Πριν από δέκα περίπου χρόνια η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών τίμησε τη μνήμη του Καβαλιώτη καθηγητή, Δημήτρη Μούκανου.
Ο Δημήτρης Μούκανος πέθανε το 2007, η επιστημονική του εργασία δε ξεχάστηκε ποτέ. Το κείμενου που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο antifono.gr από τον Πέτρο Φαραντάκη:
Με πρωτοβουλία της Κοσμητείας της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου της Αθήνας, τιμάμε τη μνήμη του αναπληρωτή καθηγητή της φιλοσοφίας, Δημήτρη Μούκανου. Ο Δημήτρης Μούκανος, (Καβάλα 1946 – Καβάλα 2007), κατέλιπε κοσμιότητα και διδακτικό έργο, το οποίο, ωστόσο, διεκόπη με τον αδόκητο θάνατό του.
Οι εργασίες του και οι, εν γένει, ενασχολήσεις του με την ευρεία και την ειδική πλατωνική διανόηση, τον κατατάσσουν στη χορεία των ικανών συζητητών σε παρεμφερή θέματα, από τους οποίους δεν απουσιάζει η εξατομικευμένη συνεισφορά.
Το 1967, δευτεροετής κιόλας φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου της Αθήνας, δημοσιεύει το βιβλίο του: Ελληνική Φιλοσοφία και Χριστιανισμός, και ένα χρόνο αργότερα εκδίδει τις μελέτες του: Πλάτων, Αριστοτέλης και Σύγχρονος Φυσική και Το Πρόβλημα της Αξίας εις την Φιλοσοφίαν της Πράξεως. Για τη συγγραφή άλλωστε των τριών αυτών έργων η Ακαδημία Αθηνών, στα τέλη Δεκεμβρίου του 1968, του απένειμε την τιμητική διάκριση: «Έπαινος μετ‘ επάθλου».
Τέλος, το 1969, ως επί πτυχίω φοιτητής, ο Μούκανος δημοσιεύει το βιβλίο του: Το Πρόβλημα το Όντος.
Με την παρούσα εισήγηση θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο δεύτερο, κατά χρονολογική εκδοτική σειρά, έργο του: Πλάτων, Αριστοτέλης και Σύγχρονος Φυσική, Αθήναι, (1967), μια και σε αυτό, διερευνώνται οι φιλοσοφικές απαρχές και οι σύγχρονες διαστάσεις, επίμαχων ζητημάτων μιας Φυσικής επιστήμης με πολλαπλή σημασία για τον σημερινό άνθρωπο.
Μετά, θα εκθέσουμε περιληπτικά το περιεχόμενο και, σε άλλες περιπτώσεις, μόνον τους τίτλους των λοιπών εργασιών και βιβλιοκρισιών του, ενώ στο τέλος της εισήγησης θα περιγράψουμε την υπαρκτική αυτάρκεια του θανόντος.
Στο Πρώτο Κεφάλαιο του, ως είρηται, βιβλίου [Πλάτων, Αριστοτέλης και Σύγχρονος Φυσική (1967)] το οποίον επιγράφεται: «Πλατωνική ιδέα και αριστοτελικόν είδος», αναπτύσσονται οι θεμελιώδεις πτυχές και θέσεις της πλατωνικής και αριστοτελικής οντολογίας.
Ανάμεσα στα άλλα, διαβάζουμε πως, για τον Πλάτωνα, η διάνοια και ο νους καθορίζουν επ‘ άπειρον το αντικείμενο της γνώσης, μια και αυτό αποτελεί πάντα πρόκληση για τη νοητική μας δυνατότητα. (σ. 32). Επίσης, πως η μοντέρνα Φυσική δεν αριστοτελίζει, αλλά πλατωνίζει (αυτόθι) . με άλλα λόγια, ότι το αντικείμενο της παρατήρησης καθορίζει το υποκείμενο της και το αντίθετο.
Κάτι το οποίο στη γλώσσα της κοσμολογίας, εκφράζεται παραδειγματικά: ότι το παρατηρούμενο έχει αξιακήν υπόσταση, μόνον όταν υπάρχει ο παρατηρητής. Από την άλλη πλευρά, καταδεικνύεται, ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί το αντικείμενο, ανεξάρτητο από το υποκείμενο και μάλιστα δεδομένο εκ των προτέρων. Κατ‘ επέκταση, εκείνο το οποίο μελετά η επιστήμη είναι οντολογικά αυτόνομο από την καθεαυτό επιστήμη.
Με την έννοιαν αυτήν αντιλαμβανόμαστε αυτό που υπογραμμίζει ο εκλιπών ότι, οι πλατωνικές ιδέες, στη θεωρία του Αριστοτέλη, ενυπάρχουν στα όντα και αποτελούν την ουσία τους (σ. 32). Κατά συνέπεια, ό,τι σπουδάζει η γνώση εξαντλείται στα συγκεκριμένα πράγματα. Οι λεγόμενες ‘κατηγορίες’ είναι πράγματι ικανές να προσπελάσουν τη φύση και τις συνθήκες των πραγμάτων (σ. 26).
Το Δεύτερο Κεφάλαιο ονομάζεται: «Το πρόβλημα της γνώσεως». Στο σημείο αυτό γίνεται μνεία στη διάκριση του Πλάτωνα ανάμεσα στη δόξα και την επιστημονική γνώση. Η δόξα είναι συγκεχυμένη και αβέβαιη ενώ η γνώση είναι ακριβής και ασφαλής (σ. 32). Η γνώση δεν βρίσκεται μέσα στις εντυπώσεις, οι οποίες προέρχονται από τις αισθήσεις, αλλά στους συλλογισμούς, οι οποίοι συγκροτούνται με βάση τις εντυπώσεις (σ. 42).
Το γνωσιακό υλικό, μπορεί κατ‘ ανάγκην να προέρχεται από την εμπειρική αντίληψη, πλην όμως η εκάστοτε μορφή του σχηματίζεται από τη διάνοια (σ. 42). Ερμηνεύοντας περαιτέρω τον Πλάτωνα, ο Μούκανος μας πληροφορεί πως ενώ τα ανθρώπινα συναισθήματα – τα οποία προκαλούνται μέσω των αισθητηρίων οργάνων – είναι έμφυτα (‘φυσικά’), ωστόσο, ο χαρακτήρας και η χρησιμότητα των συλλογισμών μας, διαμορφώνονται με παιδευτικό τρόπο και με σχετική δυσχέρεια (σ. 43).
Εύλογα λοιπόν ο αναγνώστης μπορεί να συμπεράνει για ποιον λόγον ανθρωπολογικά ζητήματα, όπως π. χ. η κυριαρχία των παθών, η αδυναμία της βούλησης και ο διχασμός της ανθρώπινης φύσης, διευθετούνται αρκετά εύκολα μέσω της σωκρατικής λογικής (με την ανεπιφύλακτη τουτέστιν εμπιστοσύνη μας στις πληροφορίες που εμπεδώνουμε), τη στιγμή που αργότερα τα ίδια, ως προβληματισμοί, θα ταλανίσουν επί μακρόν τη χριστιανική ηθική. (Πβ. και Κ. Παπαγιώργης: 1988, 30).
Παράλληλα, στο αυτό κεφάλαιο, γίνεται σαφές πως η πλάνη δεν είναι παρά ατελής χρήση των νοητικών μέσων. Έτσι η αληθινή δόξα της επιστήμης, αποκαλύπτεται, κατά την άποψη του νεαρού τότε διανοητή, εφόσον δηλωθεί το πεδίο δράσης της ψευδούς δόξης, δηλαδή του πλανάσθαι (σ. 46).
Το Τρίτο και Τελευταίο Κεφάλαιο επιγράφεται: «Η οντολογία της συγχρόνου φυσικής επιστήμης». Γνώση και ον φωτίζονται πλέον από την επιστημολογία της νεωτερικότητας. Κλασσικά ερωτήματα του τύπου:
Τι είναι η πραγματικότητα; Ποιο είναι το αντικείμενο της νόησης και ποια είναι η θέση του έναντι του συνειδέναι; Μπορούμε άραγε να θέσουμε το ‘είναι καθεαυτό’ πέραν του υποκειμένου και του αντικειμένου; (49), ευνοούν τώρα ασύδοτα, κατά την άποψη του πονήσαντα, τη πιθανοκρατική τους περιχώρηση. Ο κόσμος της μικροφυσικής που αναδύεται, κατά παράβαση κάθε ορθολογισμού, προκαλεί κατεξοχήν αμηχανία (σ. 50).
Επικαλούμενος τα λόγια του Heisenberg, σύμφωνα με τα οποία η σύσταση του σύμπαντος έχει άπειρη προοπτική (αυτόθι), ο Μούκανος διερωτάται για τη συμβατικότητα των μαθηματικών προτάσεων περί κόσμου, καθώς και για τη συμβολικότητα και την εφαρμογή των επιστημονικών νόμων και θεωριών (σ. 51). Ως εκ τούτου, θα αποφανθεί ο ίδιος, πως η οντολογία του μικρόκοσμου είναι συναρτημένη με την εκάστοτε επιστημονική αυτεπίγνωση και τα όρια της γνώσης δεν αποτελούν πλέον απόλυτη συνθήκη, αλλά σχετική (σ. 56). ‘Καταστάσεις’ όπως είναι: η συνέχεια και η ασυνέχεια της ύλης, μαζί και οι διαρθρώσεις της σε βαθμίδες, δεν είναι, για τον συγγράψαντα τριτοετή φοιτητή, παρά κατηγορίες του νου (σ. 67).
Τα Τρία Κεφάλαια (του βιβλίου: Πλάτων, Αριστοτέλης και Σύγχρονος Φυσική) τα οποία μόλις περιγράψαμε, αναφέρονται, αντίστοιχα: 1ον. Στην καταγωγή του κριτικισμού και του δογματισμού. 2ον.
Στον Θεαίτητο, ως βάση της πλατωνικής οντολογίας, και 3ον. Στη θέση της σύγχρονης Φυσικής απέναντι στο οντολογικό πρόβλημα. Σε αυτά, ο συγγραφέας τους επιχειρεί να αποτιμήσει την μοναδική αξία των πορισμάτων της φυσικής έρευνας και την επίδρασή τους στην φιλοσοφική σκέψη.
Παρά το ότι έχει ειπωθεί πως η φύση δεν κάνει άλματα, ο αείμνηστος καθηγητής επιμένει ότι η Φυσική κάνει άλματα, με πρώτο και καλύτερο τη μετάβασή μας από τη μηχανοκρατία στις κβαντικές ακροβασίες.
Πράγματι, εφεξής, με τη σύνθεση του καινούργιου οικοδομήματος – που καλείται κβαντική Φυσική – βλέπουμε, πως τα μεγέθη της κίνησης, δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν με ακρίβεια, παρόλο που στη νευτώνεια μηχανική τέτοια πράγματα ήταν προβλέψιμα και πειθαρχημένα.
Βαθμιαία λοιπόν, εισερχόμαστε σε μια νέα τάξη πραγμάτων ή καλλίτερα σε μιαν αταξία. Όταν ο Μούκανος ισχυρίζεται ότι η αλήθεια δεν θεωρείται ως η συμφωνία ή αντιστοιχία της διανόησής μας με τα πράγματα (σ. 69), στην ουσία μας λέει πως oι λειτουργίες των πραγμάτων είναι απροσδιόριστες, καθότι τα πράγματα μεταποιούνται σε διανοητική διαδικασία.
Με λίγα λόγια, το φερόμενο ως ‘αντικείμενο’, ‘πνευματοποιείται’ (αυτόθι).
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, κρίνουμε, ταυτόχρονα, χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η πολυκύμαντη εποχή της Φυσικής, η οποία ξεκινάει στις αρχές του εικοστού αιώνα, συνυπάρχει και με άλλες, διαφορετικές, αλλά περίπου συμπορευόμενες επαναστάσεις στον χώρο πνεύματος: Διαφαίνεται η φροϋδική θεωρία, ο στοχασμός του Bergson, η ζωγραφική του Picaso, του Paul Klee και του Gustav Klimt, χωρίς να εξαιρείται η αρχιτεκτονική του Walter Gropius και του Adolf Loos.
Η αμφισβήτηση δηλαδή της αντικειμενικής πραγματικότητας, συνοδεύτηκε από μιαν ανάλογη ατμόσφαιρα, που συνείχε την τέχνη, τη διανόηση και την ποίηση (Γραμματικάκης:2006, 237). Το ίδιο επίσης έτος που αναγνωρίζεται, με το βραβείο Νόμπελ (1921), η συμβολή του Einstein στην ανατροπή της κλασσικής Φυσικής, δημοσιεύεται ο Οδυσσέας του James Joyce και η Έρημη Χώρα του T. S. Eliot.
Ο Μούκανος το 1969, δύο χρόνια δηλαδή μετά την έκδοση του: Πλάτων, Αριστοτέλης και Σύγχρονος Φυσική, γονιμοποιεί τα συμπεράσματα που σοβούν στο βιβλίο αυτό, δημοσιεύοντας τη μελέτη του: Το Πρόβλημα του Όντος ή αλλιώς: Ο Καντιανισμός της Συγχρόνου Φυσικής, ενώ το 1986, λέκτορας πια, έχοντας κατά νουν τον ίδιο περίπου άξονα προβληματισμών, εκδίδει το σύγγραμμα: Οντολογική Θεώρηση της Αρχής Της Απροδιοριστίας του Werner Heisenberg.
Τα βραχεία συμπεράσματα στα οποία καταλήγει κάποιος, αφού αναγνώσει τη μονογραφία αυτήν, είναι τα ακόλουθα: α. Το βαθύτερο στρώμα της μικροφυσικής πραγματικότητας δεν υπάγεται σε αιτιοκρατικούς νόμους και διαφεύγει από τις παρατηρήσεις μας. β. Η φύση θα επιτρέψει στον άνθρωπο να εξιχνιάσει μυστικά της, όταν ο ίδιος συνειδητοποιήσει τη θέση του μέσα στο σύμπαν και αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό την ηθική του ακεραιότητα.
Αυτό επίσης που επιβάλλεται να υπομνησθεί, είναι η έκδοση βαρυσήμαντης της διδακτορικής διατριβής του Μούκανου με τον τίτλο: Ο Τρόπος του Είναι των Μαθηματικών Αντικειμένων κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, Αθήναι, 1979.
Στη μελέτη αυτή, στην οποία παρατίθενται τα ανάλογα αριστοτελικά αποσπάσματα, αναλύεται η άποψη, κατά την οποίαν, ο σταγιρίτης δεν δέχεται ούτε τη μαθηματικοποίηση της φύσης, έτσι όπως αναπτύχθηκε στον Τίμαιο, ούτε και την υπερεκτίμηση των μαθηματικών, η οποία δέσποζε στην αρχαία Ακαδημία. Αντί αυτών, προχωρεί στην απομαθηματικοποίηση της Φυσικής και στη θεμελίωσή της με καθαρά τελολογικό χαρακτήρα, κάτι που ισχύει και για τη Βιολογία.
Θα ήταν παράλειψη εάν δεν αναφέραμε μια άλλη εξειδικευμένη μονογραφία του Μούκανου, η οποία φέρει τον τίτλο: Τα Καθ‘ Αυτό Αίτια των Φύσει Όντων. Ερμηνεία και Διασάφηση του Έργου του Αριστοτέλους «Φυσικής Ακροάσεως Β.», Αθήνα, 1993, στην οποίαν διερευνάται και αντιπαραβάλλεται η αριστοτελική έννοια της αιτιότητας προς την κλασσική αντίστοιχη.
Άλλες αυτοτελείς μελέτες και άρθρα του αυτού συγγραφέα είναι:
1. «Η συμβολή του Πρωταγόρου εις την αρχήν του υποκειμένου», Θρακικά, 43, (1969), σσ. 258 – 272.
2. «Ηρόδικος ο Σηλυμβριανός εν τη αρχαία ελληνική γραμματεία», Θρακικά, 44 (1970), σσ. 15 – 19.
3. «Η έννοια του μύθου εις την αρχαίαν Θράκην», Θρακικά, 45, (1971), σσ. 7 – 23.
4. «Ο Αλεξανδρινός Γραμματικός Διονύσιος ο Θράξ», Θρακικά, 46, (1972 – 1973), σσ. 7 – 19.
5. «Η αρχαία ελληνική τραγωδία κατά τον Νίτσε και η καταξίωση του θεού Διονύσου», Θρακικά, σειρά 2η, 3, (1980 – 1981), σσ. 139 – 144.
6. Η Μέθοδος και το Ήθος του Λόγου στην Επιστημονική Έρευνα, Αθήνα, 1985.
7. «Συμβολική και κλασσική τέχνη κατά τον Hegel», Παρνασσός, ΚΖ΄, αριθμ. 1 (1985), 124 -133.
8. «Οντολογία των Μαθηματικών κατά τον Πρόκλο τον Διάδοχο», Φιλοσοφία, 10 – 11 (1980 – 1981), σσ. 387 – 397.
9. «Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς ως ερμηνευτής προβλημάτων της αρχαίας Ακαδημίας», στον τόμο: Μνήμη Αναστασίου Γιανναρά, Παπαζήσης, Αθήνα, 1981, σσ. 116 – 125.
10. «Προβλήματα συστηματικής φιλοσοφίας στο έργο του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου», Τετράδια Ευθύνης, 18 (1983), σσ. 88 – 96.
11.«Η έννοια της πρώτης φιλοσοφίας των Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλους», Διοτίμα, 13 (1985), 72 – 77.
12.«Ανάγκη και Ασυνέχεια στη φιλοσοφία της φύσης του Δημόκριτου και η κριτική του Αριστοτέλη», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Δημόκριτο, Ξάνθη, 1984, σσ. 159 -172.
13.«Το πρόβλημα της σχέσης ονομάτων και πραγμάτων κατά τον Αμμώνιο τον Ερμεία», Πρακτικά του Β΄ Διεθνούς Συμποσίου Φιλοσοφίας: Γλώσσα και Πραγματικότητα στην Ελληνική Φιλοσοφία, Αθήνα, 1985, σσ. 247 – 255.
14.«Das Problem der erzeugung der Zahlen bei Platon. Erläuterung von Aristoteles; Metaphysic A 6, 987 b 33», Φιλοσοφία, 5 – 6 (1975 – 1976), σσ. 259 – 276.
15.«Η γνωσιολογία του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου», στο: Αφιέρωμα στον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήναι, 1975, σσ. 99 – 126.
16.«Philosophie der Mathematik bei Platon», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 27 (1979), σσ. 230 241.
17.«Probleme der Platonischen Philosophie der Mathematik», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ΚΗ΄ (1979 – 1985), σσ. 571 – 584.
18.«Aristotle’s concept of first philosophy (Metaphysics, A2), Διοτίμα, 13 (1985), σσ. 3 – 8.
19.«Symbolic and classical art according to Hegel», Διοτίμα, 14 (1986), σσ. 154 – 163.
20.«Η αναφορά του Πλήθωνα στα τέσσερα σώματα», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Φιλοσοφικού Συμποσίου: Πλατωνισμός και Αριστοτελισμός κατά τον Πλήθωνα, Σπάρτη, 1987, σσ. 101 – 105.
21.«Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902 – 1986)», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 4 (1987), σσ. 83 – 96.
22.«Time and kairos in the philosophy of E. Moutsopoulos», Διοτίμα, 16 (1988), σσ. 60 – 65.
23.«Intentionalitäat des Menschen und Aktion Gottes als Momente des Kairos», Διοτίμα, 16 (1988), σσ. 110 – 117.
24.«Η εγελιανή έννοια της άρνησης: αντίθεση ή αντίφαση;», Πρακτικά Συνεδρίου: Η Διαλεκτική, Αθήνα, 1988, σσ. 163 – 169.
25.«Η δυνατότητα μεταφυσικής από τα εξαγόμενα της κβαντομηχανικής», Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Φιλοσοφίας και Διεπιστημονικής Έρευνας: Φιλοσοφία και Επιστήμες, Ζαχάρω, 1988, σσ. 189 – 194.
26. «Ευάγγελος Μουτσόπουλος. Αναφορά στην επιστημονική του δράση και δημιουργία», στο: Τιμητικός Τόμος στον Ευάγγελο Μουτσόπουλο, Collegium Academicum Universale Philosophiae, Αθήνα, 1990, σσ. 19 – 20.
27.«Η αρχαϊκή μαγεία, το δαιμονικό και το θεϊκό πνεύμα», στο: Μαγεία και Χριστιανισμός, Ιερά Μητρόπολις Ηλείας, Αθήναι, 1993, σσ. 5 – 75.
28.«Έννοια και ορισμός της φύσης. Διάκριση φύσης και τέχνης», Κριτική του Λόγου, 9 (2001), σσ. 6 – 7.
29.«Η αποτυχία του σκοπού της φύσης ως απόδειξη της υφιστάμενης στενής εξάρτησης του τελικού αιτίου από το ποιητικό αίτιο», Κριτική του Λόγου, 12 (2002), σσ. 4 – 5.
Βιβλιοκρισίες του Δημήτρη Μούκανου:
- J. N. Theodorakopoulos, Die Hauptprobleme der platonischen Philosophie (Heidelberger Vorlesungen), Den Haag, 1972, Φιλοσοφία, 3, (1973), σσ. 454 – 461.
2. Autolycos de Pitane, La Sphère en Movement. Levers et Couchers Héliaques. Testimonia, Germaine Aujac, Paris, 1979, Διοτίμα, 8 (1980), σ. 209.
3. Ν. Μακρή, Τα Μεταφυσικά Θεμέλια της Μυστικής, Αθήνα, 1979, Τομές, 71 (Απρίλης, 1981), σσ. 55 – 56.
4. K. Wan – Soo, Η Έννοια της Αισθήσεως στην Φιλοσοφία του Πλάτωνος, Αθήναι, 1981, Εποπτεία, 64 (Ιανουάριος 1982), σσ. 101 – 102.
5. Ε. Μουτσόπουλου, Φιλοσοφικοί Προβληματισμοί, τ. 3. Βιώματα και Ενεργήματα, Αθήναι, 1984, Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 1 (Ιανουάριος 1984), σσ. 85 – 89.
6. Ε. Σταμάτη, Ιστορία των Ελληνικών Μαθηματικών, εν Αθήναις, 1980, Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 1 (Σεπτέμβριος 1984), σσ. 350 – 351.
7. A. Giannaras, «Der Perspectivismus der griechischen Skepsis», in
Philosophische Perspectiven. Ein Jahrbuch herausgegeben von
Rudolph Berlinger und Eugen Fink, Bd. 1, 1969, σσ. 216 – 228,
Skepsis, 1 (1990), σσ. 204 – 205.
8. N. Chronis, «Η εμπειρική ιατρική και η διαμάχη περί το γνωσιολογικόν πρόβλημα», Wissenschaftlisches Jahrbuch der philosophischen Fakultät der Universität Athen, Bd. KZ’ , 1979, Athen, σσ. 400 – 435, Skepsis, 1 (1990), σσ. 207 – 208.
Καιρός του φθέγγεσθαι, καιρός του σιωπάν. Ο Μούκανος, μετά από μακρόχρονη, με αξιώσεις προσωπικού ύφους, θητεία στο πανεπιστήμιο Αθηνών, έφυγε στην αντιπέραν όχθη, αλλά η σκέψη του δεν χάθηκε. Μαζί της, εκτός από τους εσωτερικούς της κανόνες, φέρει και τις ελκυστικές αξίες της επιστημονικής έρευνας.
Μιας έρευνας που έχει τα γνωρίσματα μιας εθιστικής και νηφάλιας μέθης και όχι αυτά μιας τυπολογίας.
Εάν η τιμώμενη μνήμη προς τον θανόντα στοχαστή αποτελεί αφ‘ εαυτής μαθητεία στο διδακτικό του έργο, τότε οι φιλοσοφικές συγγραφές που ο ίδιος μας κληροδοτεί, συνιστούν σημαντική υποθήκη κοινωνικής οντολογίας.
Ο αείμνηστος δάσκαλος, πέρα από τις ευάριθμες, αλλά ουσιαστικές δραστηριότητες του, μονώτης και υποβλητικός, αυτόβουλος αλλά όχι αμέτοχος, είχε ανακαλύψει τη φιλοσοφία σαν συμφιλίωση με το “λάθε βιώσας”.
Αποφεύγοντας τη συγκάλυψη πίσω από τα θέσμια, την κραυγαλέα ανάδειξη και τις ανακουφιστικές συστρατεύσεις, δεν συνέβαλε, ούτε κατά διάνοια, στον εκτραχηλισμό της πανεπιστημιακής αρένας.
Μιλάμε για την απουσία κάθε αλλοτρίωσης από τον χαρακτήρα του . μιας αλλοτρίωσης, λοιμική της ύστερης Ελλάδας, η οποία συνήθως προσβάλλει όσους θεωρούν τα πανεπιστημιακά διδακτήρια ως εξασφάλιση των ιδιοτελών σκοπιμοτήτων τους.
Ηγεμονικά αινιγματικός, ωστόσο, προσηνής, ασκούσε χρόνια μιαν ανιδιοτελή αναμονή, ζηλευτήν όχι τόσο για την καρτεροψυχία της όσο για το ότι ο ίδιος βίωνε τη ζωή αυτοπαθώς, επιδιώκοντας να διδαχθεί από αυτήν και όχι να την διαχειρισθεί πεποιημένα.
Έτσι, προγραμματιστικά και χρησιμοθηρικά αθωράκιστος, και χωρίς την κατοχύρωση απολογητικών προσχημάτων, ο εκλιπών σου έδινε αθέλητα την εντύπωση ότι η τρέχουσα πολιτεία του δεν ισοδυναμούσε με το άθροισμα των συμβεβηκότων της, αλλά με μια πληρότητα ήθους, βαθύτερη από όσα πεπραγμένα την απαρτίζουν.
Ο Δημήτρης Μούκανος ήταν υποδειγματικά ατάλαντος στο παιχνίδι της παροχής πειστικών ψευδαισθήσεων και σοβαροφανών εντυπώσεων, που συνήθως προβάλλονται από ομοτέχνους του με τη μορφή του νομικού φορμαλισμού.
Εκπεσμός, που από τη φύση του, αποκλείει την αμοιβαιότητα των σχέσεων.
Και για όσους βέβαια τον συναναστράφηκαν, πέρα από τη δεσποτεία της τύρβης, κατάλαβαν πως ο αοίδιμος Μούκανος είχε ήδη πλάσει έναν κόσμο, intra vitam και post mortem, με τη χάρη και την αδέσμευτη ελευθερία που χαρίζει, συνήθως, η καθαρότητα των ποιητικών συμβάσεων.