολόγησε ότι στις 19 και στις 20 Μαΐου είχε σκοτώσει τους γονείς, την αδελφή, τη γιαγιά και τον θείο του και είχε πετάξει τα τεμαχισμένα πτώματά τους σε χωματερή της Καβάλας.
Μέσα από τις καταθέσεις του αποδεικνύεται το δράμα:
«Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνομωσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου ‘λεγαν την αλήθεια», έλεγε ξανά και ξανά.
«Λίγες ημέρες πριν γίνει το κακό, τρεις-τέσσερις ημέρες νομίζω, βρισκόμουν στην Κομοτηνή, όταν ξαφνικά, χωρίς να τους περιμένω, έρχονται ο πατέρας μου με τον θείο μου. Έρχονται δήθεν για να πάρουν το αυτοκίνητο του πατέρα μου που το είχα εγώ. Εγώ ξαφνιάστηκα. Είχα να δω τον θείο μου έναν, ενάμιση χρόνο. Μου είπαν πως μόλις φτάσουν στη Θάσο, την ίδια κιόλας ημέρα να τους πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε. Μου είπαν, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, πως έπρεπε να πάω αμέσως στη Θάσο για να μιλήσουμε. Έτσι, την επόμενη, 18 Μαΐου, πήγα στη Θάσο, στον Λιμένα. Όταν ξημέρωσε, κάποια στιγμή ο θείος μου λέει ότι θέλει να πάμε μια βόλτα πάνω στο αρχαίο θέατρο». Η συζήτηση εξελίχθηκε σε λογομαχία και στη συνέχεια, σε συμπλοκή.
«Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος δέκα μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι».
Για τον σαλεμένο νου του Σεχίδη όλοι τον απειλούσαν με μαχαίρια και ήθελαν να τον σκοτώσουν. Όταν λοιπόν επέστρεψε στο σπίτι του, λίγο μετά γύρισε ο πατέρας του:
«Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα κι έπεσε νεκρός. Μετά, του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι». Ακολούθησαν η μητέρα και η αδελφή του. «Κρατούσε και αυτή (η μητέρα του) μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι και της έκοψα τον λαιμό. Με τον ίδιο τρόπο σκότωσα στη συνέχεια την αδελφή μου Ερμιόνη».
Ο Θ. Σεχίδης πέρασε τη νύχτα στο σπίτι, με τα πτώματα των συγγενών του. Αφαίρεσε προσεκτικά ορισμένα μέρη από τον εγκέφαλο και τα τοποθέτησε στο ψυγείο. «Για μεταγενέστερη μελέτη», είπε αργότερα. Το πρωί, η ανυποψίαστη γιαγιά επισκέφθηκε το σπίτι. «Άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ; Τη σκότωσα!» είπε.
Αφού τεμάχισε τα άψυχα κορμιά, τα έβαλε σε σακούλες σκουπιδιών και με το αυτοκίνητό του τα μετέφερε σε χωματερή της Καβάλας, μεταξύ Νέας Καρβάλης και Κεραμωτής. Μόνο το πτώμα του θείου του βρέθηκε.
Στις 20 Ιουνίου του 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας, έγινε η δίκη με τον κατηγορούμενο να δηλώνει στην απολογία του πως δεν μετανιώνει για τίποτα και επανέλαβε πως όλα έγιναν επειδή δεν του αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική του μητέρα.
Πηγή : in.gr